ΣΥΡΙΖΑ

Εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις

Στο φόντο της διχασμένης Ευρώπης

Η σύνοδος κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες ανέδειξε, με μεγαλύτερη ακόμη έμφαση αυτή τη φορά, το βαθύτατο διχασμό ή σωστότερα τους διχασμούς της σε δύο κεντρικά προβλήματα που απασχολούν τους λαούς της, το κοινωνικό ζήτημα και το προσφυγικό, καθώς εκφράστηκαν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις· δεν πάρθηκαν αποφάσεις. Ο έλληνας πρωθυπουργός και στα δύο ζητήματα, σίγουρα, βρέθηκε για άλλη μια φορά μπροστά στη σκληρή αλήθεια ότι η ΕΕ όλο και περισσότερο απομακρύνεται από την αρχή της αλληλεγγύης, οδεύοντας σε μια παραλυτική κατάσταση που σωρεύει δεινά στους πληθυσμούς της.

Βόμβα στα θεμέλια

Ο Αλέξης Τσίπρας δεν απέρριψε απλώς την απαράδεκτη, όπως τη χαρακτήρισε, επιστολή Τουσκ, που ζητούσε την αναίρεση της υποχρέωσης των μετεγκαταστάσεων, αλλά προχώρησε παραπέρα, θεωρώντας την «βόμβα στα θεμέλια της λειτουργίας της ΕΕ», διότι όσοι δεν τηρούν τις υποχρεώσεις για το προσφυγικό «επιβάλλουν την αλλαγή στον τρόπο σκέψης, συζήτησης και αποφάσεων, που εδώ και πολλά χρόνια έχει καθιερώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και αποτελεί και καταστατική της αρχή». Και για άλλη μια φορά τόνισε ότι δεν μπορεί η Ευρώπη με τους θεσμούς της, η αλληλεγγύη, να είναι αλά καρτ. Έτσι, «αμφισβητείται συνολικά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα», πρόσθεσε. Και υπενθύμισε ότι αντίθετα εξαναγκάστηκε η Ελλάδα σε μια πολιτική λιτότητας, λανθασμένη, για να σωθούν οι τράπεζες των δανειστών. Δηλαδή έζησε μια εξαναγκαστική μορφή «αλληλεγγύης».

Υπερβολικό κοινωνικό έλλειμμα

Δεν είχε, όμως, πολύ καλύτερη τύχη ούτε το θέμα του «κοινωνικού πυλώνα» ή σωστότερα της εφαρμογής του ως αναγκαίου θεσμού, που θα πρέπει να περιλαμβάνει «δεσμευτικούς κοινωνικούς στόχους για να εξισορροπήσει το δημοσιονομικό σύμφωνο». Και εδώ οι διαφωνίες οδήγησαν στις μη αποφάσεις, στην παράλυση: «Η σημερινή Ευρώπη έχει υπερβολικό κοινωνικό έλλειμμα το οποίο δεν αντιμετωπίζει επαρκώς», δήλωσε ο πρωθυπουργός στη διάρκεια της συνέντευξης και πρόσθεσε «Δεν μπορούμε να ανακοινώνουμε μέτρα, όπως, για παράδειγμα, τον κοινωνικό πυλώνα, χωρίς να φροντίζουμε, ώστε αυτά τα μέτρα να εφαρμοστούν. Δεν μπορεί με διάφορα προσχήματα και αναδιαρρυθμίσεις διακοσμητικού χαρακτήρα, να βρισκόμαστε διαρκώς στο ίδιο σημείο, να μην αλλάζει τίποτε ουσιαστικά στο κρίσιμο θέμα της κοινωνικής σύγκλισης», τόνισε ο πρωθυπουργός. Και πρόσθεσε: «η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε πρωτοβουλία για την κοινωνική Ευρώπη και τη αξιοποίηση ενός πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων. Χωρίς δεσμευτικούς στόχους δεν μπορούν να γίνουν σημαντικά βήματα κοινωνικής στήριξης.»

