Macro

Ελληνικά στοιχεία στο λεξιλόγιο άλλων γλωσσών

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΕ ΕΝΑΝ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΚΟΣΜΟ: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΑΛΛΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

Στο τεύχος 73 των Ελιμειακών ο δεύτερος από εμάς είχε παρουσιάσει μία από τις δύο εμφανείς πλευρές της σχέσης της ελληνικής με άλλες γλώσσες, συγκεκριμένα το λεξιλόγιο που η ελληνική δανείστηκε από πολλές από αυτές, με τις οποίες ήρθε σε επαφή. Στο παρόν τεύχος παρουσιάζουμε την άλλη πλευρά του νομίσματος, ένα ενδεικτικό τμήμα του λεξιλογίου που η ελληνική δάνεισε σε διάφορες γλώσσες στη διαδρομή της ιστορίας της.

  1. Προϊστορία και πρωτοϊστορία, ως την αρχαϊκή εποχή

Η ελληνική γλώσσα ξεκίνησε ως ένα παρακλάδι της ινδοευρωπαϊκής που αποκόπηκε από τον υπόλοιπο ινδοευρωπαϊκό κορμό, όπως συνέβη και με πολλές άλλες γλώσσες γνωστές σήμερα, αλλά και με μερικές που εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Η θεωρούμενη ως κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων ίσως βρίσκεται στη σημερινή Ου­κρανία, αυτό όμως πολύ μικρή σημασία έχει για την κατοπινή ιστορία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οι οποίες, συνεχίζοντας όλες την ίδια πρωτογλώσσα, έδωσαν γλωσσικές μορφές που κλήθηκαν κατά εποχές και κατά περιοχές να παίξουν τον δικό τους ιστορικό ρόλο η καθεμιά – έναν ρόλο που προφανώς δεν συνδέεται με ιδιαιτε­ρότητες της γλώσσας αλλά με τις διαφορετικές ιστορικές συνθήκες που αντιμετώ­πισαν και κλήθηκαν να υπηρετήσουν οι ομιλητές του κάθε επιμέρους κλάδου.

Φτάνοντας οι Έλληνες στη Βαλκανική χερσόνησο, εγκαταστάθηκαν στις νο­τιότερες περιοχές της, τη σημερινή Ελλάδα. Περίπου το 2000 π.Χ. ο κορμός των Ελλήνων πρέπει να βρέθηκε στην περιοχή της σημερινής Μακεδονίας ή λίγο βο­ρειότερα, και στη συνέχεια εξαπλώθηκε προς νότον, όπου η ελληνική μαρτυρείται από τον 16ο/ 15ο αιώνα ως το 1200 π.Χ., κατά τη μυκηναϊκή εποχή, έχοντας απο­κτήσει τα χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.

Εδώ συνάντησαν πληθυσμούς με διαφορετικό πολιτισμό, προσαρμοσμένους στο φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας και των νησιών της, με τους οποίους αναμείχθηκαν, υιοθετώντας δικά τους πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Οι γλώσσες που μι­λούσαν οι προγενέστεροι κάτοικοι της Ελλάδας δεν μας είναι γνωστές, γιατί η δράση της ελληνικής σε αυτές ήταν καταλυτική: τις εξαφάνισε, αφομοιώνοντας γλωσσικά τους ομιλητές της, τους λεγόμενους Προέλληνες. Πρόκειται για την πρώτη δυναμική παρέμβαση της ελληνικής στον προϊστορικό κόσμο, από την οποία δεν έχουν χαθεί μόνο οι λεπτομέρειες αλλά βασικά κομμάτια του παζλ. Την ιστορία αυτή την ανασυνθέτουμε με υποθέσεις, βασισμένες στα στοιχεία που οι προελληνικές αυτές γλώσσες άφησαν στην ελληνική – αλλά και στις προφανείς πολιτισμικές ομοιότητες του ελληνόφωνου μυκηναϊκού πολιτισμού με προγενέ­στερους, όπως ο μινωικός. Σε πολλά σημεία η ιστορία συμπλέκεται με τη μυθο­λογία, η οποία προφανώς απηχεί ιστορικά γεγονότα, συχνά όμως δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσουμε την πραγματικότητα από τον μύθο – ο Τρωικός πόλεμος και η Αργοναυτική εκστρατεία είναι δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Διαλεκτικός χάρτης της ελληνικής κατά τον Α’ Αποικισμό (ΐ1ος-9ος αι. π.Χ.)

Η πρώτη απόλυτα εξακριβωμένη εξάπλωση των Ελλήνων στα παράλια της Μικράς Ασίας γίνεται με τον Α’ Αποικισμό, οπότε η ελληνική, ή καλύτερα οι αρ­χαίες ελληνικές διάλεκτοι (αιολικές, ιωνικές, δωρικές, κτλ., καθώς κάθε πόλη χρη­σιμοποιεί τη δική της διαλεκτική μορφή), ευνοημένες από την έλλειψη ενότητας που χαρακτηρίζει την πολιτική υπόσταση των Ελλήνων, μεταφέρθηκαν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Αν η πρώτη αυτή εξάπλωση αναβαθμίζει τον ρόλο της ελληνικής στα παράλια του Αιγαίου, ο Β’ Αποικισμός (8ος-6ος αι. π.Χ.) φέρνει σε επαφή την ελληνική με τις γλώσσες πολλών παραλιακών περιοχών της Ανατολικής (αλλά και της Δυ­τικής) Μεσογείου (άλλων Ινδοευρωπαίων, όπως οι Ιταλικοί λαοί, οι Κέλτες, λαοί ευρύτερου τμήματος της Μικράς Ασίας, ή Σημιτών, όπως οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνι­κες, οι Εβραίοι, ίσως ακόμη και Καυκάσιων, και άγνωστης προέλευσης, όπως οι Ετρούσκοι). Οπωσδήποτε μιλάμε για ένα πλέγμα σχέσεων που γίνεται πολυπλοκότερο, και μια αναβάθμιση του ρόλου της ελληνικής στον παγκόσμιο γλωσσικό χάρτη, δεν συνέβη όμως τότε κάποια ανατροπή παρόμοια με αυτή που θα δούμε κατά την ελληνιστική εποχή. Προφανώς οι επαφές οδηγούν σε διγλωσσία, τα εμπορικά κέντρα της εποχής πρέπει να τα αντιληφθούμε ως πολυπολιτισμικά και πολύγλωσσα – αλλά σε καμία περίπτωση ως ελληνόφωνα. Πρόκειται κυρίως για εμπορικούς σταθμούς, τους οποίους οι Έλληνες αναπτύσσουν παράλληλα με τους Φοίνικες.

Η Κύπρος και η Σικελία δεν είναι τα μόνα σημεία επαφής τους: Έλληνες και Φοίνικες συναναστρέφονται ο ένας τον άλλο σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, με απο­τέλεσμα την καθοριστική, για τον ελληνικό πολιτισμό, υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου και τη δημιουργία του ελληνικού. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η υιοθέ­τηση του φοινικικού αλφαβήτου από τους Έλληνες, η προσαρμογή του ως ελλη­νικού, και η διάδοσή του αφενός στους Ρωμαίους, ίσως μέσω των Ετρούσκων, και από τους Ρωμαίους σε όλους τους Ευρωπαίους, και αφετέρου, αργότερα, στους Αρμένιους, στους Σλάβους και σε άλλους λαούς είναι από τις κρισιμότερες στιγ­μές στην ιστορία του παγκόσμιου πολιτισμού.

Κάποιες σημιτικές γλώσσες, όπως π.χ. η αιγυπτιακή και η εβραϊκή της Βίβλου, μας είναι καλά μαρτυρημένες και σε αυτές μπορούμε να ανιχνεύσουμε πρώιμα ελ­ληνικά δάνεια. Λέξεις όπως psntryn (< ψαλτήριον), swmpnyh (< συμφωνία), qytrs (< κίθαρις), yyn (πιθ. < οίνος), mkrh (< μάχαιρα) αποτελούν τέτοια δάνεια στη βιβλική εβραϊκή.

Ένας άλλος λαός με τον οποίο οι Έλληνες βρέθηκαν σε επαφή είναι οι Ετρού­σκοι. Μέσω των Ελλήνων αποίκων στην Ιταλική χερσόνησο πέρασαν στην ετρου- σκική λέξεις, όπως eleiva (< έλαίFα ή ελαιFον), culiXna, culcna (< κύλιχνα), και κύρια ονόματα, π.χ. Aivas (< ΑίFας), Artumes (< ’Άρταμις), Atalanta (< Άταλάντα).

  1. Κλασική εποχή

Η κλασική εποχή χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία μιας πολιτισμικής παραγω­γής, σε πολλά επίπεδα, ανάμεσά τους και στο γλωσσικό, η οποία θα καθορίσει την πορεία του δυτικού πολιτισμού και θα συμβάλει στη θέση της ελληνικής ακόμη και στον σημερινό κόσμο. Τα πράγματα αυτά δεν γίνονται βέβαια από τη μια μέρα στην άλλη, και οι εξελίξεις οφείλονται σε συνδυασμό μιας πληθώρας πα­ραγόντων.

Ας επιχειρήσουμε μια σύντομη περιγραφή: Από την προηγούμενη περίοδο είχε εδραιωθεί στην ελληνική μια κατάσταση διαλεκτικής ποικιλίας, η οποία είναι ολοζώντανη και κατά την κλασική εποχή. Ωστόσο, η ενότητα των Ελλήνων κατά την αντιμετώπιση των Περσών, η μεγαλύτερη κινητικότητα μεταξύ των ελληνικών πόλεων, βοηθούμενη και από τις τεχνολογικές εξελίξεις, και άλλοι παράγοντες συντέλεσαν στο ξεπέρασμα του γλωσσικού τοπικισμού και στη βαθμιαία ωρίμανση της ιδέας να χρησιμοποιείται μια κοινή ελληνική γλώσσα, κάτι που συνέβη την επόμενη περίοδο. Κατά την κλασική εποχή οι κυριότεροι υποψήφιοι να αναλάβουν αυτό τον ρόλο ήταν δύο, η ιωνική και η αττική. Τον 5ο αιώνα π.Χ. η διά­λεκτος που φαινόταν να κερδίζει αυτό το παιχνίδι ήταν η ιωνική, που είχε αποκτήσει κύρος ως γλώσσα του πεζού επιστημονικού λόγου με τα έργα του Ηρο­δότου (Αλικαρνασσός, δωρική αποικία), του Ιπποκράτη (Κως, δωρική αποικία). Στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα όμως η Αθήνα έγινε η μεγάλη πολιτική δύναμη και το πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο της Ελλάδας. Πολίτες από τις πόλεις που ανήκαν στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία έφερναν τις υποθέσεις τους στα αθη­ναϊκά δικαστήρια και χιλιάδες υπηρετούσαν στο αθηναϊκό ναυτικό ως κωπηλάτες. Στον Πειραιά, το μεγάλο εμπορικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου, υπήρχε πολυπληθής κοινότητα μετοίκων από όλη την Ελλάδα. Έτσι, το τελευταίο τρίτο του 5ου αιώνα π.Χ. εξαπλώθηκε η χρήση και η γνώση της αττικής διαλέκτου. Πρόκειται για τα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο οποίος έχει ως απο­τέλεσμα την ήττα της Αθήνας από τη Σπάρτη αλλά ταυτόχρονα την ισχυροποί­ηση της αττικής ως φιλολογικής γλώσσας. Τον 4ο αιώνα π.Χ. στη γραμματεία χρησιμοποιήθηκε σχεδόν μόνο η αττική (π.χ. Ξενοφών, Ισοκράτης, Πλάτων, Αρι­στοτέλης, Θεόφραστος, Έφορος). Μεγάλο μέρος του λεξιλογίου του δυτικού πο­λιτισμού που σχετίζεται με τη φιλοσοφία, τις επιστήμες κτλ. δημιουργείται αυτή την εποχή. Η ίδια η λέξη φιλοσοφία και μέρος του φιλοσοφικού λεξιλογίου, π.χ. αναλυτικός, συνθετικός, συλλογισμός κτλ., είναι δημιουργήματα αυτής της περιό­δου. Νέες λέξεις σχηματίζονται για την απόδοση νέων απαραίτητων εννοιών: σε κείμενα π.χ. του Ιπποκράτη συναντούμε πλήθος νέων ιατρικών όρων, όπως κεφα­λαλγία ‘πονοκέφαλος’, φλεβοτομία ‘τομή φλέβας’, καρδιαλγικός ‘που υποφέρει από πόνο στην καρδιά’ κτλ.

Η αποφασιστικότερη στιγμή έρχεται όταν ο Φίλιππος της Μακεδονίας υιο­θετεί την αττική κοινή ως επίσημη γλώσσα του κράτους του στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Ο Φίλιππος επέλεξε την αττική και όχι τη μακεδονική ως επίσημο όρ­γανο επικοινωνίας, αφού η μακεδονική ήταν μια διάλεκτος εντελώς άγνωστη στους υπόλοιπους Έλληνες, και επίσης μια διάλεκτος χωρίς καμία λογοτεχνική καλλιέργεια, χωρίς κανένα λογοτεχνικό και φιλολογικό κύρος, επομένως δεν θα μπορούσε να σταθεί ως κοινό όργανο επικοινωνίας των Ελλήνων. Η αττική ήταν ακριβώς το αντίθετο.

 

  1. Ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή εποχή

Το πέρασμα στην ελληνιστική εποχή (και στην ελληνορωμαϊκή, που ακολουθεί) σημαδεύεται από την απότομη εξάπλωση του ελληνισμού με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και τις επιπτώσεις που η εξάπλωση αυτή είχε στην ελλη­νική ιστορία και επομένως στη γλώσσα. Πρόκειται για την εποχή κατά την οποία οι Έλληνες, υπό τον Φίλιππο και τον Μέγα Αλέξανδρο, οργανώνονται για πρώτη φορά σε ένα ενιαίο κράτος που, ακόμη και όταν διασπάται στα ελληνιστικά βασί­λεια των διαδόχων, δεν έχει καμία σχέση με τις αυτόνομες πόλεις-κράτη που χα­ρακτήριζαν την προηγούμενη περίοδο. Πρώτη επίπτωση όλων αυτών ήταν η συρρίκνωση και η σταδιακή εξαφάνιση των αρχαίων διαλέκτων, προς όφελος μιας εξελιγμένης μορφής της αττικής, που την ονομάζουμε Κοινή. Δεύτερη, ότι με τον Μ. Αλέξανδρο η κοινή αττική διαδόθηκε σε όλες τις περιοχές που κατέκτησε και έγινε η επίσημη γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας στις πολυάριθμες ελλη­νικές πόλεις που ιδρύθηκαν από αυτόν και τους διαδόχους του στην Αίγυπτο, στη Συρία, στη Μεσοποταμία και στον ιρανικό κόσμο ως την Ινδία. Με άλλα λόγια έγινε η γλώσσα των εμπορικών συναλλαγών (lingua franca) αλλά και η γλώσσα του πολιτισμού και του πνεύματος (Kultursprache) πολλών ανατολικών λαών. Λαοί όπως Αιγύπτιοι, Πέρσες, Εβραίοι κ.ά. άρχισαν μάλιστα να μιλούν ελληνικά, συχνά ξεχνώντας τις δικές τους γλώσσες.

Η απότομη αύξηση της επικράτειας στην οποία μιλιόταν η ελληνική γλώσσα, η χρήση της ως βασικού και αργότερα μοναδικού οργάνου επικοινωνίας σε μια μεγάλη περιοχή και η χρήση της, επίσης, ως κοινού οργάνου επικοινωνίας σε μια περιοχή ακόμη μεγαλύτερη, πραγματικά μετέβαλε οριστικά τους ορίζοντες της ελληνικής γλώσσας, προμηνύοντας ως έναν βαθμό εξελίξεις που επρόκειτο να συμβούν τους επόμενους αιώνες.

Οι επαφές των Ελλήνων με τους Πέρσες, που την προηγούμενη περίοδο ήταν πολεμικές, όταν η Περσική Αυτοκρατορία καταλύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο και τα εδάφη της πέρασαν σε ελληνική κυριαρχία, έγιναν σχέσεις συνύπαρξης. Στην ελληνιστική περίοδο πρέπει να πέρασαν από την ελληνική στην περσική λέ­ξεις όπως μέσο περσ. denar (< δηνάριον [που είναι βέβαια λατινικό δάνειο]), μέσο περσ. drahm (< δραχμή [απ’ όπου και το δράμι]), μέσο περσ. almas ‘διαμάντι’ (< αδάμας), μέσο περσ. asem ‘ασήμι’ (< άσημος).

Όπως ξέρουμε, η ελληνική κατάκτηση έφτασε μέχρι την Ινδία, και στη μέση ινδική βρίσκουμε λέξεις όπως stratega (< στρατηγός), meriakha (< μεριδιάρχης), anakaya (< αναγκαίος), khalina (< χαλινός), paristoma (< περίστρωμα ‘κά­λυμμα’), kastira (< κασσίτερος).

Ως γνωστόν, η εποχή της πολιτικής κυριαρχίας των Ελλήνων στην Ανατολική Μεσόγειο περνάει σχετικά γρήγορα. Στο προσκήνιο εμφανίζεται ένας άλλος λαός, που με τη δυναμική του παρουσία θα επηρεάσει καθοριστικά τις τύχες της Ελλά­δας και της Ευρώπης για αιώνες. Πρόκειται για τους Ρωμαίους, οι οποίοι θα κα­τακτήσουν σταδιακά τον ελλαδικό χώρο και θα απλωθούν στις περισσότερες από τις περιοχές που βρίσκονταν υπό ελληνική κυριαρχία, όπως η Μικρά Ασία, η Μέση Ανατολή και η Αίγυπτος. Το 146 π.Χ. είναι το έτος ολοκλήρωσης της ρω­μαϊκής κατάκτησης της κυρίως Ελλάδας, ενώ η ελληνιστική Αλεξάνδρεια θα βρε­θεί υπό ρωμαϊκή κυριαρχία το 30 π.Χ.

Το ιστορικό σκηνικό ανατρέπεται πλήρως. Η ελληνομάθεια όμως στην Ανα­τολική Μεσόγειο, εξαιτίας της πολιτισμικής επικράτησης της ελληνικής, είναι τόσο ευρεία που επί ανατολικού εδάφους το παιχνίδι για τη λατινική είναι χαμένο (με εξαίρεση τη βαλκανική λατινική, που θα δώσει αργότερα τη ρουμάνικη και τη βλάχικη). Παρά το ότι η λατινική είναι η γλώσσα του κατακτητή, το πολιτι­σμικό κύρος της ελληνικής, που έχει ήδη φτάσει στην ίδια τη Ρώμη, δεν αφήνει περιθώρια στη λατινική να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία στην επόμενη εποχή, που είναι η βυζαντινή.

Στη Δύση, η επίδραση της ελληνικής είναι επίσης μεγάλη: Στη λατινική ει­σέρχεται μεγάλο πλήθος λέξεων: apotheca (< αποθήκη [δείτε και παλιό άρθρο]), cathedra (< καθέδρα), cinnamomum (< κιννάμωμον), cuberno (< κυβερνώ) [νομίζω πως το λατινικό ρήμα είναι guberno αλλά έτσικι αλλιώς αμφισβητείται αν πρόκειται για ελληνικό δάνειο], historia (< ιστορία), ma- china (< δωρ. μαχανά [αττ. μηχανή]), nauta (< ναύτης), palma (< παλάμη), philosophia (< φιλοσοφία), rheuma (< ρεύμα), schola (< σχολή) [> αγγλ. school κτλ.], πρβ. και το brachium (< βραχίων), που έδωσε το βενετσ. brazzo (> νεοελλ. μπράτσο, μια νεοελληνική λέξη που ανήκει στα αντιδάνεια).

Ένα σπουδαιότατο γεγονός έρχεται επίσης να καθορίσει την παγκόσμια ιστο­ρία αυτή την εποχή, και αυτό δεν είναι άλλο από τη χριστιανική θρησκεία. Η ελ­ληνική έγινε η γλώσσα της νέας θρησκείας, γεγονός με ιδιαίτερη σημασία για την κατοπινή της εξέλιξη στον ελληνικό και στον διεθνή χώρο. Τα Ευαγγέλια και τα υπόλοιπα κείμενα της πρώιμης χριστιανικής γραμματείας μεταφράζονται στα λατινικά και σε άλλες γλώσσες λαών που υιοθέτησαν τον χριστιανισμό. Μέσω της μετάφρασης των θρησκευτικών κειμένων στη λατινική, το θρησκευτικό της λεξιλόγιο επίσης επηρεάζεται: angelus (< άγγελος) [> αγγλ. angel], apostolus (< απόστολος), episcopus (< επίσκοπος) [> αγγλ. bishop], martyr (< μάρτυρ), propheta (< προφήτης) [> αγγλ. prophet], και από αυτό, όπως φαίνεται, περνούν επίσης δάνεια σε άλλες γλώσσες.

Τευτονικοί λαοί δανείζονται επίσης λεξιλόγιο, όπου πάλι στη θρησκευτική γλώσσα βρίσκουμε σήμερα λέξεις όπως (γερμ.) Kirche, (αγγλ.) church, που ανά­γονται σε αυτή και στην επόμενη περίοδο: προέρχονται και οι δύο από το Κυρι(α)κόν (δώμα) ‘(οίκος) του Κυρίου, εκκλησία’.

Οι Γότθοι και οι Αρμένιοι, τον 4ο αιώνα μ.Χ., υιοθετούν επίσης τον χριστια­νισμό και τα Ευαγγέλια μεταφράζονται στη γοτθική και στην αρμενική. Γενικά αυτή η διαδικασία του προσηλυτισμού λαών στη χριστιανική θρησκεία έχει εν­διαφέρον και από γλωσσολογική άποψη αλλά και από πολιτισμική γενικότερα. Πολλοί λαοί, μέσω αυτής της διαδικασίας, εισήλθαν για πρώτη φορά στην εποχή της εγγράμματης φάσης τους, απέκτησαν δηλαδή για πρώτη φορά γραπτή μορφή της γλώσσας τους και – επομένως – σύστημα γραφής. Όλοι μας ξέρουμε την ιστο­ρία της δημιουργίας αλφαβήτου για τους Σλάβους, όταν, κατά την επόμενη πε­ρίοδο, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος μετέφρασαν τα Ευαγγέλια στην, ονομαζόμενη σήμερα, παλαιά εκκλησιαστική σλαβική.

  1. Μεσαιωνική εποχή, Βυζάντιο

Καθοριστική χρονολογία για το Ανατολικό Ρωμαϊκό (Βυζαντινό) κράτος θεωρεί­ται το 330 μ.Χ., όταν η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μεταφέρεται στην Κων­σταντινούπολη. Ο βυζαντινός πολιτισμός προκύπτει από τη συνένωση τεσσάρων στοιχείων, του (μεσαιωνικού) ελληνισμού, του ρωμαϊκού κράτους, της επίδρασης της Ανατολής (και της Αιγύπτου) και του χριστιανισμού, που είχε πια αναγνωρι­στεί ως επίσημη θρησκεία.

Κατά τους πρώτες αιώνες όργανο του βυζαντινού πολιτισμού ήταν η λατινική, που χρησιμοποιούνταν στην αυλή, από τους κρατικούς υπαλλήλους, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τον στρατό κτλ. Οι επιγραφές στα νομίσματα γράφονταν στη λα­τινική, που ήταν και η μητρική γλώσσα του Μ. Κωνσταντίνου, ο οποίος φαντά­στηκε τη «Νέα Ρώμη», την Κωνσταντινούπολη, ρωμαϊκή και λατινόγλωσση. «Βασιλεία των Ρωμαίων» και «Ρωμανία» ονόμαζαν οι βυζαντινοί το κράτος τους, και οι αυτοκράτορες ήταν «βασιλείς και αυτοκράτορες των Ρωμαίων».

Το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος το 555 μ.Χ.

Ωστόσο, από τον 6ο αιώνα και μετά μιλάμε για ένα πολυεθνικό αλλά εξελλη­νισμένο από γλωσσική άποψη κράτος, αυτό που μας είναι γνωστό ως Βυζαντινή αυτοκρατορία. Το 535 μ.Χ. ο Ιουστινιανός καθιέρωσε τα ελληνικά ως γλώσσα της νομοθεσίας και του δικαίου (Νεαραί), για να είναι κατανοητοί οι νόμοι από τους υπηκόους του, ενώ λίγο αργότερα ο Ηράκλειος (610-641) κατέστησε την ελληνική επίσημη γλώσσα του κράτους.

Ο Μεσαίωνας, επίσης, φέρνει την ελληνική σε επαφή με πολλές γλώσσες. Οι πιο αξιομνημόνευτοι γείτονες είναι οι Σλάβοι. Κατέρχονται σταδιακά στη Βαλ­κανική από τον 7ο αιώνα, και μαζικότερα στους επόμενους. Εκχριστιανίζονται από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, που μετέφρασαν τα Ευαγγέλια στην παλαιά εκκλησιαστική σλαβική, δημιουργώντας το αλφάβητό τους. Η αποδοχή της χρι­στιανικής θρησκείας έχει ως αποτέλεσμα την εισχώρηση στην ονομαζόμενη πα­λαιά εκκλησιαστική σλαβική πλήθους σχετικών δανείων: angel (< άγγελος), apostol (< απόστολος), djiakon (< διάκονος), kaluger (< καλόγηρος), monah (< μοναχός), αλλά όχι μόνο: επίσης από τους τομείς των επιστημών: aritmetika (< αριθμητική), gramatika (< γραμματική), filosofija (< φιλοσοφία), astronomija (< αστρονομία). Στη βουλγαρική περνούν δάνεια από την καθημερινή ζωή, π.χ. kokal (< κόκαλο), visna (< βύσσινο), krevat (< κρεβάτι), magdanoz (< μαϊντα­νός), hartija (< χαρτί), και βέβαια δεκάδες είναι τα κύρια ονόματα, π.χ. Andrei (< Ανδρέας), Anastas (< Αναστάσιος), Atanas (< Αθανάσιος), Georgi (< Γεώρ­γιος), Irina (< Ειρήνη).

Tα σύνορα της Βυζαντινής αυτο­κρατορίας αλλάζουν από αιώνα σε αιώνα. Το 717-718 μ.Χ. οι Άραβες επιχειρούν να καταλάβουν την ίδια την Κωνσταντινούπολη, χωρίς να τα καταφέρουν, θέτουν ωστόσο υπό την κυριαρχία τους την Κρήτη για περισσότερα από 130 χρόνια. Ελ­ληνικές λέξεις που βρίσκουμε στα αραβικά είναι: isfalt (< άσφαλτος), balsam (< βάλσαμον), daftar (< διφθέρα), kalamu (< κάλαμος), falsafa (< φιλοσοφία). Το 867 μ.Χ. η έκταση του Βυζαντίου έχει περιοριστεί αρκετά, αν και στις αρχές του 11ου αιώνα έχει κερδίσει σε έκταση. Λίγο πριν την Άλωση του 1453 όμως στη δικαιοδοσία των Βυζαντινών έχουν μείνει ελάχιστες περιοχές.

Γενικά τα παράλια του Βυζαντίου και τα νησιά είναι αρκετά ευάλωτα σε θα­λάσσιες επιχειρήσεις λαών που έχουν εντωμεταξύ αποκτήσει ναυτική δύναμη. Οι Ιταλοί, οι Βενετσιάνοι και οι Γενουάτες καταλαμβάνουν σταδιακά καίριες θέσεις στο Αιγαίο, εγκαθιστώντας εμπορικούς σταθμούς και ναυτικές βάσεις. Αποτέλε­σμα, η επαφή της ελληνικής γλώσσας με την ιταλική και τις διαλέκτους της, και βεβαίως ο δανεισμός. Στην ιταλική και κυρίως σε ιταλικές διαλέκτους βρίσκουμε πλήθος δανείων που πέρασαν στη γλώσσα από τη μεσαιωνική ελληνική στην ιτα­λική: cacomiro ‘βαρετός’ (< κακομοίρης), cama ‘κάψα, μεγάλη ζέστη’ (< μσν. κάμα < καύμα), dramoni ‘κόσκινο για δημητριακά’ (< δερμόνιον), pasimata ‘είδος ψωμιού’ (< παξιμάδα, παξιμάδιον), piron ‘πιρούνι’ (< περόνιον), proto ‘πρώτος μεταξύ των κτιστών’ (< πρώτος), scafa ‘νεροχύτης’ (< σκάφη) κτλ.

Το γλωσσικό αποτέλεσμα της σταδιακής εδαφικής συρρίκνωσης του Βυζαντίου, που συνδυάζεται με την απώλεια επαφής ανάμεσα στις απομακρυσμένες επαρχίες και στα κέντρα του βυζαντινού ελληνισμού (Κωνσταντινούπολη κτλ.), είναι αφε­νός μια μείωση της ελληνόφωνης επικράτειας, που βέβαια δεν συμβαδίζει με την εδαφική συρρίκνωση του Βυζαντίου, και αφετέρου η δημιουργία των μεσαιωνικών και των νεοελληνικών διαλέκτων. Καθώς κάποιες περιοχές αποκόπτονται από την επικράτεια του βυζαντινού κράτους, απομονώνονται σε μεγάλο βαθμό από αυτό και η γλώσσα σε αυτές ακολουθεί μια δική της, σχετικά ανεξάρτητη πορεία, και διαφοροποιείται σταδιακά όλο και περισσότερο από την κοινή της Κωνσταντι­νούπολης και των άλλων κεντρικών περιοχών. Για παράδειγμα, όταν η ενδοχώρα της Μ. Ασίας χάνεται οριστικά για το Βυζάντιο μετά τις ήττες των Βυζαντινών από τους Τούρκους στο Ματζικέρτ και στο Μυριοκέφαλο, οι ελληνόφωνοι της περιοχής εγκλωβίζονται εντός της οθωμανικής επικράτειας και η γλώσσα τους ακολουθεί μια δική της πορεία, δημιουργώντας διαλέκτους όπως η καππαδοκική. Με παρόμοιο τρόπο, όταν οι βυζαντινές κτήσεις της Κάτω Ιταλίας χάνονται τον 11ο αιώνα, οι εκεί Έλληνες έχουν έναν επιπλέον λόγο να αναπτύξουν τα δικά τους, ιδιαίτερα διαλεκτικά χαρακτηριστικά, που έχουν ως αποτέλεσμα την εδραίωση των σημερινών κατωιταλικών διαλέκτων της Καλαβρίας και της Απουλίας.

  1. Η ελληνική στην Ανατολή – Τουρκοκρατία και νεοελληνικό κράτος

Ορόσημο για την έναρξη της Τουρκοκρατίας θεωρείται το 1453, αν και τα πε­ρισσότερα τμήματα του σημερινού ελληνικού κράτους βρίσκονταν ήδη υπό τουρ­κική κατοχή πριν από τη χρονολογία αυτή. Η κινητικότητα των πληθυσμών, ελληνόφωνων και μη, εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι εξισλαμισμοί, η υποχρεωτική κάποτε μετεγκατάσταση Ελλήνων, τροποποίησαν κατά τόπους το γλωσσικό σκηνικό, αλλά δεν άλλαξαν τη γενική εικόνα: κατά τόπους η ελληνοφωνία είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη, και ειδικά στο νότιο τμήμα της Βαλκανικής η ελληνική κυριαρχεί, όπως και σε μέρη της Μ. Ασίας ή στον Πόντο.

Η ελληνική επίδραση στην τουρκική είναι ανάλογη της μακροχρόνιας επαφής με τον τουρκικό λαό: ahlat (< αχλάδι), yali (< γιαλός < αιγιαλός), ahtapot (< οχταπόδι), zivgar (< ζευγάρι), firakti (< φράκτης), halaz (< χαλάζι), koraf (< χωράφι), levrek (< λαβράκι), fener (< φανάρι), tirpan (< δρεπάνι), irgat (< εργάτης), evlek (< αυλάκι), anahtar (< ανοιχτήρι).

Ένας ακόμη λαός με τον οποίο οι Έλληνες αντάλλαξαν γλωσσικό υλικό είναι οι Αλβανοί ή, όπως έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε τους αλβανόφωνους που κατοικούσαν στον ελληνόφωνο κορμό, οι Αρβανίτες. Από την ελληνική τα αλβα­νικά πήραν λέξεις όπως: nikoqiri ‘ο νοικοκύρης’ (< νοικοκύρης), prika ‘η προίκα’ (< προίκα), ormis ‘ορμώ’ (< ορμήσω, ορμώ), stolis ‘στολίζω’ (< στολίσω, στολίζω), pllakos ‘πλακώνω’ (< πλακώσω, πλακώνω) καθώς και ανθρωπωνύμια: Jorgo (< Γιώργος), Panajot (< Παναγιώτης), Niko (< Νίκος), Vangjel (< Βαγγέλης), Parashqevi (< Παρασκευή), Costa (< Κώστας).

Εντωμεταξύ, στο πλαίσιο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ολοκληρώνεται η διαλεκτική διάσπαση της ελληνικής, με αποτέλεσμα στις αρχές του 19ου αιώνα ο ελληνόφωνος χώρος να είναι γλωσσικά κατακερματισμένος σε ένα σύνολο δια­λέκτων και ιδιωμάτων.

Η δημιουργία και οι σταδιακές επεκτάσεις του νεοελληνικού κράτους αλλάζουν τα δεδομένα προς όφελος της ελληνικής, αλλά, ενώ ο 20ός αιώνας ξεκινάει με τις πιο ευοίωνες προοπτικές, ύστερα από τους Βαλκανικούς πολέμους, μια δε­καετία αργότερα η Μικρασιατική καταστροφή και η ανταλλαγή των πληθυσμών αλλάζει το γλωσσικό σκηνικό τόσο στη Μικρά Ασία όσο και στη Βόρεια Ελλάδα. Η οριστική απώλεια της ελληνοφωνίας στη Μικρά Ασία έρχεται σε αντιδιαστολή με την πολύ μεγάλη αύξηση του ποσοστού της ελληνοφωνίας στη Μακεδονία, από όπου απομακρύνονται τουρκόφωνοι πληθυσμοί. (Η ανταλλαγή, βέβαια, δεν έγινε με κριτήριο τη γλώσσα αλλά με τη θρησκεία, ωστόσο σε πολύ μεγάλο ποσοστό οι ορθόδοξοι ήταν και ελληνόφωνοι και οι μουσουλμάνοι τουρ­κόφωνοι.)

  1. Η ελληνική στη Δύση

Ας εξετάσουμε τώρα τα πράγματα στη Δύση, από τον Μεσαίωνα και μετά. Στη Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά από ό,τι στην Ανατολική. Εκεί η ελληνική δεν διεκδίκησε την πρωτοκαθεδρία. Στις περιο­χές της Δυτικής Ευρώπης που κατέκτησαν οι Ρωμαίοι η λατινική στέριωσε χωρίς να απειληθεί από την ελληνική, οι εστίες της οποίας ήταν αρκετά απομακρυσμέ­νες. Η λατινική δεν απειλήθηκε όμως ούτε από τις γλώσσες των φύλων που κατέκλυσαν τη Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 5ο αιώνα και μετά – τα φύλα αυτά απορροφήθηκαν γλωσσικά από τους λατινόφωνους κατοίκους της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ιβηρικής. Μόνο στο κομμάτι της Νότιας Ιταλίας, που παρα­δοσιακά ήταν ελληνόφωνο ήδη από την αρχαία εποχή, η ελληνική κατάφερε να αντέξει, και την ελληλοφωνία αυτή την ενίσχυσε η αυξημένη, σε σχέση με την υπόλοιπη Ιταλία, βυζαντινή παρουσία σε αυτό το τμήμα της Ιταλικής χερσονήσου, με αποτέλεσμα να διατηρούνται εκεί ως σήμερα τα ελληνικά ιδιώματα της Καλαβρίας και της Απουλίας.

Είναι ίσως οξύμωρο, αλλά όσο το Βυζάντιο συρρικνώνεται εδαφικά στην Ανα­τολή τόσο η αρχαία ελληνική αναβαθμίζεται στη Δύση, στον ίδιο δηλαδή κόσμο που έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για αυτή τη συρρίκνωση. Οι Σταυροφορίες έδω­σαν καίρια χτυπήματα στο ευάλωτο Βυζάντιο, η ελληνική επίδραση στη Δύση όμως – και επομένως η θέση της ελληνικής στον σημερινό δυτικό πολιτισμό – επηρεάζεται από την ακτινοβολία της αρχαίας ελληνικής (και μαζί της λατινικής) που ξεκινάει από τους αιώνες του ύστερου Μεσαίωνα. Αυτή η ακτινοβολία συνε­χίζεται κατά την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό ως τη σύγχρονη εποχή. Πρό­κειται για μια επίδραση πολύ διαφορετικής φύσης από αυτή που γνωρίσαμε κατά την ελληνιστική εποχή, αλλά εξίσου καθοριστική για τους λαούς που τη δέχτηκαν – στην ουσία, για ολόκληρο τον Δυτικό πολιτισμό.

Για αυτή την επίδραση συχνά γίνεται λόγος με όρους που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Υπερτονίζεται, για παράδειγμα, κάποτε η ποσότητα των ελληνικών δανείων στις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, π.χ. στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κτλ., αλλά και σε άλλες, π.χ. στη σύγχρονη τουρκική, χωρίς να αποσα­φηνίζονται οι πραγματικές διαδρομές των επιδράσεων, που μόνο αυτές δείχνουν υπαρκτές σχέσεις μεταξύ λαών και γλωσσών.

Από τα τέλη του Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη αλλά και στον αραβικό κόσμο μελετώνται αρχαία ελληνικά κείμενα για επιστήμες, μαθηματικά, φιλοσοφία. Στα κείμενα αυτά η Αναγέννηση προσθέτει για πρώτη φορά έργα ιστορικών, ρητόρων και ποιητών. Η ελληνική φάση του ονομαζόμενου αναγεννησιακού ουμανισμού (έχει προηγηθεί η λατινική) ξεκινάει τον 15ο αιώνα από την Ιταλία και συγκε­κριμένα από τη Φλωρεντία. Σταδιακά σε πολλά δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια ιδρύονται έδρες διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής. Την Αναγέννηση τη διαδέ­χεται ο Διαφωτισμός. Η θέαση του κόσμου στα τέλη του 18ου αιώνα είναι εντελώς διαφορετική από ό,τι στα τέλη του 16ου. Οι δύο αυτοί αιώνες βάζουν στην ιστο­ρία της επιστήμης και γενικότερα της ανθρώπινης σκέψης τα θεμέλια που έχουν μέχρι σήμερα, με την ελληνική να έχει βρει εξέχουσα θέση στον νέο κόσμο που διαμορφώνεται με την ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας.

Όλοι μας αναγνωρίζουμε πως σε ξένες γλώσσες υπάρχουν λέξεις ελληνικής προέλευσης, και μάλιστα πολλές φορές η ομοιότητα μεταξύ των γλωσσών αυτών ως προς το συγκεκριμένο λεξιλόγιο είναι προφανής. Εδώ είναι απαραίτητος ένας σαφής διαχωρισμός. Υπάρχουν κατ’ αρχάς λέξεις που οι ξένες γλώσσες του δυτι­κού πολιτισμού, τις δανείστηκαν απευθείας από τα αρχαία ελληνικά:

Ακαδημία > γαλλ. academie, αγγλ. academy, πορτ. academia, γερμ. Akademie, τσέχ. akademie,

αλφάβητον > γαλλ. alphabet, αγγλ. alphabet, πορτ. alfabeto, γερμ. Alphabet, τσέχ. abeceda,

αναλυτικός > γαλλ. analytique, αγγλ. analytic, πορτ. analitico, γερμ. analytisch, τσέχ. analyticky,

ειρωνεία > γαλλ. ironie, αγγλ. ironie, πορτ. ironia, γερμ. Ironie, τσέχ. ironie,

δημοκρατία > γαλλ. democratie, αγγλ. democracy, πορτ. democracia, γερμ. Demokratie, τσέχ. demokracie,

πλανήτης > γαλλ. planete, αγγλ. planet, πορτ. planeta, γερμ. Planet, τσέχ. pla- neta,

σύμβολον > γαλλ. symbole, αγγλ. symbol, πορτ. simbolo, γερμ. Symbol, τσέχ. symbol,

φιλοσοφία > γαλλ. philosophie, αγγλ. philosophy, πορτ. filosofia, γερμ. Philosophie, τσέχ. filosofie.

Υπάρχουν όμως και άλλες που, αν το καλοσκεφτούμε, και βέβαια αν τις ψάξουμε στα λεξικά της αρχαίας ελληνικής, δεν θα τις βρούμε για προφανείς λόγους. Π.χ.

γαλλ. anachronisme, αγγλ. anachronism, πορτ. anacronismo, γερμ. Anachronismus, τσέχ. anachronismus, νεοελλ. αναχρονισμός,

γαλλ. autobiographie, αγγλ. autobiography, πορτ. autobiografia, γερμ. Auto- biographie, τσέχ. autobiografie, νεοελλ. αυτοβιογραφία,

γαλλ. megaphon, αγγλ. megaphon, πορτ. megafone, γερμ. Megaphon, τσέχ. megaphon, νεοελλ. μεγάφωνο,

γαλλ. microscope, αγγλ. microscope, πορτ. microsc0pio, γερμ. Mikroskop, τσέχ. mikroskop, νεοελλ. μικροσκόπιο, γαλλ. zoologie, αγγλ. zoology, πορτ. zoologia, γερμ. Zoologie, τσέχ. zoologie, νεοελλ. ζωολογία.

Οι λέξεις αυτές δεν είναι – και δεν θα μπορούσαν να είναι – κατασκευασμένες στην αρχαία ελληνική, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν οι έννοιες τις οποίες περιγράφουν: δεν υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα ούτε μεγάφωνα, ούτε μικρο­σκόπια ούτε η επιστήμη για τα ζώα ονομαζόταν ζωολογία: τα σχετικά συγγράμ­ματα του Αριστοτέλη ονομάζονται Περί τα ζώα ιστορίαι και Περί ζώων μορίων. Αυτές οι λέξεις, που ανήκουν στο φιλοσοφικό, το επιστημονικό, το τεχνολογικό, το τεχνικό λεξιλόγιο, π.χ. στην ιατρική, στη φυσική, στην αστρονομία, στην ηλε­κτροτεχνία κτλ., δημιουργήθηκαν σε πρόσφατες εποχές από ξένους που ανέπτυξαν αυτές τις επιστήμες ή τις τεχνικές, επομένως σε ξένες γλώσσες, αλλά με βάση αρχαία ελληνικά συνθετικά. Και μάλιστα, τα νεοελληνικά αντίστοιχά τους προ­έρχονται από αυτές τις ξένες γλώσσες, στις οποίες οι λέξεις αυτές πρωτοσχηματίστηκαν. Είναι τα λεγόμενα νεότερα δάνεια από αναγνώριση, δηλαδή, λέξεις που δημιουργήθηκαν κυρίως στη γαλλική και στην αγγλική, και πέρασαν στη συνέχεια στη νέα ελληνική. Οι νεότεροι Έλληνες, που θέλησαν να εισαγάγουν και αυτοί στη γλώσσα τους τις έννοιες αυτές, και μαζί τις λέξεις που τις εκφράζουν, ανα­γνώρισαν την απώτερη αρχαία ελληνική προέλευση των στοιχείων τους και τις απέδωσαν ως αναχρονισμός, αυτοβιογραφία, μεγάφωνο, μικροσκόπιο, ζωολογία κτλ.

  1. Λίγα πορτογαλικά…

Θα τελειώσουμε με μια άσκηση, για να καταλάβουμε τις πραγματικές διαστάσεις της σχέσης της ελληνικής με άλλες δυτικές γλώσσες. Θα ξεκινήσουμε με την πα­ράθεση ενός κειμένου στα πορτογαλικά.

Nume ha que os malquistasse? O que o Supremo
Teve em Latona. Infenso um letal morbo
No campo ateia; o povo perecia,
Sό porque o rei desacatara a Crises.
Com ricos dons remir viera a filha
Aos alados baixéis, nas mâos o cetro
E a do certeiro Apolo infula sacra

Προφανώς οι περισσότεροι, που δεν γνωρίζουμε τη γλώσσα, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι λέει το κείμενο. Είναι μετάφραση, σε παλαιότερη μάλιστα μορφή της πορτογαλικής, ενός αποσπάσματος από τη ραψωδία Α της Ιλιάδας, το οποίο παραθέτω αμέσως από τη μετάφραση των Ν. Καζαντζάκη – Ι. Κακριδή.

Ποιος τάχα απ’ τους θεούς τούς έσπρωξε να μπούνε σ’ έτοια αμάχη;
Του Δία και της Λητώς τούς έσπρωξεν ο γιος, που με το ρήγα
χολιάζοντας κακιά εξεσήκωσεν αρρώστια και πέθαιναν
στρατός πολύς· τι δε σεβάστηκεν ο γιος του Ατρέα το Χρύση
του θεού το λειτουργό· στ’ Αργίτικα γοργά καράβια είχε έρθει
με λύτρα αρίφνητα, την κόρη του να ξαγοράσει πίσω,
του μακροσαγιτάρη Απόλλωνα κρατώντας τα στεφάνια

(Ιλιάδα, Α 9-14)

Τι θα λέγαμε, ωστόσο, για τις προτάσεις που ακολουθούν;

Anatomia é o estudo da estrutura macroscópica fisica dos organismos. Estuda as grandes estruturas, o esqueleto, a musculatura, os vasos sanguineos arteriais e venosos.

