Συνεντεύξεις

Ευθύμης Παπαβλασόπουλος: Επιχειρείται η εγκαθίδρυση ενός πάγιου καθεστώτος πειθαρχίας

Τη συνέντευξη πήραν η Ιωάννα Δρόσου και ο Παύλος Κλαυδιανός

Η πανδημία παρότι έβαλε σε αναστολή την κοινωνία και τη λειτουργία της βουλής, δεν στάθηκε εμπόδιο στην κυβέρνηση να περνά νόμους που αλλάζουν την κοινωνία και το κράτος που γνωρίζαμε, με πιο τρανταχτό παράδειγμα την επίθεση στην παιδεία. Όλα αυτά γίνονται θεωρείς βάσει σχεδίου; Ποιος ο στόχος της κυβέρνησης;

Αναμφίβολα η πανδημία υπήρξε ένας απρόσμενος και χρήσιμος σύμμαχος για τις κυβερνώσες ελίτ στο βαθμό που επιταχύνει και νομιμοποιεί τυπικά την εδραίωση της μεταπολιτικής και μεταδημοκρατικής συνθήκης. Από την άποψη αυτή λοιπόν se non è vero è ben trovato. Θα έλεγα ότι εμβαθύνει και θεσμοποιεί ένα καθεστώς διαρκούς εξαίρεσης που μεταβάλει ριζικά το κράτος και την πολιτική. Τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας διευθέτησης είναι η υλική, θεσμική και ιδεολογική εγκατάσταση των αγοραίων λογικών στον πυρήνα του κράτους, η μετατόπιση κρίσιμων λειτουργιών του από τους δημοκρατικά νομιμοποιημένους θεσμούς σε ανέλεγκτους μηχανισμούς, η αποπολιτικοποίηση και η τεχνοκρατικοποίηση της πολιτικής, η εξουδετέρωση των δημοκρατικών μέσων πολιτικής επιρροής και η ιδιότυπη επιστροφή της μαχόμενης δημοκρατίας που επινοεί εχθρούς και επιβάλει πρωτοφανείς περιορισμούς.  Αυτό το μοντέλο διαχείρισης των κοινωνικών ανταγωνισμών και των μόνιμων πλέον κρισιακών φαινομένων διαμορφώνει μια εξελιγμένη, ως προς την τεχνολογία της, βιοπολιτική της εξουσίας που καταστρέφει τα ελάχιστα αποθέματα του κριτικού λόγου και καταργεί τις εναπομείνασες πολιτικές και θεσμικές εγγυήσεις της αυτονομίας του υποκειμένου και της δυνατότητας του να δρα αναστοχαστικά, συλλογικά και αλληλέγγυα.

Στη συνάφεια αυτή, η απόφαση της κυβέρνησης να εγκαταστήσει την αστυνομία στο πανεπιστήμιο αποτελεί μέρος μια συνολικότερης στρατηγικής που εφαρμόζεται με συνέπεια σε όλους τους κοινωνικούς χώρους και στοχοποιεί συμπεριφορές που θεωρούνται ενοχλητικές και απείθαρχες. Θυμίζω ενδεικτικά την αυταρχική και κοινωνικά ανεύθυνη διαχείριση της πανδημίας, τη συρρίκνωση των συνδικαλιστικών ελευθερίων και των δικαιωμάτων συλλογικής δράσης, την εκκαθάριση των εστιών αυτονομίας και αλληλεγγύης, την αυστηροποίηση του σωφρονιστικού συστήματος και τις αλλαγές στον κώδικα πολιτικής και ποινικής δικονομίας και στο πτωχευτικό δίκαιο. Και όλα αυτά στο σκοτεινό και δυσοίωνο φόντο μιας γενικευμένης και διάχυτης αστυνομοκρατίας.

