Συνεντεύξεις

Ανδρέας Ξανθός: Η κουλτούρα καταστολής δεν παράγει συνειδητή συμμόρφωση

Αυτήν την εβδομάδα κλείσαμε ένα χρόνο πανδημίας, ένα χρόνο κυβερνητικών επιλογών που δεν έχουν περιορίσει τη διασπορά του κορονοϊού στη χώρα μας, παρότι η διεθνής επιστημονική συνέργεια παρήγαγε εμβόλια ασφαλή και αποτελεσματικά πολύ γρήγορα. Ένα χρόνο κυβερνητικών επιλογών που δεν έχουν ενδυναμώσει το ΕΣΥ, που δεν έχουν καταφέρει να κερδηθεί το κεντρικό στοίχημα να φροντίσουμε τους ασθενείς με Covid-19 παράλληλα με την κάλυψη όλων των άλλων υγειονομικών αναγκών των πολιτών.

Αυτήν την εβδομάδα ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία παρουσίασε το πρόγραμμά του για το ΕΣΥ, που ως βασικό στόχο έχει την εξάλειψη των ανισοτήτων στην υγεία, τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ μείωσε με μετρήσιμο τρόπο, την περίοδο που ήταν στην κυβέρνηση.

 

Να ξεκινήσουμε από την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η πανδημία στη χώρα μας. Για τρίτη φορά σε ένα χρόνο τα νοσοκομεία είναι στο κόκκινο και η αύξηση των κρουσμάτων παρουσιάζει μια εικόνα φαύλων κύκλων. Ποιες επιλογές που έγιναν ή δεν έγιναν έφεραν την κοινωνία στη θέση να αισθάνεται ότι οι θυσίες της δεν έπιασαν τόπο;

Πράγματι η κατάσταση είναι αδιέξοδη. Διολισθαίνουμε σε παρατεταμένα λοκντάουν, και μάλιστα με αυστηροποιήσεις κατά τόπους, χωρίς να υπάρχει αποτέλεσμα στο βασικό στόχο του περιορισμού της διασποράς του ιού και της ενίσχυσης της ανθεκτικότητας του ΕΣΥ. Και η διασπορά δεν ελέγχεται και το Δημόσιο Σύστημα Υγείας έχει υπερβεί τα όρια των αντοχών του. Ένας βασικός λόγος που εξηγεί αυτή την κατάσταση είναι ότι δεν έχει γίνει μια σοβαρή αποτίμηση των λαθών της προηγούμενης φάσης (του δεύτερου επιδημικού κύματος) και μια αναπροσαρμογή στρατηγικής ως προς την επιδημιολογική επιτήρηση, την ιχνηλάτηση και τη στοχευμένη πρόληψη των κρουσμάτων στην κοινότητα, εκεί που υπάρχουν οι γνωστές εστίες υπερμετάδοσης, δηλαδή οι χώροι εργασίας, τα εργοστάσια, τα πολυκαταστήματα, τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Εκεί δεν έχει γίνει καμία αποτρεπτική παρέμβαση, όπως δεν έχει γίνει και στα σχολεία, όπου και όσο λειτουργούσαν, με εκτεταμένα και επαναλαμβανόμενα τεστ. Δεν έχει γίνει συστηματική προληπτική παρέμβαση ούτε στις κλειστές δομές: γηροκομεία, προνοιακά ιδρύματα, προσφυγικά καμπ, στρατόπεδα, φυλακές. Όταν, λοιπόν, χάνεται ο έλεγχος πρωτογενώς στην κοινότητα, στο γενικό πληθυσμό και στις ευάλωτες ομάδες, η πίεση στα νοσοκομεία και στις ΜΕΘ δεν μπορεί να μετριαστεί.

 

Όμως όλα αυτά επισημαίνονται δημόσια και με μορφή εισηγήσεων προς την κυβέρνηση όλο το προηγούμενο διάστημα από επιστήμονες συναφών πεδίων. Γιατί δεν επιλέγονται από το κυβερνητικό επιτελείο αυτές οι παρεμβάσεις;

