Macro

Η επίθεση της φαρμακοβιομηχανίας στην ψυχιατρική

Είναι άραγε πάντοτε σημάδι κάποιας ασθένειας οι αλλαγές διάθεσης και οι στιγμές θλίψης ή έντασης; Η ευρωπαϊκή ψυχιατρική εδώ και καιρό γνωρίζει πώς να αποτιμά τη βαρύτητά τους και να βρίσκει την κατάλληλη αντιμετώπιση, από τη φαρμακευτική έως την ψυχαναλυτική θεραπεία. Αντίθετα, η φαρμακευτική βιομηχανία ενθαρρύνει, με προκάλυμμα την επιστήμη, τη μετατροπή φυσιολογικών δυσκολιών σε παθολογικές, για τις οποίες προσφέρει τη δική της λύση.

Μπροστά στην πραγματικότητα του «ψυχικού πόνου» -μιας από τις σημαντικότερες σύγχρονες παθολογίες- δημιουργήθηκε, τις τελευταίες δεκαετίες, ένας εντελώς νέος διαγνωστικός μηχανισμός που έχει σκοπό να αποκομίσει οφέλη από αυτή τη δυνητικά τεράστια αγορά. Για τον σκοπό αυτόν το πρώτο βήμα που ήταν απαραίτητο να γίνει ήταν να αντικατασταθεί η μεγάλη ευρωπαϊκή ψυχιατρική, η οποία, χάρη σε πολλαπλές και συστηματικές κλινικές παρατηρήσεις που συγκεντρώθηκαν κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, είχε καταγράψει τα συμπτώματα και τα είχε ταξινομήσει σε ευρείες κατηγορίες: στις νευρώσεις, στις ψυχώσεις και στις διαστροφές.

Οπλισμένος με αυτές τις γνώσεις, ο κλινικός ιατρός που έρχεται σε επαφή με τους ασθενείς θα μπορούσε να διαγνώσει και να διακρίνει τις σοβαρές περιπτώσεις από εκείνες που πυροδοτούνταν υπό παροδικές συνθήκες. Τότε διαχώριζε την περίπτωση που έχρηζε φαρμακευτικής αγωγής από εκείνη στην οποία οι συνεδρίες θα μπορούσαν να δώσουν καλύτερες λύσεις.

Η κλασική ψυχιατρική και η ψυχανάλυση είχαν καταλήξει στις ίδιες εκτιμήσεις. Οι δύο εντελώς ξεχωριστές αυτές προσεγγίσεις επιβεβαιώθηκαν έτσι και εμπλουτίστηκαν αμοιβαία. Η αγορά του φαρμάκου τότε διατηρούσε ένα λογικό μέγεθος, πράγμα που φαίνεται να έβαλε σε σκέψεις τις «Big Pharma»: πρόκειται για ένα παρατσούκλι που περιγράφει εξαιρετικά εύστοχα την τεράστια δύναμη των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών, οι οποίες πολιορκούν τόσο τους συνοικιακούς γιατρούς όσο και τις υψηλότερες βαθμίδες της κρατικής εξουσίας και των υγειονομικών υπηρεσιών. Απέναντι στις τελευταίες οι εταιρείες αυτές γνωρίζουν πώς να φαίνονται αρκετά γενναιόδωρες (για παράδειγμα προσφέροντας «εκπαιδευτικές» κρουαζιέρες στους νεαρούς ψυχιάτρους).

Η επιχείρηση κατάκτησης της μεγάλης αυτής αγοράς ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Αμερικανική Ψυχιατρική Ένωση (APA), με το πρώτο της Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, αλλιώς DSM), το 19521. Το 1994 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) εναρμονίζει το κεφάλαιο «Ψυχιατρική» της Διεθνούς Ταξινόμησης Ασθενειών με τις ταξινομήσεις του DSM-IV, πράγμα που οδηγεί πολλές χώρες να πράξουν το ίδιο. Αμέσως ακολούθησε μια αριθμητική έκρηξη των καταγεγραμμένων παθήσεων. Το 1952 υπήρχαν 60 και το 1994 ήδη 410 στο DSM-IV.

