Macro

Οι ελεγκτές επιστρέφουν, ο νεοφιλελευθερισμός υποχωρεί

Όταν ο Ρούπερτ Μέρντοχ λέει ότι η Google έχει υπερβολική δύναμη στην αγορά, όταν ο [συντηρητικός πρώην υπουργός Οικονομίας της Αυστραλίας] Πίτερ Κοστέλο ζητάει την εθνικοποίηση όλου του συνταξιοδοτικού συστήματος, όταν η Τράπεζα της Κοινοπολιτείας ζητάει από την Αυστραλιανή κυβέρνηση να παρέμβει και να δώσει κίνητρα προκειμένου να αυξηθούν οι μισθοί, το παιχνίδι έχει αλλάξει.

Η κρατική παρέμβαση είναι πάλι της μόδας. Ρύθμιση με κεφαλαίο Ρ. Μετά από χρόνια ρυθμιστικής καχεξίας, ένα νέο πολιτικό αφήγημα σχηματίζεται λόγω της μεγάλης ανάγκης να γίνει κάτι.

Η Λόρα Τινγκλ, της Australian Financial Review, παρατηρεί ότι «όλο και συχνότερα, αυτό που κινητοποιεί την πολιτική είναι η ανάγκη να παρέμβει η κυβέρνηση και να διορθώσει τις αποτυχίες της αγοράς». Η αλλαγή «έχει έρθει τόσο σταδιακά που σχεδόν δεν έχει γίνει αντιληπτή» έγραψε πρόσφατα.

Η εκτεταμένη αποτυχία της αγοράς είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα δεκαετιών νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Τόσο η απορρύθμιση όσο και η κακή ρύθμιση φέρνουν την αποτυχία, και η σημερινή οικονομία έχει κι από τα δύο.

Η αλλαγή μπορεί να ήρθε σταδιακά, η κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας όμως είναι εντυπωσιακή. Μόλις πριν από τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση της Αυστραλίας προσπάθησε να καταργήσει τη νομική υποχρέωση των τραπεζών να δρουν με γνώμονα το συμφέρον των πελατών τους. Νωρίτερα φέτος ήρθε η τούμπα. Επιβλήθηκε νέος φόρος στις τράπεζες και εισήχθη ένα νέο πλαίσιο λογοδοσίας για τα στελέχη των τραπεζών.

Δεκαετίες απορρύθμισης, και το επακόλουθο όργιο απληστίας, έφερε συστημικές καταχρήσεις –εις βάρος καταναλωτών, εργαζομένων, συνταξιούχων, μεταναστών, φοιτητών και μη προνομιούχων οικονομικά και κοινωνικά. Μονοπώλια και ολιγοπώλια επιβάλουν τους όρους τους σε τομείς όπως ο τραπεζικός, ο ασφαλιστικός, ο λογιστικός, των σούπερ μάρκετ, της ενέργειας, και των τηλεπικοινωνιών.

Τα αποτελέσματα της προσοδοθηρίας εκ μέρους αυτών των εταιρειών βοήθησαν να χαθεί μια δεκαετία. Η βιομηχανία προσφοράς χρηματοοικονομικών υπηρεσιών είναι γεμάτη από αδιαφανή συμβόλαια και προϊόντα. Με το πρόσχημα της «επιλογής του καταναλωτή» η χρηματιστικοποίηση προσφέρει περίπλοκα, πολύ επικερδή προϊόντα αμφισβητήσιμης αξίας για την οικονομία. Αν τα συνδυάσει κανείς με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι συνταξιούχοι και οι μη προνομιούχοι γενικότερα, προκύπτει σφαγή.