Ο κύριος λόγος είναι ότι η προσέγγιση που έχει επιλέξει η κυβέρνηση είναι πολύ νοσοκομειοκεντρική, με κεντρικό μέλημα της να εμφανίζει μια δήθεν πρόοδο στο πεδίο των ΜΕΘ. Όμως στην πραγματικότητα δεν αναπτύσσονται νέες κλίνες, αλλά μετατρέπονται προϋπάρχουσες κλίνες σε κρεβάτια που μπορούν να νοσηλεύσουν ασθενείς υπό συνθήκες εντατικής θεραπείας και μάλιστα με το υπάρχον προσωπικό, που καλείται να λειτουργήσει με τις πιο αυξημένες απαιτήσεις στελέχωσης των ΜΕΘ. Τη στιγμή που η διεθνής τάση και το ενδιαφέρον στρέφεται προς την προνοσοκομειακή διαχείριση της πανδημίας, στην Ελλάδα όλη η συζήτηση επιδιώκεται να περιστραφεί γύρω από το ποιος έχει αυξήσει τις ΜΕΘ παραπάνω. Αυτή είναι λάθος συζήτηση. Σε αυτή τη φάση αυτό που χρειάζεται είναι επικέντρωση στην κοινότητα και στην ΠΦΥ, να ενδυναμωθεί το ΕΣΥ καθώς και να αναλάβει ένα μέρος της φροντίδας ασθενών με Covid-19 ο ιδιωτικός τομέας και τα στρατιωτικά νοσοκομεία. Είναι σημαντική η πρόταση που έχουμε καταθέσει, να γίνει το «Ερρίκος Ντυνάν» αποκλειστικά νοσοκομείο αναφοράς Covid-19, ώστε να αποσυμπιεστούν τα δημόσια νοσοκομεία του Λεκανοπεδίου. Αυτή τη στιγμή, ο Ευαγγελισμός, το πιο εξειδικευμένο νοσοκομείο της χώρας, αδυνατεί να παρέχει επαρκείς υπηρεσίες για άλλα σοβαρά νοσήματα, καρδιοχειρουργικά, ογκολογικά, αιματολογικά.

 

Αυτό είναι ένα από τα πλέον βάναυσα πρόσωπα της διαχείρισης της πανδημίας, οι χρόνια, σοβαρά νοσούντες που στερούνται τη φροντίδα που δικαιούνται και που είναι κρίσιμη για τη ζωή τους.

Προφανώς. Το στοίχημα δεν ήταν μόνο να φροντίσουμε τους ασθενείς με Covid-19 και να βρεθούν κλίνες ΜΕΘ για τους διασωληνωμένους, αλλά να συνδυαστεί η ποιοτική φροντίδα των ασθενών με Covid-19 με την κάλυψη όλων των άλλων υγειονομικών αναγκών των πολιτών. Αυτό το στοίχημα χάθηκε οριστικά ήδη από το δεύτερο κύμα. Αλλά αυτό που είναι ακόμα πιο δυσοίωνο είναι ότι ούτε καν τίθεται έστω και τώρα. Δεν υπάρχει αυτή η αγωνία στο υπουργείο Υγείας. Ήδη υπάρχουν οι πρώτες καταγραφές και μελέτες που λένε ότι το 2020 σημειώθηκε αύξηση της υπερβάλλουσας θνησιμότητας, όχι μόνο λόγω της πανδημίας, αλλά και λόγω άλλων περιστατικών που δεν αντιμετωπίστηκαν έγκαιρα και αξιόπιστα. Αυτή η επιλογή συνιστά τελικά μια έμμεση ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας. Διότι όταν το ΕΣΥ δεν εξυπηρετεί μια μεγάλη γκάμα περιστατικών, τότε οι άνθρωποι αυτοί αναγκάζονται να αναζητούν περίθαλψη στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό είναι τραγικό σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Κάτι που επίσης δεν βλέπω να απασχολεί την κυβέρνηση. Εκτός και αν αυτό ακριβώς είναι το σχέδιο. Η πανδημία ως ευκαιρία να υλοποιηθεί ο πραγματικός πολιτικός στόχος: ένα ΕΣΥ που θα δίνει χώρο στην αγορά και στην ιδιωτική ασφάλιση υγείας.