Οι μπίζνες πάνω απ’ όλα· η μέθοδος του DSM όφειλε να είναι απλή. Δεν χρειάζεται πλέον να ερευνηθεί η αιτία των συμπτωμάτων ούτε να βρεθεί σε ποια ψυχική δομή αντιστοιχούν. Το μόνο που χρειάζεται είναι να σημειωθούν τα τετραγωνίδια που αντιστοιχούν στην ορατή συμπεριφορά του παραπονούμενου ατόμου. Η πρακτική αυτή παραβλέπει πως το σύμπτωμα δεν αποτελεί ποτέ την αιτία. Συνεπώς η συνεδρία με έναν ψυχίατρο καθίσταται σχεδόν περιττή, εφόσον είναι αρκετό να καταγραφούν απλά οι επιφανειακές διαταραχές: της συμπεριφοράς, της διατροφής, του ύπνου, κοντολογίς διαταραχές κάθε είδους… μέχρι και την πρόσφατη επινόηση διαταραχών που ακολουθούν τα τρομοκρατικά χτυπήματα. Σε κάθε μία αντιστοιχεί, ως εκ θαύματος, το αντίστοιχο φάρμακο.

Μέσα σε αυτά τα θολά νερά πνίγηκαν οι παλαιότερες διαγνωστικές μέθοδοι. Η δράση του λόμπι των «Big Pharma» επεκτάθηκε και στις ιατρικές σχολές, όπου πλέον δεν διδάσκεται τίποτε άλλο πέραν του DSM. Και το κυριότερο, οι ίδιες οι φαρμακοβιομηχανίες τυγχάνει να παρέχουν αυτή τη διδασκαλία: έχουν υπάρξει πολλές καταγγελίες για σύγκρουση συμφερόντων. Η μεγάλη ψυχιατρική εμπειρία έχει λησμονηθεί: έτσι, όταν βρεθεί μπροστά σε έναν ασθενή, ο νέος made in DSM ιατρός δεν γνωρίζει εάν πρόκειται για κάποια ψύχωση ή νεύρωση ή διαστροφή. Δεν θα κάνει διάκριση μεταξύ ενός σοβαρού προβλήματος και ενός παροδικού. Και, σε περίπτωση αμφιβολίας, θα συνταγογραφήσει ψυχοτρόπα…

Η «κατάθλιψη» λόγου χάρη είναι μια λέξη που αποτελεί μέρος του καθημερινού λεξιλογίου μας. Οποιοσδήποτε μπορεί «να έχει τις μαύρες του» οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του. Γιατί όμως να αφήνουμε τον όρο «κατάθλιψη» να χρησιμοποιείται τόσο λίγο; Εξυψώθηκε λοιπόν στο αξίωμα της κανονικής ασθένειας. Η θλίψη όμως ενδέχεται να είναι τόσο σύμπτωμα κάποιας μελαγχολίας -εγκυμονώντας σημαντικό κίνδυνο αυτοκτονίας- όσο και μια παροδική, ή ακόμη και φυσιολογική, κατάσταση, όπως μετά από ένα πένθος.

Ο Κομφούκιος συνιστούσε στον γιο μια περίοδο πένθους τριών χρόνων μετά τον θάνατο του πατέρα -σήμερα, εάν είστε θλιμμένος περισσότερο από δεκαπέντε ημέρες, είστε ασθενής. Θα σας χορηγήσουν αντικαταθλιπτικά, τα οποία μπορούν να ανακουφίσουν παροδικά, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα… Μόνο που, επειδή δεν πρέπει να διακόψετε απότομα τη θεραπεία, η χορήγηση ενδέχεται ενίοτε να διαρκέσει σχεδόν διά βίου.

Η εμπορική τακτική του DSM είναι απλή: αρκεί να επινοούνται, σε τακτά διαστήματα, νέες διαταραχές που θα αναμειγνύουν το παθολογικό με το υπαρξιακό. Πράγμα αρκετά εύκολο, καθώς η ύπαρξη, για να προχωρήσει μπροστά, στηρίζεται σε ό,τι χωλαίνει. Ό,τι πηγαίνει άσχημα -μέσα στη ζωή μας- μας δίνει την ενέργεια για να το ξεπεράσουμε. Πρέπει να κλάψουμε πριν γελάσουμε. Τρέχουμε επάνω σε ένα ηφαίστειο: εάν το σβήσουμε με φάρμακα που είναι και ναρκωτικά, σβήνουμε μια ζωή, η οποία ανά πάσα στιγμή είναι ρίσκο και ριψοκίνδυνη. «Η παθολογική κατάσταση αποκτά νόημα μόνο επειδή είναι αντιπαραγωγική», τόνιζε ο συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ2.