Είναι μάλιστα ειρωνικό ότι το σχέδιο αυτό εκδιπλώνεται στον απόηχο της δήλωσης του Ύπατου Εκπροσώπου Ζοζέπ Μπορέλ, ο οποίος εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προειδοποίησε ότι η πανδημία δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για τον περιορισμό του χώρου της δημοκρατίας και της κοινωνίας των πολιτών και του σεβασμού του κράτους δικαίου, ούτε για τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης, της ελευθεροτυπίας και της πρόσβασης στην πληροφόρηση. Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι παρακολουθούμε την εκδίπλωση μιας εξτρεμιστικής βιοπολιτικής στρατηγικής που συνδυάζει την οικονομική βία την ιδεολογική /ψυχολογική τρομοκρατία και τον υπέρμετρο φυσικό καταναγκασμό.

Η επιλογή αυτή αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός πάγιου καθεστώτος πειθαρχίας με βασικά εργαλεία την περίφραξη των κοινωνικών χώρων, την πανοπτική τους επιτήρηση, ώστε όλες οι δραστηριότητες να ελέγχονται και όλα τα γεγονότα να καταγράφονται, την εξατομίκευση της αστυνόμευσης και την εσωτερίκευση του βλέμματος της επιτήρησης προκειμένου να αποτρέπονται οι μη παραγωγικές δραστηριότητες, οι άσκοπες περιπλανήσεις και οι θορυβώδεις συναθροίσεις, την επιβολή ειδικού «ποινικού υποσυστήματος» που θα τυποποιεί και θα τιμωρεί συμπεριφορές οι οποιες μέχρι πρότινος θεωρούνταν αν μη τι άλλο ανεκτές.

Αν οι μεθοδεύσεις αυτές παγιωθούν είναι πιθανόν στο εγγύς μέλλον ο κοινωνικός χώρος να μετασχηματισθεί σε διάσπαρτα και απομονωμένα δυστοπικά camps εργασίας όπου, σε καθεστώς επιτήρησης, θα εκπαιδεύονται συστηματικά πειθαρχημένα υποκείμενα και θα παράγονται υπερεντατικά πόροι για την αδηφάγο αγορά.

 

Δεν είναι και λίγα όσα έχουν συμβεί το τελευταίο καιρό και εκθέτουν την κυβέρνηση. Από την πρωθυπουργική παραβίαση των μέτρων σε Ικαρία και Πάρνηθα έως την παράκαμψη της προτεραιότητας στον εμβολιασμό στελεχών της ΝΔ, τη λίστα Πέτσα, εσχάτως το σκάνδαλο Λιγνάδη. Πώς κρίνεις τον τρόπο που τα αντιμετωπίζει η κυβέρνηση;