 

Η κυβέρνηση έχει πολλάκις επικαλεστεί παραδείγματα άλλων χωρών για να αναδείξει ως καλύτερη δυνατή τη δική της επιλογή διαχείρισης. Υπάρχουν διαφορετικά παραδείγματα διαχείρισης με καλύτερα αποτελέσματα;

Στην Ευρώπη, που αποτελεί συγκρίσιμο πεδίο για εμάς, λιγότερο ή περισσότερο επιλέχθηκε παρόμοια κατεύθυνση με ανάλογα –συνήθως προβληματικά– αποτελέσματα. Όμως υπάρχουν ενδεικτικές διαφοροποιήσεις, όπως επισήμανε και ο Γρηγόρης Γεροτζιάφας στην εκδήλωση παρουσίασης του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για το ΕΣΥ. Στη Γαλλία πήραν υπόψη τους τα διδάγματα του πρώτου κύματος. Οργανώθηκαν καλύτερα σε επίπεδο πρωτοβάθμιας φροντίδας και προστασίας ευπαθών ομάδων ασθενών, δέσμευσαν τον ιδιωτικό τομέα για τη νοσηλεία του 30% των περιστατικών Covid-19 και αξιοποίησαν όλους τους γιατρούς του ιδιωτικού τομέα σε μια πανεθνική τηλεφωνική γραμμή εξυπηρέτησης για τους πολίτες που αναζητούσαν σχετικές συμβουλές. Έτσι κατάφεραν να έχουν καλύτερα αποτελέσματα. Η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: επαναπαύτηκε με το τέλος της πρώτης φάσης και δεν πήρε κανένα μέτρο εν όψει του δεύτερου και σφοδρότερου επιδημικού κύματος. Στο νέο μείγμα υγειονομικών μέτρων που προτείνουμε, η έμφαση δίνεται στην έγκαιρη διάγνωση, στην καλή επιδημιολογική επιτήρηση και δραστική αναχαίτιση της διασποράς του ιού.

 

Παράλληλα με τα αλλεπάλληλα λοκντάουν, η κυβέρνηση επιλέγει ένα αυταρχικό μοντέλο προληπτικής καταστολής που το κραδαίνει σε κάθε περίσταση και με πρόσχημα την πανδημία. Πού ανάγεται αυτή η συνδυαστική επιλογή;

Πρόκειται για δύο όψεις μιας προβληματικής διαχείρισης που την χαρακτηρίζει αφενός αδιαφάνεια, στην πρόσβαση στα επιδημιολογικά δεδομένα αλλά και στην πραγματική εκτίμηση κινδύνου και στην επικοινωνία του κινδύνου στην κοινωνία, ώστε να κατανοήσει ο πολίτης τη λογική και την αναγκαιότητα των περιοριστικών μέτρων. Αφετέρου χαρακτηρίζεται από μια λογική συγκεντρωτισμού και αυταρχισμού, που έδωσε ενεργό ρόλο στη διαχείριση της πανδημίας, όχι στις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας αλλά, σε υπηρεσίες Δημόσιας Τάξης όπως η Πολιτική Προστασία και η Αστυνομία. Ενώ παράλληλα απομείωσε το ρόλο του ΕΟΔΥ, των επαγγελματιών υγείας, των κατά τόπους Διευθύνσεων Δημόσιας Υγείας. Οι αναγκαίες δράσεις προστασίας της Δημόσιας Υγείας υποκαταστάθηκαν από μια κουλτούρα καταστολής, ελέγχων, απειλών και προστίμων. Όμως αυτή η διαχείριση δεν παράγει συναινέσεις και συνειδητή συμμόρφωση. Αντίθετα παράγει αμφισβήτηση που, σε συνδυασμό με την ανεπαρκέστατη στήριξη των πληττόμενων κλάδων, πυροδοτεί απονομιμοποίηση των μέτρων και άρνηση συμμόρφωσης.

 

Τα εμπόδια που συναντάει ο εμβολιασμός του πληθυσμού τι διδάγματα αναδεικνύουν για την παρασκευή και διάθεση των εμβολίων;

Το εμβόλιο αποτελεί κρίσιμη εξέλιξη στη διαχείριση της πανδημίας. Ενώ, λοιπόν, πολύ γρήγορα η διεθνής επιστημονική συνέργεια παρήγαγε εμβόλια ασφαλή και αποτελεσματικά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μειωμένη διαθεσιμότητά τους, εξαιτίας της εξάρτησής μας από την παραγωγική δυνατότητα των κατασκευαστριών εταιρειών που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στη διεθνή ζήτηση. Η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα είναι η αύξηση των διαθέσιμων δόσεων, που δεν θα προέλθει, όμως, από εταιρικές συμπράξεις, αλλά μέσα από την αμφισβήτηση του καθεστώτος προστασίας της πατέντας. Σε συνθήκη παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης δεν μπορεί να εξαρτάται η ταχύτητα ανοσοποίησης του πληθυσμού του πλανήτη από τα μπίζνες πλαν των εταιρειών. Αυτό είναι το κύριο ζήτημα το οποίο ανέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ευρωπαϊκή Αριστερά. Είμαστε περήφανοι που βάλαμε αυτήν την ατζέντα η οποία αποτελεί την απάντηση στον εθνικισμό των εμβολίων. Στους οικονομικούς, πολιτικούς και γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, η απάντηση είναι η παγκόσμια συνεργασία υπό δημόσια ομπρέλα, η εναλλακτική παγκοσμιοποίηση με προτάγματα τη δημόσια υγεία, την κοινωνική συνοχή και την αλληλεγγύη. Έτσι απαντώνται και τα ζητήματα που ανακύπτουν με την προτεραιοποίηση στον εμβολιασμό, με την ανασφάλεια των ευπαθών ομάδων, αλλά έτσι θα εκλείψουν και οι χυδαίες πελατειακές παρακάμψεις της σειράς εμβολιασμού. Η ελληνική κυβέρνηση, αντί να στραφεί σε αυτήν την κατεύθυνση, προωθεί τα συμφέροντα της αγοράς, των αεροπορικών εταιρειών και των τουρ οπερέιτορ που ζητούν χρήση πιστοποιητικού εμβολιασμού.

 

Τι ζητήματα, υγειονομικά και δικαιωματικά, βάζει τυχόν θέσπιση πιστοποιητικού εμβολιασμού;

Η προώθηση αυτού του αιτήματος από την ελληνική κυβέρνηση απομακρύνεται από το πρόταγμα για ενιαίο πανευρωπαϊκό υγειονομικό πρωτόκολλο για τις μετακινήσεις από και προς την Ευρώπη. Το μοντέλο των διαφοροποιημένων επιλογών κάθε χώρας δοκιμάστηκε πέρυσι και το πληρώσαμε. Η Ευρώπη έμεινε έρμαιο αντιτιθέμενων συμφερόντων στους κόλπους της και δεν επέδειξε έγκαιρα την απαιτούμενη ωριμότητα. Στο πλαίσιο, λοιπόν, ενός ενιαίου υγειονομικού πρωτοκόλλου που θα περιλαμβάνει την καθολική απαίτηση αρνητικού τεστ και όχι δειγματοληπτικών ελέγχων τεστ στις πύλες εισόδου, θα μπορούσε να συνεκτιμηθεί και ο εμβολιασμός. Λαμβάνοντας όμως υπόψη, πρώτον, το κομβικής σημασίας γεγονός ότι δεν έχει αποδειχθεί πως οι εμβολιασμένοι δεν μεταδίδουν. Αποτελεί δομικό λάθος να θεωρούμε ότι αυτός που είναι εμβολιασμένος παίρνει διαβατήριο ελευθερίας μετακινήσεων. Δεύτερον, υπάρχει μείζον ζήτημα διάκρισης: σε μια φάση που δεν έχει εμβολιαστεί ούτε το 10% του πληθυσμού της χώρας μας, η ροή εμβολιασμών είναι αργή και αναγκαστικά μπαίνει μια προτεραιοποίηση, δεν είναι δυνατόν αυτός ο οποίος έχει αποδεχθεί για λόγους αλληλεγγύης να δώσει τη σειρά του σε ευπαθείς ομάδες, να υφίσταται διπλή διάκριση στερούμενος και δικαιώματα που έχει ο εμβολιασμένος. Είναι γνωστό ότι αντιδρά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε αυτό, ενώ η ΕΕ φαίνεται να προκρίνει ένα ψηφιοποιημένο πιστοποιητικό που θα αποτυπώνει και τον εμβολιασμό και τον πρόσφατο εργαστηριακό έλεγχο για Covid-19, που δεν θα αποτελεί όμως βάση διακριτικής μεταχείρισης ευρωπαίων πολιτών.

 

Ποια είναι η βασική ιδέα που διαπνέει το πρόγραμμα για το ΕΣΥ που παρουσίασε την περασμένη Τρίτη ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία;

Η παρουσίαση έγινε με τη μορφή ανοικτού δημόσιου διαλόγου και όχι στενά κομματικής συζήτησης, διότι το ζήτημα της υγείας έχει ανέβει στην ατζέντα της κοινωνίας και αυτό που θέλει ο πολίτης είναι να πειστεί ότι το σχέδιο μας δεν διακατέχεται από ιδεοληψίες και αγκυλώσεις, αλλά παίρνει υπόψη τι ισχύει σε άλλες χώρες αλλά και τις δικές μας ανάγκες, τι λένε οι υγειονομικοί, οι ασθενείς, οι λήπτες των υπηρεσιών υγείας. Η ευρύτατη αναγνώριση της αξίας του δημόσιου συστήματος υγείας δεν ήταν δεδομένη προ πανδημίας. Ταυτόχρονα, η πανδημία έχει αναδείξει και διαχρονικές ανεπάρκειες αλλά και νέες ανάγκες. Συνεπώς η βασική ιδέα του προγράμματος είναι ότι, για να υπάρξει παρακαταθήκη από την πανδημία, πρέπει να δρομολογηθεί μια σε βάθος χρόνου επένδυση στο ΕΣΥ με επιπλέον πόρους και νέο φάσμα υπηρεσιών ποιοτικής φροντίδας. Για να μπορέσουν να καλυφθούν οι διαχρονικές ανεπάρκειες, όπως ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού, αλλά και οι νέες ανάγκες, όπως κατ’ οίκον παρακολούθηση, μετανοσοκομειακή φροντίδα, γηριατρική, ιατρική της εργασίας, περιβαλλοντική υγιεινή, κοινοτικές υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Με παράλληλη αναβάθμιση των αποδοχών του ανθρώπινου δυναμικού, ένταξή του στα βαρέα και ανθυγιεινά, πολυετές πλάνο μόνιμων προσλήψεων, θέσπιση ειδικών κινήτρων για να αναστραφεί το brain drain, μέριμνα για τις άγονες-νησιωτικές περιοχές.

Επίσης κομβική ιδέα είναι η αναδιοργάνωση της Δημόσιας Υγείας, δηλαδή η διασφάλιση της υγείας σε επίπεδο πληθυσμού, που είναι τελείως διακριτό ζήτημα από τις υπηρεσίες περίθαλψης που προσφέρει το ΕΣΥ. Δεν χρειαζόμαστε μόνο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, αλλά και γιατρούς εργασίας, επόπτες υγείας, επισκέπτες υγείας , επιδημιολόγους, γιατρούς κοινωνικής ιατρικής, νέες ειδικότητες επαγγελματιών υγείας στις οποίες πρέπει να επενδύσουμε. Οι πόροι που απαιτούνται για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα προκύψουν από συνέργεια του κρατικού προϋπολογισμού, της κοινωνικής ασφάλισης και των ευρωπαϊκών ταμείων, και ιδιαίτερα του Ταμείου Ανάκαμψης.

 

Κλείνοντας την εκδήλωση της Τρίτης αναφέρθηκες στη σημασία της εξάλειψης των ανισοτήτων. Με ποιο τρόπο;

Ο πυρήνας ενός αριστερού και προοδευτικού προγράμματος πρέπει να είναι η εξάλειψη των ανισοτήτων στην υγεία. Στην Ελλάδα, την περίοδο της κρίσης σημειώθηκε έκρηξη των ανισοτήτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ με τις παρεμβάσεις του για τους ανασφάλιστους και για την ενδυνάμωση του ΕΣΥ μείωσε τις ανισότητες με μετρήσιμο τρόπο, ρίχνοντας κατά τέσσερις μονάδες τον δείκτη των ανικανοποίητων αναγκών, τον πιο ευαίσθητο δείκτη ανισότητας. Αυτός ο δείκτης ήταν πριν το 2009 στο 4% περίπου, πήγε στην αιχμή της κρίσης, το 2014-2015, στο 14,4% και μέσα σε δύο χρόνια, μεταξύ 2016-2018, μειώθηκε κατά τέσσερις μονάδες. Σήμερα παραμένει στο 10%, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι στο 2%. Για το στόχο της ισότητας στην Υγεία απαιτείται ένα νέο ΕΣΥ που θα καλύπτει περισσότερες ανάγκες με δωρεάν, ισότιμο και ποιοτικό τρόπο, μειώνοντας παράλληλα το κόστος χρόνου και χρήματος των πολιτών. Με άλλα λόγια, απαιτείται διεύρυνση του δημόσιου χώρου στην υγεία.

Πηγή: Η Εποχή