Macro

Γιάννης Καλομενίδης: Η ευρωπαϊκή πολιτική στο φάρμακο

Το κλασσικό παράδοξο με το φάρμακο είναι ότι αντιμετωπίζεται σαν εμπόρευμα από αυτούς που το παράγουν, ενώ δεν έχει τα χαρακτηριστικά τους εμπορεύματος. Δε αναφέρομαι στο ηθικό ζήτημα, δηλαδή στο ότι η πρόσβαση στο φάρμακο συνδέεται με το θεμελιώδες δικαίωμα στην υγεία. Το φάρμακο δεν έχει κλασσικά γνωρίσματα εμπορεύματος: ο «καταναλωτής» δεν έχει την ελευθερία επιλογής του ενός ή του άλλου φαρμάκου, η τιμή του δε, δεν καθορίζεται με βάση την προσφορά και την ζήτηση.
 
 
Από την αντίφαση αυτήν προκύπτουν μια σειρά προβλήματα στην παραγωγή και την κυκλοφορία του φαρμάκου. Ενδεικτικά αναφέρω τις ελλείψεις φτηνών, μη προστατευόμενων με ευρεσιτεχνία φαρμάκων, όπως παυσίπονα, αντιπυρετικά και συνήθη αντιβιοτικά αλλά και τα αντιφυματικά, που είναι αναντικατάστατα. Τέτοια φάρμακα λείπουν γιατί η παραγωγή και εμπορία τους δεν προσφέρει σημαντικό κέρδος. Από την άλλη, καινοτόμα και χρήσιμα φάρμακα που αναπτύσσει η φαρμακοβιομηχανία αξιοποιώντας γνώσεις και μεθόδους που έχουν παραχθεί με δημόσιο χρήμα, διατίθενται σε εξωφρενικές τιμές, αποτελώντας μια διογκούμενη οικονομική απειλή για τα συστήματα ασφάλισης.
 
 
Οι χώρες της ΕΕ, στα πλαίσια της προάσπισης του θεμελιώδους δικαιώματος στην υγεία, οφείλουν να επιδιώξουν σύγκλιση σε μια ενιαία πολιτική φαρμάκου που θα στοχεύει στην χωρίς διακρίσεις πρόσβαση σε ποιοτικό φάρμακο για όποιον/-α, όπου στην Ευρώπη το χρειάζεται. Μια τέτοια πολιτική δεν θα περιορίζεται σε ρυθμίσεις που αφορούν την τιμολόγηση και ελέγχους στο εμπόριο, αλλά αναγκαία περιλαμβάνει παρέμβαση στην έρευνα/ανάπτυξη και στην παραγωγή φαρμάκου.
 
 
Στοιχεία μιας τέτοιας πολιτικής αφορούν:
 
 
1. Την διασφάλισης της επάρκειας των απαραίτητων φαρμάκων που δεν προστατεύονται από πατέντα και είναι σε έλλειψη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Φανερά, η αγορά αποτυγχάνει σε αυτό το σημείο και χρειάζεται παρέμβαση από το δημόσιο. Ας εγκαταλείψουμε τις νεοφιλελεύθερες αγκυλώσεις και ας ζητήσουμε από την ΕΕ και τα κράτη να παρέμβουν στην παραγωγή των φαρμάκων αυτών για να εξασφαλιστούν οι αναγκαίες ποσότητες.
 
 
2. Την συμβολή της ΕΕ στην ανάπτυξη καινοτόμων φαρμάκων μέσω θεσμών που χρηματοδοτούνται από τον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό. Κάποια από αυτά ενδιαφέρουν την φαρμακοβιομηχανία (π.χ. αντινεοπλασματικά) και άλλα την ενδιαφέρουν όλο και λιγότερο (π.χ. φάρμακα έναντι λοιμωδών νοσημάτων). Δηλαδή:
 
 
α) η ΕΕ να δημιουργήσει ταμείο για την χρηματοδότηση της φαρμακευτικής έρευνας από τρίτους καθώς και την συμμετοχή σε εγχειρήματα ανάπτυξης φαρμάκου ανοικτού κώδικα, όπως πράττει το δημόσιο των ΗΠΑ στα πλαίσια της προετοιμασίας για την επόμενη πανδημία. Τα παραπάνω μέτρα επιτρέπουν να αποσυνδεθεί το κόστος έρευνας και ανάπτυξης από τις τιμές των φαρμάκων και επιτρέπουν στο δημόσιο να έχει λόγο για την τιμή του φαρμάκου. Η μεταφορά τεχνολογίας από τους δημόσιους ερευνητικούς φορείς στην βιομηχανία να γίνεται με διαφάνεια, με το δημόσιο να έχει έλεγχο στην τιμή του φαρμάκου.
 
 
β) η ΕΕ να δημιουργήσει μηχανισμό κλινικών ερευνών, ο οποίος θα μπορεί να συμμετέχει σε παγκόσμια δίκτυα ανοικτής ανάπτυξης φαρμάκων, στοχεύοντας την κάλυψη κοινωνικών αναγκών ακόμη κι αυτών που η επιδίωξη του επιχειρηματικού κέρδους δεν είναι σε θέσει να ικανοποιήσει.
 
 
γ) κατά την προκήρυξη των ευρωπαϊκών προγραμμάτων βιοϊατρικής έρευνας να εξασφαλίζεται ότι τα αποτελέσματα της χρηματοδοτούμενης με δημόσιο χρήμα έρευνας θα διατίθενται ανοικτά και δεν θα δεσμεύονται με ευρεσιτεχνίες ή, αν συμβαίνει αυτό, θα συνοδεύονται από δεσμευτικές συμφωνίες που θα εξασφαλίζουν ότι θα διατεθούν με τρόπο και τιμή που θα εγγυάται την ισότιμη πρόσβαση όλων των Ευρωπαίων σε αυτά.
 
 
3. Την ρύθμιση θεραπειών που χρησιμοποιούν ανθρώπινα γονίδια, κύτταρα και ιστούς, οι οποίες εν μέρη μόνο δεσμεύονται με ευρεσιτεχνίες. Η ΕΕ, πρέπει και μπορεί, όπως κάνουν κράτη του παγκόσμιου Νότου, να χρηματοδοτήσει και να ρυθμίσει την ανάπτυξη τέτοιων θεραπειών στα κράτη μέλη ώστε να μπορεί να εξασφαλίσει την πρόσβαση των πολιτών της σε αυτές σε τιμές πολύ κατώτερες (μέχρι και το 1/10, στην περίπτωση της Βραζιλίας) από αυτές που δίνει η αγορά.
 
Συνοψίζοντας, θα τονίσω ότι η αγορά δεν μπορεί να διαχειριστεί την ένταση ανάμεσα στην βιομηχανία που βλέπει το φάρμακο σαν εμπόρευμα και στον ασθενή, για τον οποίο αποτελεί δικαίωμα.
 
 
Όσα συζήτησα εδώ, ασφαλώς δεν καλύπτουν όλο το φάσμα των πολιτικών φαρμάκου. Ωστόσο, μπορεί να αποτελέσουν μια βάση συζήτησης που οφείλει να ανοίξει η ευρωπαϊκή αριστερά με στόχο μια ενιαία πολιτική φαρμάκου η οποία, θα στοχεύει την κάλυψη των αναγκών των ευρωπαίων σε φάρμακα και θα αποδίδει στην κοινωνία την αξία που έχουμε όλοι επενδύσει στην φαρμακευτική καινοτομία, χρηματοδοτώντας μέσω της φορολόγησής μας την έρευνα.
 
 
Ο Γιάννης Καλομενίδης είναι Καθηγητής Πνευμονολογίας και Υποψήφιος Ευρωβουλευτής της Νέας Αριστεράς