Τα επεισόδια που ανέφερες είναι η κορυφή του παγόβουνου των αντιφάσεων μιας ιδεολογικής στρατηγικής που εκφέρεται με την κυνική και υποκριτική ρητορεία των αδιάφθορων και των αρίστων. Με την ευκαιρία επίτρεψέ μου να παραθέσω ένα ανάλογο περιστατικό από τον επαγγελματικό μου χώρο. Πρόσφατα, ελέγχοντας κρούσμα λογοκλοπής μεταπτυχιακού μου φοιτητή, διαπίστωσα ότι είχε κορφολογήσει εκτενή αποσπάσματα από άρθρο συναδέλφου. Από την πρόχειρη έρευνά μου ανακάλυψα τυχαία ότι το ίδιο κείμενο είχε λεηλατηθεί επίσης από στέλεχος της ΝΔ σε περισπούδαστο άρθρο του για τον λαϊκισμό, δημοσιευμένο σε τοπική εφημερίδα. Το στέλεχος αυτό στις πυκνές δημόσιες παρεμβάσεις του ξιφουλκεί στο όνομα της αριστείας κατακεραυνώνοντας τους τεμπέληδες της ήσσονος προσπάθειας. Είμαι σίγουρος ότι δεν είναι ο μόνος. Ιδιαίτερα στο ακαδημαϊκό περιβάλλον ερχόμαστε συχνά αντιμέτωποι με τον τραγέλαφο να κουνάνε απειλητικά το δάκτυλο της αριστείας και της διαφάνειας άνθρωποι που έχουν συλληφθεί πλειστάκις με τη γίδα της λογοκλοπής και της διαπλοκής στην πλάτη. Είναι νομίζω προφανές ότι την κυβέρνηση και τους συμμάχους της στους κοινωνικούς χώρους ουδόλως τους απασχολεί η πολιτική ηθική και η δημόσια αρετή. Σε αυτό που επενδύουν προνομιακά είναι η ηθικοποίηση της πολιτικής. Και ο ηθικισμός, ως αξιολογικό και πλέον κανονιστικό μέτρο κρίσης των ατομικών και συλλογικών συμπεριφορών, είναι το βασικό εργαλείο συρρίκνωσης του πολιτικού, κοινωνικού, αξιακού και επιστημονικού πλουραλισμού. Ο ηθικός στιγματισμός του «εχθρού» του αφαιρεί τη δυνατότητα της νόμιμης ύπαρξης και δράσης και τον απωθεί σε μια γκρίζα περιοχή αβεβαιότητας. Με αυτόν τον τρόπο, ο ιδεολογικός και πολιτικός αντίπαλος δεν περιορίζεται, όπως στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, με τα θεσμικά και υλικά μέσα της δημοκρατικής νομιμότητας. Μετατρέπεται σε εχθρό και απωθείται και εγκλωβίζεται, σε μια «υγειονομική ζώνη», σε «ένα κενό χώρο δικαίου» και με τον τρόπο αυτό μπορεί να αποστερηθεί ακόμα και τις στοιχειώδεις φιλελεύθερες εγγυήσεις.

 

Ποια βλέπεις να είναι η αντίδραση του κόσμου σε όσα γίνονται;

Δυστυχώς παραμένει στα ρηχά και εφήμερα νερά της θυμικής ενόχλησης. Μην ξεχνάμε ότι όλα αυτά τα γεγονότα φιλτράρονται από την μαντική διαμεσολάβηση που μετασχηματίζει τις κοινωνικοπολιτικές αντινομίες σε σκάνδαλα, στο ελκυστικότερο δηλαδή μιντιακό εμπόρευμα, τα οποία θρέφουν την ακόρεστη περιέργεια του μαζικού κοινού για νέες δραματουργίες. Το κοινό αυτό έχει εκπαιδευτεί συστηματικά στην κουλτούρα του ηθικισμού και του κομφορμισμού και αυτοτρομοκρατείται από την έκταση της «ανομίας, της βίας και της ηθικής σήψης». Εκτιμώ, λοιπόν, ότι η αναζωογόνηση της μιντιακής κοινής γνώμης, με αφορμή την πρόσφατη σοδειά σκανδάλων, δεν προοιωνίζεται την αφύπνιση του πολιτικού ενδιαφέροντος, στο βαθμό που η προσοχή της προσανατολίζεται όχι στα ουσιαστικά πολιτικά διακυβεύματα αλλά στις ατομικές συμπεριφορές και ενίοτε στην ιδιωτική ζωή των δημόσιων προσώπων. Αντίθετα αυτό το κλίμα τροφοδοτεί την δυναμική συνωμοσιολογικών και ανορθολογικών ρευμάτων που αμφισβητούν τους δημοκρατικούς θεσμούς και τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις προετοιμάζοντας ενδεχομένως το έδαφος για την νομιμοποίηση σωτηρολογικών μύθων και την εφαρμογή αυταρχικών λύσεων.