Δύο ευνοϊκά πεδία

Αλλά ας επανέλθουμε στην εσωτερική πολιτική σκηνή, καθώς πυκνώνουν οι εξελίξεις και μπορεί να μην μειώνουν τα προβλήματα και τις ευκαιρίες για οξείες αντιπαραθέσεις των πολιτικών κομμάτων, όμως, παραδόξως ίσως, μειώνουν την –υπάρχουσα πάντα– πολιτική ρευστότητα. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως, έχει να παρουσιάσει δύο στοιχεία που δεν είναι απλώς θετικά γι’ αυτήν, αλλά την ενισχύουν σε πεδία που είναι εξαιρετικά ευάλωτη. Σ’ αυτά, εξάλλου, δίνεται και η κεντρική μάχη με την Νέα Δημοκρατία, με τη συντηρητική παράταξη ευρύτερα. Το ένα είναι τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων και το άλλο είναι η πορεία των επιτοκίων των ομολόγων.
Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις αρχής γενομένης από τον Ιούνιο –η τελευταία είναι της MRB– καταγράφουν μια μικρή, αλλά σταθερή, μείωση της ψαλίδας μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Μαζί με μερικούς άλλους ποιοτικούς δείκτες, όπως η παράσταση νίκης, η επιθυμία προσφυγής σε κάλπες κ.τ.λ., οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτό ως τάση θα συνεχισθεί και ότι η μάχη των εκλογών, όποτε γίνουν, δεν έχει καθόλου κριθεί. Η νέα –τέλος πάντων– πολιτική δύναμη, το Κίνημα Αλλαγής, παρά τους τόνους προπαγάνδας του φιλικού Τύπου, δεν κατάφερε να ξεπεράσει, σχεδόν, το άθροισμα των γεννητόρων του –ΔΗΣΥ και Ποτάμι– στις τελευταίες εκλογές καθώς συγκέντρωσαν 10,38%.
Αν τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων αφορούν τις διαθέσεις και τις εκτιμήσεις των πολιτών, η πορεία των επιτοκίων εκφράζει τις εκτιμήσεις των λεγόμενων αγορών, δηλαδή όσων θέλουν να επενδύσουν τα χρήματα τους, επιλέγοντας χώρες με υψηλά επιτόκια, αλλά και όσο είναι δυνατόν καθαρή προοπτική, χωρίς κίνδυνο. Η μείωση των επιτοκίων για το δεκαετές ομόλογο κάτω του 4% (3,9%), που είναι ιστορικό χαμηλό για τις αρχές του 2006, και το πενταετές 3,2%, όταν η Κομισιόν προέβλεπε ότι το πενταετές τον Αύγουστο του 2018 θα είναι 3,75%, είναι ένα θετικό βήμα. Θετικό με την έννοια ότι προβλέπονται σταθερές πολιτικές εξελίξεις και κυρίως σίγουρη, όχι χωρίς σκαμπανεβάσματα, διαδρομή προς το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο και περίοδο μετά απ’ αυτό λίγο ως πολύ «κανονική» και προσδιορισμένη.

Αντιπολίτευση υπό πίεση

Οι εξελίξεις αυτές, επιβάλλουν, κυρίως στη ΝΔ να ξαναδεί τη συνολική τακτική της, το είδος της αντιπαράθεσης της με την κυβέρνηση τους επόμενους περίπου μήνες 20 μήνες. Στο συνέδριο που γίνεται ήδη αυτό το Σαββατοκύριακο θα δούμε την τελική ισορροπία στη γραμμή, πέρα από την επικοινωνιακή πλευρά με πρώην πρωθυπουργούς στην πρώτη σειρά και άλλα παρόμοια. Και ως τώρα η ΝΔ δεν μας έχει προϊδεάσει ότι θα το καταφέρει. Ή αν τα καταφέρει, να κρύψει το νεοφιλελεύθερο προφίλ της. Σε μια τελευταία του συνέντευξη, ο κ. Μητσοτάκης διαβεβαίωνε ότι το σχέδιο της ΝΔ έχει στο «επίκεντρο τον πολίτη και ειδικά τους αδύναμους Έλληνες και τη μεσαία τάξη». Μια γεύση, με φανερές αποκρύψεις, δίνει με την εξής διατύπωση: «Θεωρώ ότι αν εμείς παρουσιάσουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο με μείωση φόρων, μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στην οικονομία, ταχύτερες και περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, θα καταλάβουν όλοι ότι η χώρα έχει μια αξιόπιστη και αποφασισμένη κυβέρνηση».
Πόσο, όμως, αξιόπιστη; Κατά την παράδοση του Ζαππείου υποστήριξε τα εξής ο κ. Μητσοτάκης: «Οι φόροι θα μειωθούν και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτη δέσμευσή μου ανεξαρτήτως της αποδοχής του αιτήματος της επόμενης κυβέρνησης να μειωθούν τα πλεονάσματα που έχει συμφωνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό θα γίνει γιατί είναι στρατηγική επιλογή της Νέας Δημοκρατίας και βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας.»

Ζητείται σοβαρός σχεδιασμός

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι είναι πολύ εύκολο το έργο της κυβέρνησης. Κάθε άλλο. Ο δρόμος ως τον Αύγουστο, εν μέσω δίκαιων αντιδράσεων, όπως είδαμε προχθές με την απεργία της ΓΣΕΕ, είναι κακοτράχαλος και το «μετά» θέλει πολύ σοβαρό σχεδιασμό που δεν έχει ως τώρα αποδείξει ότι μπορεί να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, η περιγραφή του σχεδιασμού υπάρχει. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, τον περιγράφει ως εξής «Στις συνθήκες που διαμορφώνονται, προτεραιότητα τώρα αποκτά ο σχεδιασμός της μεταμνημονιακής Ελλάδας και η δημιουργία των προϋποθέσεων για ένα νέο υπόδειγμα βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης, χωρίς τις παθογένειες και τα λάθη του παρελθόντος».
Τους επόμενους πολύ λίγους μήνες θα αποδειχθεί η αλήθεια αυτής της υπόσχεσης. Αλλά ως τότε τα στελέχη της κυβέρνησης έχουν αποδείξει ότι μπορεί να αφήνουν το γάμο και να πηγαίνουν για πουρνάρια. Τελευταίο παράδειγμα ο υπουργός Εξωτερικών που χάρισε ανέλπιστο πρώτο θέμα στα κανάλια, εναντίον της κυβέρνησης, την επαύριον μιας πολύ κρίσιμης και επιτυχημένης συνάντησης με τον Ερντογάν, αναζητώντας το πώς ο τούρκος πρόεδρος και γιατί έδωσε συνέντευξη σ’ ένα ιδιωτικό κανάλι!

 

Ένα άκομψο αστείο του Ντράγκι που θα βγάλει τίτλους;

Το ότι ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) δεν προχωρά στην ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης το δικαιολογεί πάντοτε με βάση τη στάση των υπολοίπων θεσμών έναντι του ελληνικού ζητήματος· είναι γνωστό. Σε ένα βαθμό είναι λογικό, δηλαδή στηρίζεται αυστηρά στο θεσμικό της ρόλο. Φυσικά, δεν προστατεύει πάντοτε την ΕΚΤ η αυστηρότητά του, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος. Στο προϋπολογισμό της π.χ, μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, υπάρχουν ομόλογα της κατηγορίας «σκουπίδια» (junk bonds) λόγω άστοχων αγορών.
Προχθές, όμως, μετά την καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου, ο κ. Μ. Ντράγκι, αφού επαίνεσε τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας κ.τ.λ., όταν ρωτήθηκε αν η Ελλάδα χρειαστεί ένα τέταρτο πρόγραμμα, απάντησε με πολύ προβληματικό, εντελώς αψυχολόγητο τρόπο. «Αν η ελληνική οικονομία έχει αδυναμίες που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με ένα πρόγραμμα, αυτό είναι στο δικό τους χέρι να αποφασίσουν» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Προχώρησε, μάλιστα, παρά την αισθητή μείωση των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων, σε μια διάλεξη περί ρευστότητας σε συνθήκες νεοφιλελεύθερου, δηλαδή αχαλίνωτου, καπιταλισμού. Σημείωσε ότι η ρευστότητα μιας οικονομίας είναι αποτέλεσμα των οικονομικών πολιτικών που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις. «Σε αυτό το πλαίσιο, η ρευστότητα εξαρτάται από τις οικονομικές πολιτικές», σημείωσε. Με άλλα λόγια, όποιος δεν τηρεί τα θέσφατα της ΕΚΤ τιμωρείται με υψηλά επιτόκια.
Στη συνέχεια ήρθε η σειρά του Αλέξη Τσίπρα να απαντήσει διότι ρωτήθηκε σχετικά. Και απάντησε με σκωπτικό τρόπο που αχρηστεύει την τοποθέτηση Ντράγκι. Είπε χαρακτηριστικά: «Αστειεύτηκα μαζί του»,  λέγοντας πως άκουσε τη δήλωσή του ότι είναι εδώ να μας στηρίξουν αν θέλουμε 4ο πρόγραμμα. Του είπα «ευχαριστούμε, να λείπει το βύσσινο». Σωστή η απάντηση, αλλά η δήλωση Ντράγκι υπάρχει και πολύ πιθανόν να χαρίσει τίτλους στον ελληνικό αντιπολιτευτικό Τύπο και ύλη στην προσπάθειά του να έρθει πάλι στο προσκήνιο η αβεβαιότητα.
Ποιος ήταν ο στόχος του άκομψου αστείου; Δύο ερμηνείες έχουν μια βάση. Η μία είναι να ήθελε μ’ αυτό τον τρόπο να πιέσει την ελληνική πλευρά στο πρόβλημα των τραπεζών. Η ΕΚΤ, θεσμικά, είναι ο θεσμός που ενδιαφέρεται πάρα πολύ και φοβάται, επιπλέον, κάθε ενδεχόμενο νέας κεφαλαιοποίησης, δηλαδή προβλήματος, κυρίως με μια Ιταλία δίπλα με ανοιχτό το τραπεζικό της ζήτημα. Η άλλη είναι να θέλει έτσι να στείλει ένα μήνυμα, διαπραγματευτικό, στο ΔΝΤ. Να μην αποχωρήσει, δηλαδή από το πρόγραμμα, να πιέσει για μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Να σημειώσουμε ακόμη ότι εμφανίστηκε γενικότερα συγκρατημένος για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας παρά την προς τα πάνω επανεκτίμηση των προβλέψεων για το ΑΕΠ. Επέμεινε αποκαλύπτοντας ίσως ενδόμυχους φόβους για την ευστάθεια του ρυθμού ανόδου της ευρωπαϊκής οικονομίας, ότι το (χαμηλό) ύψος των επιτοκίων θα παραμείνει αμετάβλητο και «οι αγορές ομολόγων θα συνεχισθούν (μειωμένες σε 20 δισ. μηνιαίως), μέχρι τον Σεπτέμβριο ή και αργότερα εφόσον χρειαστεί». Αυτό, προφανώς, συμφέρει την Ελλάδα.

Παύλος Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή