Micro

Για τα τμήματα του κόμματος και το τμήμα παιδείας

Κατά τη διάρκεια της προσυνεδριακής διαδικασίας προς το 2ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ των τεσσάρων καταστατικών αλλαγών που προτάθηκαν συνολικά για συζήτηση ήταν και ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας των τμημάτων του κόμματος. Τελικά, το συγκεκριμένο ζήτημα, μαζί με το θέμα της περιφερειακής κομματικής οργάνωσης, παραπέμφθηκε για το καταστατικό μας συνέδριο, που πρόκειται να διεξαχθεί -ανάλογα με την πολιτική συγκυρία- εντός του 2017.

Και μόνο το γεγονός της απόπειρας ανοίγματος μιας συζήτησης κατά τη διάρκεια των συνεδριακών εργασιών για τα κομματικά τμήματα καταδεικνύει τη σοβαρότητα και την αναγκαιότητα ενός σχετικού προβληματισμού. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο και η μεταφορά των τελικών αποφάσεων προς το αρμόδιο συνέδριο ήταν κατά τη γνώμη μου σωστή και επιβεβλημένη, ώστε να υπάρξει άνεση και κατάλληλη εμβάθυνση στη λήψη αποφάσεων. Από την άλλη, επειδή ο χρόνος τρέχει και τα προβλήματα πιέζουν είναι χρήσιμο να μην υπάρξει χρόνος αναμονής στη διατύπωση σχετικών προτάσεων μέχρι το καταστατικό συνέδριο και οι αναζητήσεις να ξεκινήσουν από τώρα.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του ισχύοντος καταστατικού, «με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής συγκροτούνται Τμήματα για τη θεματική επεξεργασία της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ ως βοηθητικές επιτροπές της ΚΕ… Συγκροτούνται με δημόσιο κάλεσμα, σε συνέλευση όπου και αναδεικνύεται η Γραμματεία του Τμήματος και ο συντονιστής/στρια… Οι επεξεργασίες των Τμημάτων και των Επιτροπών καθίστανται πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ μετά την έγκρισή τους από την ΚΕ, ή από την ΠΓ, αν υπάρχει ανάγκη άμεσης τοποθέτησης του κόμματος… Τα Τμήματα λειτουργούν στη βάση ενιαίου κανονισμού και η θητεία τους δεν μπορεί να υπερβαίνει τη θητεία της Κεντρικής Επιτροπής… Στα Τμήματα μπορούν να συμμετέχουν μετά από πρόσκληση του τμήματος για το ειδικό αντικείμενο ή θέμα και μη μέλη του κόμματος που απασχολούνται με συναφές αντικείμενο, έχουν γνώσεις ή ειδικό ενδιαφέρον για θέματα που απασχολούν το Τμήμα».

Αξίζει να αναφέρουμε -και με κάθε επιφύλαξη- ότι σύμφωνα με άτυπες προτάσεις που έγιναν γνωστές υπάρχει ένας προβληματισμός γύρω από τον τρόπο συγκρότησης των τμημάτων. Συγκεκριμένα, σε αντιδιαστολή με τη δημόσια πρόσκληση ενδιαφερομένων για τη συμμετοχή τους στα τμήματα, που το σημερινό καταστατικό προβλέπει, διατυπώθηκε η άποψη για τη δημιουργία υποεπιτροπής της Κεντρικής Επιτροπής που θα εγκρίνει ή θα απορρίπτει τα βιογραφικά των υποψηφίων με κριτήριο την επιστημονική και πολιτική επάρκεια των μελών του τμήματος και εκ των αποτελεσμάτων της εργασίας αυτής θα συγκροτείται το τμήμα και τα όργανά του, ως σώμα επαϊόντων περί του αντικειμένου του κάθε τμήματος.

Αν υφίστανται οι παραπάνω προβληματισμοί, τότε γύρω από τον τρόπο συγκρότησης των τμημάτων διαφαίνεται η ύπαρξη δύο αντιλήψεων για τη δράση τους και την προοπτική τους.

Η μία-πιο κοντά στα μέχρι σήμερα ισχύοντα από το καταστατικό – υποστηρίζει ότι τα τμήματα πρέπει να είναι η φωνή του κόμματος και της κοινωνίας προς την Κεντρική Επιτροπή και την κυβέρνηση, ενώ η δεύτερη τα οραματίζεται ως όργανα εμπειρογνωμόνων, που θα αναλαμβάνουν τον σχεδιασμό και τη διατύπωση τεχνικά και επιστημονικά έγκυρων απόψεων και προτάσεων.