Η ονοματοδοσία ορισμένων φαρμάκων φαίνεται πως συμφωνεί με αυτή την αντίληψη, βασίζεται όμως σε μια παραδοχή τουλάχιστον αμφισβητήσιμη: στην περίπτωση ορισμένων ψυχώσεων οξείας μορφής, τα ψυχοτρόπα είναι απαραίτητα προκειμένου να καταπραΰνουν τις παραισθήσεις και τα παραληρήματα. Τα φάρμακα αυτά ονομάστηκαν αντιψυχωσικά. Δηλαδή, σύμφωνα με την αντίληψη του παρασκευαστή τους, η αποστολή αυτών των μορίων είναι να «ξεμπερδεύουμε» με το υποκείμενο που πάσχει από ψύχωση; Αυτό σημαίνει ότι ξεχνάμε πως το υποκείμενο είναι πάντα σημαντικότερο από εκείνο από το οποίο πάσχει.

Τα φάρμακα αυτά θα έπρεπε καλύτερα να αποκαλούνται «υπερ-ψυχωσικά» ή «φιλοψυχωσικά», καθώς ένας ψυχωσικός απελευθερωμένος από το παραλήρημά του είναι συχνά ένας μεγάλος εφευρέτης (ο μαθηματικός Γκέοργκ Κάντορ), ένας μεγάλος ποιητής (ο Φρίντριχ Χέλντερλιν), ένας μεγάλος ζωγράφος (ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ), ένας μεγάλος στοχαστής (ο Ζαν-Ζακ Ρουσό). Οι «Big Pharma» όμως δεν ενδιαφέρονται για την ελευθερία που ξαναβρίσκει το υποκείμενο, η οποία εν τέλει θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία τους. Προτιμά το όπιο. Και οι ατμοί του έχουν τόσο μεγαλύτερη επίδραση όσο η «διαταραχή» υπάγεται στην αποτελεσματική δικαιοδοσία του ψυχικού πόνου.

Ακόμη προτιμότερο είναι ο αριθμός των διαταραχών να αυξάνεται και να πληθύνεται. Μεταξύ των πιο πρόσφατων, η διπολική διαταραχή έτυχε μεγάλης προβολής από τα μέσα ενημέρωσης, ενώ δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να προσδίδει παθολογικό χαρακτήρα στην παγκόσμια ασθένεια της επιθυμίας: η επιθυμία ορμάει γελώντας προς το αντικείμενο του ονείρου της, αλλά, μόλις το προσεγγίσει, το όνειρό της βρίσκεται ακόμα μακρύτερα και το γέλιο της τελειώνει με δάκρυα.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, είμαστε φυσιολογικά διπολικοί, δηλαδή μία μέρα ευφορικοί, την επόμενη θλιμμένοι. Συμβαίνει όμως, στις περιπτώσεις μελαγχολικής ψύχωσης, το αντικείμενο της επιθυμίας να είναι ο ίδιος ο θάνατος ή το ξέσπασμα μιας «μανιακώ τω τρόπω» προσπάθειας επιβίωσης.

Ο σημερινός τρόπος διάγνωσης της διπολικότητας στην περίπτωση αυτή καθίσταται εγκληματικός, εφόσον δεν γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στον μανιακό – καταθλιπτικό κύκλο των ψυχώσεων -που υποκρύπτουν σοβαρό κίνδυνο διάπραξης εγκληματικής ενέργειας ή αυτοκτονίας, πράγμα που δύναται να δικαιολογήσει τη συνταγογράφηση νευροληπτικών- και στην ευφορία – κατάθλιψη των νευρώσεων. Η διάκριση αυτή, διαγραμμένη από τα DSM, προκαλεί πολλές τραγικές καταστάσεις3.

Η πιο διαδεδομένη και πιο ανησυχητική διαταραχή, καθώς προσβάλλει παιδιά που δεν γνωρίζουν από τι πάσχουν και δεν μπορούν να παραπονεθούν, είναι αναμφίβολα η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής με ή χωρίς Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ). Με αυτές τις δυσκολίες της παιδικής ηλικίας ασχολούνται από καιρό οι παιδοψυχίατροι και οι ψυχαναλυτές, πρωτοπόροι στον συγκεκριμένο τομέα.

Εφόσον όμως πρόκειται για προβλήματα που αφορούν κάθε παιδί ξεχωριστά, απέφυγαν να τα τοποθετήσουν κάτω από την ομπρέλα μιας γενικής «διαταραχής». Με αποτέλεσμα σήμερα να κατηγορούνται ότι δεν πρότειναν κάποια συνταγή, κυρίως από συλλόγους γονέων, ορισμένοι από τους οποίους επιχορηγούνται από φαρμακευτικές εταιρείες (για παράδειγμα ο σύλλογος Hypersupers TDAH France, που υποστηρίζεται από τα εργαστήρια Mensia Technologies, Shire, HAC Pharma και NLS Pharma).

Η αυθαιρεσία αυτής της αυτοαποκαλούμενης διαγνωστικής μεθόδου οδηγεί στο συμπέρασμα, για παράδειγμα, πως ο βήχας είναι ασθένεια. Και το παράδειγμα έρχεται άνωθεν: στις 29 Σεπτεμβρίου 2017 στο πανεπιστήμιο της Ναντέρ διεξήχθη ένα συνέδριο με θέμα τη διάγνωση της ΔΕΠ-Υ, υπό την αιγίδα του Εμανουέλ Μακρόν και της υπουργού Υγείας Ανιές Μπιζέν. Η είσοδος στους ψυχαναλυτές που ήταν εγγεγραμμένοι στο συνέδριο εμποδίστηκε από τους άνδρες της ασφάλειας.

Η ΔΕΠ-Υ δεν συμπεριλαμβάνεται στις γαλλικές ταξινομήσεις ούτε στη Γαλλική Ταξινόμηση των Ψυχικών Διαταραχών Παιδιού και Εφήβου (CFTMEA), πιστή στη γαλλική ψυχιατρική, ούτε καν στη διεθνή ταξινόμηση νόσων (CIM-10), η οποία αναπαράγει τις επιλογές που προτείνει το DSM. Περιγράφουν μόνο προβλήματα ανησυχίας. Και η ανησυχία δεν είναι ασθένεια. Ενδέχεται να έχει πολλές αιτίες (οικογενειακά προβλήματα, δυσκολίες στο σχολείο κ.λπ.) και απαιτεί πρωτίστως να ακουστούν τα παιδιά και οι οικογένειές τους, πράγμα που συχνά αρκεί για να λυθούν τα προβλήματα.

Στην περίπτωση της ΔΕΠ-Υ το σύμπτωμα μετατράπηκε σε ασθένεια και, πράγμα ακόμη πιο σοβαρό, της αποδίδονται νευροαναπτυξιακά αίτια. Η συγκεκριμένη παραδοχή δεν στηρίζεται σε καμία επιστημονική βάση, ενώ υπάρχουν διαρκείς αποδείξεις δυσκολιών που έχουν προκληθεί από προβλήματα στο εσωτερικό της οικογένειας ή στο σχολείο…

Ο Ζερόμ Κάγκαν, καθηγητής στο Χάρβαρντ, δήλωνε σε μια συνέντευξη το 2012 ότι η ΔΕΠ-Υ δεν είναι παθολογία, «αλλά επινόηση. (…) Ενενήντα τοις εκατό των 5,4 εκατομμυρίων παιδιών που λαμβάνουν Ριταλίνη στις ΗΠΑ δεν παρουσιάζουν μη κανονικό μεταβολισμό» (4). Στη Γαλλία ο καθηγητής Πατρίκ Λάντμαν απέδειξε στο βιβλίο του Tous hyperactifs? («Όλοι υπερκινητικοί;», 2015) πως η ΔΕΠ-Υ δεν έχει καμία αναγνωρίσιμη βιολογική αιτία: τα συμπτώματά της δεν είναι συγκεκριμένα και στερούνται βιολογικών δεικτών. Καμία νευροβιολογική υπόθεση δεν επιβεβαιώθηκε.