Στην αγορά εργασίας επικρατεί χάος. Οι νόμοι στους χώρους εργασίας δεν επιτελούν το σκοπό τους και ανατρέπονται εύκολα από εταιρικές πρακτικές που κατακερματίζουν και αποδυναμώνουν τους εργαζόμενους. Οι ελεγκτές δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τον, χωρίς προηγούμενο, αριθμό περιπτώσεων κλοπής μισθού. Τα θύματα είναι συχνά χαμηλόμισθοι φοιτητές, μετανάστες και μεγαλύτεροι εργαζόμενοι με λιγότερα προσόντα, που δεν έχουν διαπραγματευτική δύναμη. Αυτό που απαιτείται είναι η πλήρης αναδιαμόρφωση του νομικού πλαισίου.

Η κατάσταση δεν είναι πρωτοφανής. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο αμερικανός πρόεδρος Θίοντορ Ρούζβελτ διέλυσε μονοπώλια στην Αμερική μέσω ενός συνδυασμού νέων νόμων και αυστηρής εφαρμογής τους από τις εποπτικές αρχές.

Για τους πολιτικούς, ο άθλος του να επιβλέπουν και να ελέγχουν τις μεγάλες εταιρείες είναι τρομακτικός. Από πού να αρχίσουν;

Πρώτα, από την παραδοχή ότι δεν υπάρχουν ελεύθερες αγορές. Όλες οι επιχειρήσεις λειτουργούν μέσα σε κάποιο ρυθμιστικό πλαίσιο. Οι εταιρείες έχουν καταστατικά και το ζήτημα είναι σε τι βαθμό θα ρυθμίζονται. Δεύτερον, η κρατική παρέμβαση είναι τέχνη, όχι επιστήμη. Απαιτεί συνεχείς πειραματισμούς, δυναμισμό και την παραδοχή ότι τα λάθη είναι αναπόφευκτα.

Οι Facebook, Google και Apple ασκούν μεγάλη δύναμη στην αγορά ανατρέποντας τα φορολογικά καθεστώτα, υποσκάπτοντας και υποκαθιστώντας τη δημοσιογραφία και αδίστακτα συλλέγοντας και πουλώντας προσωπικά δεδομένα. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί στην Ευρώπη έχουν αρχίσει να περιορίζουν τις υπερβολές τους. Η δημοσιογράφος των Financial Times Ρανά Φορουχάρ, είναι μόλις μια μέσα σε ένα πλήθος που μεγαλώνει και ζητά «να σπάσουν τα μονοπώλια της Σίλικον Βάλεϊ, όπως έχει συμβεί σε όλα τα φυσικά μονοπώλια, από τους σιδηροδρόμους, ως τις τηλεπικοινωνίες». Ακόμα κι ο Ρούπερτ Μέρντοχ συμφωνεί.

Οι χαλαρές προδιαγραφές εταιρικής διακυβέρνησης αποτελούν αντανάκλαση της αδυναμίας των ελεγκτών, που υποφέρουν από χρόνια υποχρηματοδότηση και διάβρωση από τον ιδιωτικό τομέα. Καθώς οι εταιρείες έχουν γίνει πολύ μεγάλες και ισχυρές, οι ελεγκτές έχουν αποφύγει τις δυναμικές επεμβάσεις φοβούμενοι την αποσταθεροποίηση της αγοράς.

Για να πετύχει η επερχόμενη εποχή στιβαρών ρυθμίσεων θα χρειαστεί μια νέα γενιά δυναμικών ελεγκτών που θα διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα. Οι μέρες που οι ελεγκτικές αρχές δημοσίευαν δελτία τύπου τα οποία προενέκριναν οι ίδιες οι εταιρείες τις οποίες ερευνούσαν, και στήριζαν υπαλλήλους των εν λόγω εταιρειών έχουν τελειώσει.Οι πολιτικοί δεν έχουν καταφέρει ακόμα να στοιχειοθετήσουν το κατάλληλο αφήγημα για να προωθήσουν τις ρυθμίσεις, είτε όμως θα τις στηρίξουν, είτε θα μείνουν πίσω.

Ο Josh Bornstein είναι δικηγόρος, συγγραφέας και μέλος του συμβουλίου του Australia Institute.

Πηγή: The Guardian