Χωρίς καμία διάθεση υποτίμησης του νευραλγικού ρόλου των ειδικών σε θέσεις υπουργικών συμβούλων και επιστημονικών συνεργατών βουλευτών, αξίζει να θυμηθούμε ότι στην πολιτική απόφαση του 2ου συνέδριου του κόμματος μας αναφέρεται ότι, «οι οργανώσεις του κόμματος και τα όργανά του πρέπει να αποκτήσουν καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση του πλαισίου της κυβερνητικής πολιτικής σε κάθε πτυχή της. Έτσι θα μπορέσουν να στηρίζουν αποτελεσματικά την κυβέρνηση, να την τροφοδοτούν με τα αιτήματα της κοινωνίας, να την κρίνουν και να διορθώνουν, ως «αριστερή συνείδηση», λάθη και αστοχίες». Κατά συνέπεια είναι και ζήτημα συνέπειας προς την συνεδριακή απόφαση η όσο το δυνατόν πιο ανοικτή στο κόμμα και στην κοινωνία λειτουργία των τμημάτων, χωρίς φυσικά να χάνεται η συνεκτικότητα στην ιδιαίτερη δραστηριότητα τους και η αποτελεσματικότητα στη χάραξη πολιτικών.

Αντίθετα, οι κλειστές συνεδριάσεις, η βάσει βιογραφικών επιλογή των μελών των γραμματειών των τμημάτων με συνέπεια τον αποκλεισμό της κομματικής και κοινωνικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ δεν εξυπηρετούν τις ανάγκες της εποχής και απομακρύνουν το κάθε τμήμα από τον στόχο για ένα κόμμα των μελών.

Άλλωστε ήδη τα μέλη των περισσοτέρων τμημάτων, είναι απολύτως ειδικά στο αντικείμενο των τμημάτων στα οποία ανήκουν.

Ανάλογοι προβληματισμοί υπάρχουν το τελευταίο διάστημα και στο τμήμα παιδείας του κόμματος.

Αυτό το τμήμα, έχοντας στις αποσκευές του μια σειρά προσεκτικά επεξεργασμένων προτάσεων για την εκπαίδευση, από τη στιγμή της ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε κάμψη στη δράση του και καθυστέρηση στην ανανέωση της γραμματείας του, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με το καταστατικό να συμβεί. Εντούτοις, την περασμένη άνοιξη σε δύο συνεδριάσεις της γραμματείας του -παρά τον άνευ λόγου κλειστό χαρακτήρα τους- επικαιροποίησε με ορθότητα τις βασικές του θέσεις θέτοντας το τμήμα, με τρόπο έμμεσο αλλά σαφή, απέναντι στα πορίσματα της επιτροπής του εθνικού διαλόγου για την παιδεία.

Σήμερα, η στόχευση θα πρέπει να είναι η ανασυγκρότηση του τμήματος παιδείας στην κατεύθυνση μιας δημόσιας πρόσκλησης και δημοκρατικής ανάδειξης των οργάνων του στην προοπτική ενός ανοίγματος σε όλους τους αριστερούς εκπαιδευτικούς που βρίσκουν τον εαυτό τους στην εκπαιδευτική πολιτική του κόμματος μας -αλλά και πολύ πιθανόν ταυτόχρονα αντιπαρατίθενται σε επιμέρους πτυχές της-, στους γονείς, στους φοιτητές και στους μαθητές, δηλαδή στη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας.

Την ίδια στιγμή είναι «εκ των ων ουκ άνευ» αναγκαία η επαναθεμελίωση των σχέσεων του τμήματος με το Υπουργείο Παιδείας και την ΕΠΕΚΕ στη βάση μιας μόνιμης και σταθερής αλληλεπίδρασης και ενημέρωσης με στόχους: α) την καλύτερη επεξεργασία εξειδικευμένων θέσεων και πολιτικών στην κατεύθυνση των γενικών κομματικών αποφάσεων, και β) τον συντονισμό στη δράση τους.

Ο Γιώργος Μπουγελέκας είναι εκπαιδευτικός, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ.

Πηγή: Η Αυγή