 

Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που, όπως ήταν αναμενόμενο, λόγω της πανδημίας, κυριαρχεί. Προς ποια κατεύθυνση φαίνεται να βαδίζει η κοινωνία;

Νομίζω ότι ο φόβος είναι η λέξη κλειδί για να ερμηνεύσουμε τις αμήχανες στάσεις και τις χλιαρές αντιστάσεις σε ένα εφιαλτικό σχέδιο κοινωνικής πειθάρχησης. Ένας φόβος που έχει διαποτίσει το κοινωνικό σώμα. Την εμπειρία αυτή βιώνω προσωπικά και δυσκολεύομαι να την επεξεργαστώ. Είμαι παιδί της Μεταπολίτευσης και «έφηβος της Αλλαγής». Κοινωνικοποιήθηκα σε ένα περιβάλλον όπου δικαιολογούσε τη βεβαιότητα ότι όταν μας χτυπούσαν ξημερώματα την πόρτα είμαστε σίγουροι ότι ήταν ο γαλατάς. Το φάντασμα του διαβόητου κράτους της Δεξιάς, απωθημένο στο «χρονοντούλαπο της Ιστορίας», υπενθύμιζε στη γενιά μου τη σημασία της Δημοκρατίας. Αντίθετα με τους γονείς μας εμείς μπορούσαμε να σκεφτόμαστε φωναχτά, να διατυπώνουμε δημόσια την αντίθεσή μας στις κυρίαρχες επιλογές, να ζούμε ελεύθερα και διαφορετικά.

Για πρώτη φορά συλλαμβάνω τον εαυτό μου να σαστίζει μπροστά στις ενδεχόμενες συνέπειες μιας λοξής ματιάς στον σιδηρόφρακτο και εριστικό αστυνομικό, μιας κριτικής δημοσίας παρέμβασης ακόμα και ενός σχολίου στο μάθημά μου. Ομολογώ ότι δεν φανταζόμουν ποτέ πως και η γενιά μου θα βίωνε στην ωριμότητά της, την δική της τραυματική εμπειρία μιας ακρωτηριασμένης δημοκρατίας. Όμως η πανουργία της Ιστορίας απεργάζεται τα δικά της σκοτεινά σενάρια.

Αυτό που μου προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία είναι η απουσία αντίδρασης. Στην πολιτική σκηνή η αντιπολίτευση αναλώνεται σε επικοινωνιακές πιρουέτες ενώ δεν παραλείπει, με κάθε ευκαιρία, να ανανεώνει τα διαπιστευτήρια πολιτικού κομφορμισμού. Η κοινωνία παραμένει εγκλωβισμένη και αδρανής, όταν δεν επιδοκιμάζει τις αυταρχικές διευθετήσεις.

 

Πιστεύεις ότι η κατάσταση που περιγράφεις είναι αναστρέψιμη; Πώς;

Δεν είμαι αισιόδοξος, αρνούμαι όμως να συμφιλιωθώ με την διαρκή αίσθηση αδυναμίας και παραίτησης. Τι πρέπει και τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν. Εκτιμώ ότι σε αυτές τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαίο να συγκροτηθεί ένα πλατύ μέτωπο σε όλους τους κοινωνικούς χώρους και σε όλους τους θεσμικούς τόπους. Αυτό προϋποθέτει την υπέρβαση δικαιολογημένων αλλά και παράλογων πολλές φορές καχυποψιών και στερεότυπων που κατακερματίζουν τις περιορισμένες δυνάμεις μας και μας στερούν δυνητικούς συμμάχους. Όταν διακυβεύονται θεμελιακές αξίες και δικαιώματα είναι επιβεβλημένες οι ευρύτερες δυνατές συμμαχίες σε μια ελάχιστη κοινή αξιακή βάση. Είναι επίσης αναγκαίες οι οριζόντιες διασυνδέσεις και ο συντονισμός της δράσης των διάσπαρτων εστιών αντίστασης. Κυρίως όμως οφείλουμε να αναθεωρήσουμε τις κλασικές αλλά ανεδαφικές πλέον μορφές συλλογικής παρέμβασης. Να γίνουμε επινοητικοί ως προς τα ρεπερτόρια και τα μέσα δράσης. Ο στείρος καταγγελτικός λόγος και ο ακτιβιστικός βολονταρισμός έχουν εξαντλήσει προ καιρού την δυναμική τους και την αντοχή όλων μας.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για να ανακτήσουμε τον ζωτικό μας χώρο και να μετατρέψουμε τους τόπους που δουλεύουμε και ζούμε από νεκρές και επιτηρούμενες ζώνες αγοραίων συναλλαγών και ωφελιμοθηρικών συναναστροφών σε βιωμένους χώρους εμπρόσωπης κοινωνικότητας, αμοιβαίου σεβασμού και αλληλεγγύης.