Ο καθηγητής Λέον Άιζενμπεργκ, δημιουργός του ακρωνυμίου «ΔΕΠ-Υ», δήλωνε το 2009, επτά μήνες πριν από τον θάνατό του, πως ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι η ανακάλυψή του θα γινόταν τόσο δημοφιλής: «Η ΔΕΠ-Υ αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα επινοημένης νόσου. Η γενετική προδιάθεση για ΔΕΠ-Υ είναι εντελώς υπερεκτιμημένη»5. Κι όμως, λόγω της δράσης του φαρμακευτικού λόμπι, 11% περίπου των παιδιών ηλικίας 4-17 ετών (6,4 εκατομμύρια) έχουν διαγνωστεί με ΔΕΠ-Υ από το 2011 στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τα αμερικανικά Κέντρα Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών.

Συνήθως τη διάγνωση ακολουθεί η συνταγογράφηση Ριταλίνης (Μεθυλφενιδάτης), η οποία περιέχει μόρια που, σύμφωνα με τις γαλλικές ταξινομήσεις, θεωρούνται ναρκωτικά. Μεγάλης κλίμακας συνταγογράφηση αυτής της αμφεταμίνης θα μπορούσε να οδηγήσει σε σκάνδαλο στον χώρο της Υγείας παρόμοιο με αυτό του Mediator ή του Levothyrox6. Οι ουσίες αυτές προκαλούν εθισμό και δεν αποκλείεται -αυτή η υπόθεση βρίσκεται ακόμα υπό εξέταση- να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ παιδιών που έχουν λάβει Ριταλίνη και εφήβων που κάνουν χρήση ναρκωτικών.

Τα παιδιά δεν μένουν ανεπηρέαστα από τις κοινωνικές αναστατώσεις. Τους έχει επιβληθεί, όπως και στους ενηλίκους, η επιτακτική ανάγκη της γρήγορης επιτυχίας, της ανταγωνιστικότητας, της συμμόρφωσης με ασύμβατους με την ηλικία τους κανόνες. Όσα παρεκκλίνουν σήμερα, εύκολα θεωρούνται «ελλειμματικά». Συνεπώς, προκαλεί ανησυχία η εμφάνιση, σε ιστοσελίδα του γαλλικού υπουργείου Παιδείας, ενός φυλλαδίου που απευθύνεται στους εκπαιδευτικούς, όπου υπάρχει ο αναπόδεικτος ισχυρισμός ότι η ΔΕΠ-Υ είναι «νευρολογική πάθηση», ενώ στη συνέχεια τους δίνει μια λεπτομερή συνταγή για τον καθορισμό των προ-διαγνωστικών ελέγχων7. Οι προτεινόμενες «ενδείξεις για τον εντοπισμό της πάθησης» θα μπορούσαν να ισχύουν για όλα σχεδόν τα παιδιά. Πάντα το ίδιο αμάλγαμα φυσιολογικών προβλημάτων και παθολογίας…

Κάποτε ο Μισέλ Φουκό είχε επισημάνει την καταστολή, κυρίως από τα κράτη και τις θρησκείες, της «πηγής δυστυχίας μέσα στον πολιτισμό», που είναι η σεξουαλικότητα. Σήμερα η ασφυκτική πίεση της ελέω Θεού πατριαρχίας οδεύει προς το περιθώριο. Πώς οργανώνεται πλέον αυτή η καταστολή, δεδομένου ότι ο όρος «σεξουαλικότητα» οφείλει να εκλαμβάνεται με την ευρύτερη έννοιά του;

Η φαρμακοβιομηχανία ισχυρίζεται πως μπορεί να πάρει τη σκυτάλη με προκάλυμμα την επιστήμη. Το μήνυμα είναι σαφέστατο: «Μην ανησυχείτε εσείς που πάσχετε από αϋπνίες, στιγμές κατάθλιψης, υπερδιέγερση, αυτοκτονικό ιδεασμό! Δεν φταίτε εσείς: φταίνε τα γονίδιά σας, οι ορμόνες σας. Πάσχετε από νευροαναπτυξιακό έλλειμμα και η φαρμακοποιία μας θα το τακτοποιήσει».

Πρέπει γίνει πιστευτό ότι τα πάντα είναι ζήτημα προβλημάτων στους νευροδιαβιβαστές και στους μηχανισμούς, με το ανθρώπινο στοιχείο να εξαφανίζεται. Θα πρέπει να ξεχαστεί το γεγονός ότι οι απολαυστικές και καθημερινές έγνοιες στις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, οι προστριβές των παιδιών με τους γονείς τους, οι οποίες δεν καταλήγουν ποτέ σε μια οριστική και ικανοποιητική λύση, οι αγχωτικοί συσχετισμοί δυνάμεων με την ιεραρχία και την εξουσία είναι πραγματικότητες ριζωμένες στα τρίσβαθα της παιδικής ηλικίας.

Η παιδική ηλικία βρίσκεται, από κάθε άποψη, στην πρώτη γραμμή, και αυτό είναι που κάνει το ζήτημα της ΔΕΠ-Υ ακόμη πιο «προβληματικό» από τα υπόλοιπα. Το παιδί, παντού και πάντοτε, ήταν αυτό που πρώτο καταπιέστηκε, έφαγε ξύλο, μπήκε στο καλούπι. Όταν ένας δάσκαλος της παλαιάς σχολής τραβούσε τα αυτιά ενός άτακτου παιδιού, αυτό ήταν, όσο σκανδαλώδες κι αν φαίνεται, σχεδόν πιο ανθρώπινο από το να ζητείται από τους εκπαιδευτικούς να προβούν σε διάγνωση αναπηρίας. Διατηρούνταν μια προσωπική σχέση, ενώ τώρα μια ψευδοεπιστήμη την εξαφανίζει.

Για πρώτη φορά στην Ιστορία τα παιδιά «τρώνε ξύλο» στο όνομα μιας αυτοαποκαλούμενης επιστήμης. Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης, αυτός ο μύθος με τις πολλαπλές στρωματώσεις, όπως κατέδειξε ο εθνολόγος Κλοντ Λεβί – Στρος8, φέρνει στα παιδιά δώρα για να τα παρηγορήσει. Σήμερα η «Big Pharma» προσποιούνται ότι φορούν την κάπα του Άγιου Βασίλη. Μην ξεχνάμε όμως ότι κάτω από το κόκκινο πανωφόρι κρύβεται μια σκιά που μοιάζει πολύ με εκείνη του Μπαμπούλα.

 

1 Βλ. «La bible américaine de la santé mentale», «Le Monde diplomatique», Δεκέμβριος 2011.

2 Stefan Zweig, «Le Combat avec le démon: Kleist, Hölderlin, Nietzsche», Le Livre de poche, συλλογή «Biblio Essais», Παρίσι, 2004 (1η έκδοση: 1925).

3 Συνόδευσα προσωπικά, στην παρισινή ψυχιατρική κλινική Saint-Anne, ασθενή που έπασχε από μελαγχολία και στον οποίο έδωσε εξιτήριο ένας ψυχίατρος που αγνοούσε οτιδήποτε δεν περιλαμβάνεται στο DSM. Αυτοκτόνησε. Γνωρίζω πολλές παρόμοιες περιπτώσεις.

4 “What about tutoring instead of pills?”, Spiegel Online, 2 Αυγούστου 2012, www.spiegel.de

5 «Schwermut ohne Scham», «Der Spiegel», Αμβούργο, 9 Φεβρουαρίου 2012.

6 (Σ.τ.Μ.) Δύο υποθέσεις που συγκλόνισαν πρόσφατα τη Γαλλία. Τα φάρμακα αυτά προκαλούσαν σοβαρότατες παρενέργειες, έως και θανάτους, και η αποκάλυψη της δράσης τους οδήγησε σε δίκες, φυλακίσεις και αυστηρότερο έλεγχο όσον αφορά τους τρόπους επηρεασμού της συνταγογράφησης των γιατρών από τις φαρμακευτικές εταιρείες.

7 «Trouble déficit de l’attention hyperactivité», Académie de Paris, διαθέσιμο στο www.ac-paris.fr

8 Claude Lévi-Strauss, «Le Père Noël supplicié», Seuil, συλλογή «La librairie du XXIe siècle», Παρίσι, 1994.

 

Ο Gérard Pommier είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίων, διευθυντής έρευνας στο Paris 7 (Πανεπιστήμιο Paris – Diderot). Συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του «Comment les neurosciences démontrent la psychanalyse», Flammarion, συλλογή «Champs Essais», 2010, και του «Féminin, révolution sans fin», Pauvert, Παρίσι, 2016.

Επιμέλεια: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

Πηγή: Η Αυγή