Η ιδέα έχει υποστηρικτές, τουλάχιστον στα λόγια. Στην πράξη δεν έχει τολμήσει να την προτείνει κανείς. Εκλογές για το εθνικό κοινοβούλιο ανά πενταετία και περιορισμός των θητειών για τον ή την καγκελάριο της Γερμανίας σε δύο. Η ιδέα συζητήθηκε αυτές τις ημέρες στον τύπο, αλλά δεν βρήκε υποστήριξη από τα κομματικά επιτελεία. Αν είχε υλοποιηθεί, τώρα οι Χριστιανοδημοκράτες θα αγωνιούσαν, προφανώς, για το αν ο υποψήφιός τους θα ήταν ικανός να «φορέσει τα παπούτσια» της διαδοχής της κυρίας Μέρκελ. Τέτοιοι προβληματισμοί δεν υπάρχουν όμως. Η γερμανίδα καγκελάριος είναι ξανά υποψήφια και βαδίζει προς μια άνετη νίκη, αφού στην τελευταία δημοσκόπηση για λογαριασμό του πρώτου καναλιού της δημόσιας γερμανικής τηλεόρασης το προβάδισμά της από τους Σοσιαλδημοκράτες ήταν 17 ολόκληρες μονάδες (37% έναντι 20%).
Τα καλά νέα σταματούν κάπου εδώ. Και είναι έτσι κι αλλιώς φτωχά. Όλα δείχνουν πως το βράδυ της ερχόμενης Κυριακής οι επικεφαλής των κομμάτων θα ανακαλύψουν ότι βρίσκονται σε μια πολύ διαφορετική Δημοκρατία από εκείνη που μέχρι τώρα γνώρισαν. Και για κάποιους το ξύπνημα της επόμενης μέρας θα είναι πολύ απότομο.
Η ανήσυχη Αγκέλα
Οι λόγοι για κάτι τέτοιο είναι πολλοί. Κατ’ αρχήν και για την ίδια την κυρία Μέρκελ ένα αποτέλεσμα κάτω του 40% θα αποτελέσει την απαρχή έντονης εσωκομματικής κριτικής, ειδικά αν οι αριθμοί δεν βγαίνουν, ώστε να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με τους Ελεύθερους Δημοκράτες. Οι συνεχόμενες αποδοκιμασίες, που δεν σταμάτησαν στην Ανατολική Γερμανία, αλλά ακούστηκαν ακόμα και στη Βαυαρία, έχουν, ήδη, προκαλέσει ανησυχία στο επιτελείο της.
Από την άλλη θα δυναμώσουν οι φωνές από το στρατόπεδο των μέχρι τώρα εταίρων της Σοσιαλδημοκρατών (SPD), ότι ουσιαστικά με την πολιτική της φούσκωσε τα πανιά της ακροδεξιάς «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD). Η τελευταία δημοσκόπηση έφερνε αυτό το κόμμα τρίτο με ποσοστό 12%. Αν επαληθευτεί αυτή η πρόγνωση, θα μιλάμε για «σάρωση» του παλιού δικομματικού συστήματος. Και θα είναι η πρώτη φορά στη μεταπολεμική Γερμανία, που ένα «νεοναζιστικό μόρφωμα», σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, θα εισέλθει στο Μπούντεσταγκ, και μάλιστα με μερικές δεκάδες βουλευτές.
Ο απελπισμένος Μάρτιν
Δυσάρεστο θα είναι το ξύπνημα και για τους Σοσιαλδημοκράτες του Μάρτιν Σουλτς. Κάθε αποτέλεσμα κάτω από το 25% του 2013 και πολύ περισσότερο από το 23% του 2009 θα θεωρηθεί ηχηρό χαστούκι και θα ενισχύσει τις φωνές που ζητούν επαναπροσδιορισμό της πορείας του κόμματος. Παρά τις προσπάθειες του να κερδίσει τους αναποφάσιστουςμ που ακόμα φέρονται ασυνήθιστα πολλοί, περίπου 25-30%, το κλίμα δεν αλλάζει. Το μεγάλο δίλημμά των ηγετικών στελεχών του SPD θα είναι φυσικά αν θα τολμήσουν να αφήσουν την ασφυκτική αγκαλιά της χριστιανοδημοκρατίας αναζητώντας εναλλακτικές στην κατεύθυνση μιας πραγματικά κοινωνικής πολιτικής, την ώρα που ο άνθρωπος που τους οδήγησε στην απόλυτη νεοφιλελευθεροποίηση, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, θα απολαμβάνει το ρόλο του διευθύνοντα συμβούλου της Rosneft, ενός ακόμα στολιδιού της σύγχρονης ρωσικής ολιγαρχίας.
Οι κουρασμένοι Πράσινοι
Θέμα αναζήτησης ρόλου και ταυτότητάς θα έχουν και οι Πράσινοι. Δεν είναι μόνο ότι έχουν σταθερά πτωτικές τάσεις, αν και η είσοδός τους στη Βουλή δεν μοιάζει να απειλείται. Το πρόβλημα τους βρίσκεται στο γεγονός ότι, όπως δείχνουν όλες οι ποιοτικές έρευνες για τις τάσεις της κοινής γνώμης, οι πολίτες τους θεωρούν ως ένα ακόμα συστημικό και βολεμένο κόμμα, που δεν έχει καμιά σχέση με την «φρεσκάδα» και τις αντισυμβατικές συμπεριφορές άλλων εποχών. Μοιάζουν κουρασμένοι και κουραστικοί ταυτόχρονα και έχουν χάσει και την πρόσβασή τους στα νεώτερα στρώματα της κοινωνίας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Αριστερά δείχνει να παραμένει στα επίπεδα των περασμένων εκλογών, χωρίς πάντως να μπορεί να ελπίζει σε διψήφιο ποσοστό, όπως το 2009, αλλά κυρίως χωρίς να μπορεί να εκμεταλλευτεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια, που έστω και υπόγεια δείχνει να παίρνει απειλητικές διαστάσεις. Ίσως να έφταιξαν και κάποιες εσωτερικές διαφωνίες, που δεν έδωσαν τη δυνατότητα στο κόμμα να προβάλει πιο ισχυρά τις δικές του προτάσεις, σε μια χώρα που δεν είναι σε καμιά περίπτωση ο «παράδεισος», που θέλει να δείχνει. Η «ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης», «η μεγάλη κερδισμένη της κρίσης», «η ατμομηχανή της Ηπείρου», «ο εξαγωγικός-βιομηχανικός γίγαντας» ή όπως αλλιώς την χαρακτηρίζουν τα μεγάλα ευρωπαϊκά έντυπα κρύβει επιμελώς τα προβλήματά της πίσω από μια φανταχτερή βιτρίνα, που μπορεί να αποδειχτεί κάποια στιγμή εξαιρετικά εύθραυστη. Η μερική απασχόληση, η εξάρτηση από τα επιδόματα, η εργασιακή ανασφάλεια ανθούν όσο ποτέ άλλοτε στη χώρα και αυτό δεν μπορεί να «σκεπάζεται» από τους δείκτες της ανεργίας. Η σύγκλιση Ανατολής και Δύσης ακόμα καθυστερεί, και σε μεγάλα κομμάτια της περιφέρειας υπάρχουν προβλήματα στις υποδομές. Η οργή (Wut) για την οποία έκανε λόγο το περιοδικό der Spiegel, δεν έχει μόνο εθνικιστικά κίνητρα και δεν οφείλεται μόνο στην παραπληροφόρηση της ακροδεξιάς για το μεταναστευτικό. Είναι αποτέλεσμα συσσώρευσης προβλημάτων, που ξεκίνησαν την περίδο Σρέντερ και διογκώθηκαν κατά τη διάρκεια της «βασιλείας» του διδύμου Μέρκελ-Σόιμπλε. Η καγκελάριος που χαριεντίζεται με τους μεγαλομάνατζερ της αυτοκινητοβιομηχανίας, αλλά τους «μαλώνει» κατόπιν και λίγο, που καλωσορίζει τους πρόσφυγες, αλλά μετά δίνει την αίσθηση ότι το μετάνιωσε, δεν θα μπορεί να κινείται πάντα με τα πόδια σε δύο βάρκες. Ίσως το βράδυ της 24ης Σεπτεμβρίου να το καταλάβει. Ίσως κιόλας, κάποτε, οι Γερμανοί να συνειδητοποιήσουν ότι τελικά δεν θα ήταν και τόσο κακή ιδέα να περιορίσουν σε το πολύ δύο τις θητείες στο επιβλητικό γραφείο της καγκελαρίας στις όχθες του ποταμού Σπρέε.
Δημήτρης Σμυρναίος
Πηγή: Η Εποχή