Θέλω να πιστεύω ότι σύντομα, όταν θα επιστρέψουμε σε ένα πιο ομαλό καθημερινό βίο, θα έχουμε τη δυνατότητα να συναντηθούμε ξανά για να συντονίσουμε το βηματισμό μας. Είναι εξάλλου ενθαρρυντικό ότι σε συνθήκες απομόνωσης και φόβου ήδη διαμορφώνονται νησίδες αντίστασης του κριτικού λόγου, που αμφισβητούν έμπρακτα τη βαναυσότητα του ανορθολογισμού. Το παράδειγμα πανεπιστημιακών αρχών, συνάδελφων και φοιτητών, με διαφορετικούς ιδεολογικοπολιτικούς προσανατολισμούς, που όρθωσαν το ανάστημά τους, σε δύσκολους καιρούς, για να υπερασπιστούν αναστοχαστικά και νηφάλια τα αυτονόητα δείχνει ότι μπορούμε να προκαλέσουμε ρωγμές στο ζόφο.

 

Ιδεολογικά έχει μετατοπιστεί, πιστεύεις, η ΝΔ; Το αυταρχικό κράτος που διαμορφώνει, είναι για να ικανοποιήσει την ακροδεξιά πτέρυγα, που έχει διαλυθεί, μετά και την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ή είναι τελικά το σημερινό της πρόσωπο;

Το τελευταίο διάστημα πυκνώνουν, πράγματι, επικίνδυνα τα κρούσματα του αυταρχισμού. Απρόκλητη και βίαια αστυνομική επέμβαση στα πανεπιστήμια και στις δημόσιες συναθροίσεις, ένταση της αστυνόμευσης με το πρόσχημα της τήρησης των υγειονομικών μέτρων, πρωτοφανή φαινόμενα λογοκρισίας, απροσχημάτιστη παρέμβαση και φορτική πίεση της υπουργού παιδείας στις πρυτανικές αρχές και εσχάτως η εκδικητική μεταχείριση του Δ. Κουφοντίνα. Όλα αυτά αποτελούν ψηφίδες ενός σχεδίου που αμφισβητεί και κατεδαφίζει βίαια τις φιλελεύθερες, δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στις θεσμικές και πολιτικές διευθετήσεις, στις οποιες είχε συμβάλει αποφασιστικά και θετικά η Ν.Δ.

Στην εκπόνηση και εφαρμογή αυτού του σχεδίου πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η σκληρή πτέρυγα της Δεξιάς που δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με την μεταπολίτευση και την απώλεια του μονοπωλίου της ιδεολογικής και πολιτικής κυριαρχίας. Αναφέρομαι στο πολιτικό προσωπικό, στο διοικητικό επιτελείο και στους οργανικούς διανοούμενους που, σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας, λαθροβιούσαν σε περιθωριακούς και θνησιγενείς σχηματισμούς της ακροδεξιάς και λάνθαναν στα υπόγεια της παράταξης και στα στεγανά του κράτους. Αυτή η Δεξιά βίωσε τον δημοκρατικό και φιλελεύθερο συμβιβασμό της μεταπολίτευσής ως τη δική της Βάρκιζα και χρέωσε την συνθηκολόγηση στον Κ. Καραμανλή. Οι επίγονοί της σαράντα χρόνια μετά αναδυθήκαν από τα υπόγεια της γαλάζιας πολυκατοικίας, ανέλαβαν την συνδιαχείρισή της και εγκαταστάθηκαν στο ρετιρέ συμβιώνοντας αρμονικά με ευπρεπείς παλαιούς και νεόκοπους δεξιούς.

Θα έλεγα λοιπόν ότι στη πραγματικότητα η ιθύνουσα ομάδα της κυβερνώσας παράταξης, που συναθροίζει ιδεολόγους της ακροδεξιάς, ακτιβιστές του νεοφιλελεύθερου φονταμενταλισμού, κρατικοδίαιτους διανοούμενους και κυνικούς τεχνοκράτες σχεδιάζει μεθοδικά τη ρεβάνς από την Ν.Δ του Κωνσταντίνου Καραμανλή και των καταπιστευματοδόχων του.

Από την άποψη αυτή πράγματι εξελίσσεται καιρό τώρα μια ριζική ιδεολογική και πολιτική μετατόπιση της μεταπολιτευτικής Δεξιάς. Το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη ξαναγράφει την ιστορία της Ν.Δ, μέσα από το αφήγημα της Εθνικής Παράταξης και φιλοτεχνεί συστηματικά τη νέα μεταπολίτευση με αναπαλαιωμένα υλικά του μετεμφυλιακού συστήματα πολιτικής κυριαρχίας. Δεν είναι τυχαίο ότι επιφανή στελέχη της κυβέρνησης, απενοχοποιημένα από το στίγμα της καχεκτικής δημοκρατίας και το άγος της δικτατορίας, διεκδικούν ανοιχτά την σχολάζουσα κληρονομιά της μετεμφυλιακής Δεξιάς.

Συμμερίζομαι την ανησυχία σου ότι στα απόνερα αυτής της ιδεολογικής μετάλλαξης ολισθαίνουμε με φρενήρη ταχύτητα από το φιλελεύθερο κράτος δικαίου σε ένα ιδιότυπο αυταρχικό κράτος του νόμου. Ο μεγαλύτερος φόβος μου όμως είναι ότι ενδεχομένως η κυβερνώσα ομάδα προετοιμάζει το επόμενο επικίνδυνο βήμα προσφεύγοντας στη στρατηγική της έντασης. Αξιοποιώντας ή και κατασκευάζοντας συγκρούσεις στα θερμά μέτωπα που η ίδια άνοιξε είναι πολύ πιθανό να εγκαταστήσει ένα διαρκή και πανταχού παρόντα μηχανισμό καταστολής και επιτήρησης. Σε αυτή την περίπτωση, η απόσταση μέχρι το αστυνομικό κράτος δεν είναι μεγάλη. Τα ανησυχητικό σε μια τέτοια εξέλιξη είναι ότι η κυβέρνηση έχει οικοδομήσει πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες και οργανωτικές εφεδρείας που είναι έτοιμες να συνδράμουν το έργο της. Από την άποψη αυτή θα συμφωνήσω ότι η κυβερνητική πολιτική έχει καταφέρει να παλιννοστήσει την υπερσυντηρητική κοινωνική βάση της Δεξιάς, που είχε μεταναστεύσει επι μακρόν σε όμορους ακροδεξιούς σχηματισμούς. Πρόκειται για μια επανασυσπείρωση στρατηγικού χαρακτήρα βασισμένη σε αυταρχικές και πολεμογενείς ιδεολογικές εγκλήσεις. Και αυτή η στρατηγική που ερεθίζει το θυμό, την απογοήτευση και τον φόβο θεωρώ ότι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των εμπνευστών της, εγκυμονεί τον ορατό κίνδυνο εκτεταμένων και ανεξέλεγκτων κοινωνικών συγκρούσεων.

 

Γιατί η κυβέρνηση επιδεικνύει τόσο άτεγκτη στάση στην απεργία πείνας του Κουφοντίνα; Μοιάζει σαν να αδιαφορεί στις ενδεχόμενες αντιδράσεις, αλλά και να έχει σταθμίσει την αντίδραση του διεθνούς παράγοντα. Οι χειρισμοί της, θεωρείς, αλλοιώνουν την ταυτότητας της Ελλάδας ως κράτος δικαίου;

Οι χειρισμοί της κυβέρνησης και οι πρακτικές των μηχανισμών που την επικουρούν είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της επεξεργασμένης ιδεολογικής και πολιτικής στρατηγικής, που σχολίασα προηγουμένως, με αιχμές την εξουθένωση του αντιπάλου και τη σιωπηρή αναστολή των δικαιοκρατικών εγγυήσεων. Ταυτόχρονα, η περίπτωση Κουφοντίνα προσφέρεται προνομιακά για να απαξιωθούν αναδρομικά τα θεσμικά και πολιτικά κεκτημένα της μεταπολίτευσης. Μέσα από αυθαίρετες και ανιστόρητες εξισώσεις και αναγωγές η μεταπολίτευση ταυτίζεται με την τυφλή πολιτική βία και ξοδιάζετε με αφορισμούς και κατάρες στο κοιμητήριο της Ιστορίας. Αν και αντιλαμβάνομαι απολύτως τα κίνητρα της κυβέρνησης, εντούτοις ο κυνισμός και η ωμότητά της με σοκάρουν. Προκειμένου να εξυπηρετήσει το σχέδιό της θέτει σε ακραία διακινδύνευση την ανθρώπινη ζωή, που αποτελεί τη θεμελιώδη αξία του νομικοπολιτικού μας πολιτισμού. Όταν όμως το οργανωμένο κράτος απαξιώνει το υπέρτατο αγαθό, που το ίδιο δεσμεύτηκε να προστατεύει ανεπιφύλακτα, όταν εργαλειοποιεί την νομιμότητα για να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες, αναρωτιέμαι σε τι διαφέρει από τον αυτόκλητο τιμωρό που δέσμιος των δικών του ιδεολογικών εμμονών και επιδιώξεων αφαιρούσε κατά το δοκούν ανθρώπινες ζωές.

Ατυχώς για όσους δυσφορούν με τους περιορισμούς της δημοκρατικής νομιμότητας το «ενοχλητικό» Σύνταγμα της μεταπολίτευσης παραμένει ακόμη σε ισχύ υπενθυμίζοντας επίμονα τη συμβολική και κανονιστική του σημασία. Το Σύνταγμα αυτό, που έχει το αποτύπωμα της ξεθωριασμένης πλέον φιλελεύθερης και δημοκρατικής παράδοσης της ΝΔ, αναγνωρίζει πανηγυρικά ως θεμέλιο της δημοκρατικής πολιτείας το σεβασμό και την προστασία της ζωής και της αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων χωρίς διακρίσεις και επιφυλάξεις. Μπορεί οι επιλογές της κυβέρνησης να φλερτάρουν επικίνδυνα με τις πρακτικές αστυνομικού κράτους αποτελούν, ωστόσο ακραίο σύμπτωμα μιας συνολικότερης αντιδημοκρατικής και αντιφιλελεύθερης διολίσθησης σε πλανητική κλίμακα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της νέας αυταρχικής νομιμότητας που εκπορεύεται από εθνικά και υπερεθνικά κέντρα αποτελούν η «πατριωτική νομοθεσία» στις ΗΠΑ, η απόφαση πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και κυρίως το Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση του εξτρεμισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι, με αφορμή το έντονο ενδιαφέρον του ηλεκτρονικού τύπου και των social media για την υπόθεση Κουφοντίνα, το διεθνές οικονομικό, τεχνοκρατικό και πολιτικό σύμπλεγμα που ελέγχει τη ροή της πληροφορίας σε συνεργασία ενδεχομένως με εγχώρια κέντρα επιδόθηκε σε μια πρωτοφανή λογοκρισία ηλεκτρονικών σελίδων αναρτήσεων και υλικού πολιτών και καθόλα νόμιμων πολιτικών οργανώσεων.

 

Ο Ευθύμης Παπαβλασόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του πανεπιστημίου Κρήτης.

Πηγή: Η Εποχή