Bioetica é o estudo do relacionamento entre biologia, medicina e filosofia, especialmente da disciplina etica e metafisica.

Fisiologia é o estudo do funcionamento normal do organismo.

Τις καταλαβαίνουμε, νομίζω, πλήρως, αν και είναι συνταγμένες στην ίδια, άγνωστη σε μας, ξένη γλώσσα, την πορτογαλική. Το λεξιλόγιό τους μας είναι οι­κείο για δύο λόγους: (α) γιατί το γνωρίζουμε από άλλες γλώσσες, π.χ. το estudo μας θυμίζει το αγγλ. study, το estrutura μας θυμίζει το αγγλ. structure κτλ., λέ­ξεις οι οποίες στην αγγλική γλώσσα έχουν απώτερη λατινική προέλευση, και (β) γιατί το γνωρίζουμε από τα νέα ελληνικά, π.χ. anatomia – ανατομία, macroscópica – μακροσκοπικός, fisica – φυσικός, organismos – οργανισμός: και στις δύο γλώσσες, στα πορτογαλικά και στα νέα ελληνικά, η απώτερη προέλευση των λέξεων αυτών είναι από την αρχαία ελληνική – με τη σαφή, βέβαια, διάκριση που κάναμε παραπάνω, πρώτον σε λέξεις που υπήρχαν αυτούσιες στην αρχαία και δεύ­τερον σε άλλες που κατασκευάστηκαν από δυτικούς σε νεότερες εποχές με βάση αρχαία ελληνικά στοιχεία. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν τα ανατομία και φυσικός, στη δεύτερη τα μακροσκοπικός και οργανισμός.

Συγκεκριμένα, η λ. ανατομία είναι αρχαία ελληνική, και πέρασε, μέσω της λα­τινικής, σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ τη χρησιμοποιούμε και σήμερα στη νέα ελληνική ως λόγιο δάνειο από την αρχαία. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τη λ. φυσικός. Στη νέα ελληνική προέρχεται από το αρχ. φυσικός, έχοντας προσ- λάβει και σημασίες του γαλλ. naturel, του αγγλ. natural, αλλά και του γαλλ. phy­sique, που με τη σειρά του προέρχεται από το λατ. physica ‘φυσικές επιστήμες’, με προέλευση βέβαια επίσης από την αρχαία ελληνική: αρχ. φυσική ‘μελέτη των πραγμάτων της φύσης’. Οι λ. μακροσκοπικός και οργανισμός όμως δεν υπήρχαν στην αρχαία ελληνική, αλλά σχηματίστηκαν σε κάποια δυτικοευρωπαϊκή γλώσσα με βάση αρχαία ελληνικά στοιχεία. Το πρώτο εμείς οι Νεοέλληνες το πήραμε από το γαλλ. macroscopique < macro- < αρχ. μακρός, κατά το microscopique = μικροσκοπικός, ενώ το δεύτερο το πήραμε από το γαλλ. organisme < γαλλ. organe < αρχ. οργανον.

Έτσι, είτε με δανεισμό λέξεων που υπήρχαν αυτούσιες στην αρχαία ελληνική, είτε με δανεισμό στοιχείων που αποτέλεσαν δομικά χαρακτηριστικά νεότερου λε­ξιλογίου (π.χ. macro-, micro-, skop-, organo- κτλ.), η αρχαία ελληνική και η λα­τινική επηρέασαν τις περισσότερες γλώσσες του δυτικού κόσμου.

Ακολουθούν μερικά πρώτα συνθετικά αρχαίας ελληνικής προέλευσης:

angio- < αρχ. άγγειον: γαλλ. angiographie (> νεοελλ. αγγειογραφία)

agora- < αρχ. άγορά: γερμ. Agoraphobie, γαλλ. agoraphobie (> νεοελλ. αγορα­φοβία)

adeno- < αρχ. άδήν: γαλλ. adenopathie (> αδενοπάθεια)

aero- < αρχ. άήρ: γαλλ. aerostat, aerodrome, aerophagie (> αερόστατο, αεροδρό­μιο, αεροφαγία)

allo- < αρχ. άλλος: αγγλ. allogenic, γαλλ. allophone (> αλλογενετικός, αλλό­φωνο)

amylo- < ελνστ. άμυλον: νλατ. amylolysis (> αμυλόλυσις)

andro- < αρχ. άνήρ: γαλλ. androgene, αγγλ. andrology (> ανδρογόνος, ανδρο­λογία)

antho- < αρχ. άνθος: νλατ. anthologia, anthozoa (> ανθολογία, ανθόζωα).

Συνέβη το ίδιο στην αραβική ή στην κινεζική, για παράδειγμα, και γιατί ναι ή γιατί όχι; Την απάντηση θα την αναζητήσουμε στις ιστορικές συνθήκες που διαμόρφωσαν τους λαούς της Δυτικής (κυρίως) Ευρώπης, της Αμερικής και της Αυστραλίας και τους κατέστησαν μια πολιτισμική ενότητα, για την οποία χρησι­μοποιείται σήμερα ο όρος Δυτικός πολιτισμός. Η ενότητα αυτή του Δυτικού πο­λιτισμού, που έχει ως βάση του την ελληνική και στη συνέχεια τη ρωμαϊκή παράδοση, πάνω στις οποίες επικάθησε ως τρίτος παράγοντας ο χριστιανισμός, αυτή η ενότητα η οποία συνέδεσε σε μεγάλο βαθμό τις τύχες των λαών των πε­ριοχών αυτών, με αποτέλεσμα την – όσο το δυνατόν – κοινή πολιτική, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική, θρησκευτική κτλ. συγκρότηση, αυτή λοιπόν η ενότητα έχει επηρεάσει βαθιά τις γλώσσες μας, όπως μας έδειξε και το παράδειγμα της, άγνωστης στους περισσότερους από εμάς, πορτογαλικής, και μας έχει προσφέρει κοινούς τρόπους να βλέπουμε τα πράγματα. Η ενότητα αυτή σφυρηλάτησε τις γλώσσες και σφυρηλατήθηκε από αυτές – γιατί γλώσσα και τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Ο Γιώργος Παπαναστασίου είναι  Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορικής Γλωσσολογίας του Α.Π.Θ. και Διευθυντής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών

Ο Παναγιώτης Ανδρέου είναι επιστημονικό συνεργάτη του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών

Πηγή: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία