Συνεντεύξεις

Έφη Αχτσιόγλου: Ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί την οργανική του σχέση με την κοινωνία

Από τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για τη μη περικοπή μισθών και συντάξεων φτάσαμε στην αύξηση του κατώτατου μισθού. Τι μεσολάβησε;

Μεσολάβησε η οριστική έξοδος της χώρας από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας εποχής για τη χώρα αλλά και την ανάκτηση των κυριαρχικών αρμοδιοτήτων μας ως κυβέρνησης, να σχεδιάζουμε και να εφαρμόζουμε πολιτικές που επιλέγουμε οι ίδιοι. Προφανώς τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχαμε καταφέρει αυτά τα χρόνια να ανατάξουμε την οικονομία, να βάλουμε σε τάξη τα δημόσια οικονομικά, να θέσουμε οριστικό τέλος στον κύκλο της ύφεσης και να περάσουμε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Παράλληλα, ενώ λάβαμε πολλά μέτρα για την ενίσχυση της κοινωνικής πλειοψηφίας, ιδίως τους τελευταίους πέντε μήνες, θεωρώ ότι η αύξηση του κατώτατου και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους συνιστούν τα πλέον εμβληματικά στοιχεία και αποδεικνύουν στην πράξη ότι η έξοδος από τα μνημόνια έχει άμεσο και απτό αποτύπωμα στην καθημερινότητα των εργαζομένων.

Με βάση τις εκτιμήσεις σας, ποιοι και πόσοι συμπολίτες μας θα ωφεληθούν από την αύξηση; Σας ικανοποιούν τα επίπεδα αμοιβών στην Ελλάδα όταν απέχουμε αρκετά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο;

Η αύξηση του κατώτατου μισθού βελτιώνει άμεσα το εισόδημα 880.000 συμπολιτών μας. Περίπου 600.000 είναι οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ή λίγο υψηλότερο αυτού και τους οποίους η αύξηση επηρεάζει και άλλοι 280.000 οι δικαιούχοι 24 επιδομάτων, όπως του επιδόματος ανεργίας, μητρότητας κ.ά., τα οποία συνδέονται και άρα αυξάνονται μαζί με τον κατώτατο μισθό. Επίσης, με ρύθμιση που θα φέρουμε άμεσα στη Βουλή θα αυξηθούν από την 1η Φεβρουαρίου και οι μισθοί για την κοινωφελή εργασία.

Οσον αφορά στο επίπεδο των αμοιβών στην Ελλάδα, τούτο προφανώς δεν είναι ικανοποιητικό, αλλά γι’ αυτό υπάρχουν και πολιτικές ευθύνες. Οταν το 2012 η τότε συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ περιέκοψε εν μια νυκτί τον κατώτατο μισθό κατά 22% και κατά 32% για τους νέους και ταυτόχρονα ανέστειλε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στη χώρα, ανέστειλε, δηλαδή, τη δυνατότητα των εργαζομένων να επιτυγχάνουν αυξήσεις στους μισθούς τους, προφανώς αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν μια γενικευμένη καθίζηση των μισθών. Ηταν αναμενόμενο. Ιδίως όταν παράλληλα η τότε συγκυβέρνηση εκτίνασσε την ανεργία στο 28% και στο 60% για τους νέους, πράγμα που καθιστούσε τον εργαζόμενο πλήρως αναλώσιμο και τον έφερνε σε πλήρη αδυναμία διεκδίκησης καλύτερου μισθού. Ηταν προδιαγεγραμμένο ότι οι μισθοί θα καταβαραθρωθούν. Ηταν, εξάλλου, πολιτική επιλογή της τότε συγκυβέρνησης η μείωση του λεγόμενου εργατικού κόστους. Επομένως, δεν αρκεί μόνο να παρατηρούμε τα γεγονότα σαν να είναι φυσικά φαινόμενα, λες και δεν υπάρχουν αιτίες και συγκεκριμένες πράξεις που τα παρήγαγαν.

Από την πλευρά μας θέσαμε ως στόχο την αντιστροφή αυτής της κατάστασης. Γι’ αυτό προχωρήσαμε σε μια σημαντική αύξηση κατώτατου μισθού της τάξης του 11% και 27% για τους νέους. Γι’ αυτό επαναφέραμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στη χώρα. Γι’ αυτό μειώσαμε την ανεργία περισσότερο από οκτώ μονάδες. Επιστρέφουμε έτσι στους εργαζόμενους ένα μέρος απ’ όσα τους αφαίρεσαν οι πολιτικές λιτότητας των προηγούμενων κυβερνήσεων.

Η αντιπολίτευση, πάντως, δεν υποδέχτηκε ασμένως την παραπάνω εξέλιξη. Η μεν ΝΔ σας εγκαλεί για καθυστερήσεις και εμπαιγμό, το δε ΚΙΝΑΛ ότι αυτή θα χαθεί από τη μείωση του αφορολόγητου. Τι απαντάτε;

Τόσο η ΝΔ όσο και το ΚΙΝΑΛ θα πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να αναμετρηθούν με τα πεπραγμένα τους, αυτά που προανέφερα. Και τα δύο κόμματα χρησιμοποιούν επιχειρήματα που δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Η ΝΔ αποκρύπτει το γεγονός ότι ο νόμος για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού έθετε ως προϋπόθεση την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ένα πεδίο στο οποίο η κυβέρνηση Σαμαρά απέτυχε παταγωδώς. Αντιθέτως, από την πλευρά μας επιταχύναμε τη διαδικασία της αύξησης με ειδική ρύθμιση που φέραμε στη Βουλή αμέσως μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, ώστε να καταλήξουμε στην αύξηση μέσα σε λιγότερο από πέντε μήνες.

Οσον αφορά στο αφορολόγητο, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού, όσοι αμείβονται με αυτόν εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από το αφορολόγητο όριο. Σε όσους δε από την αξιωματική αντιπολίτευση επικαλούνται το μέτρο της μείωσης του αφορολόγητου το 2020, θα συνιστούσα να το αποφεύγουν γιατί εκτίθενται. Ακριβώς όπως συνέβη και με το μέτρο της μείωσης των συντάξεων που ακυρώθηκε. Εκτίθενται και αποδεικνύουν ότι στην πραγματικότητα αυτά τα μέτρα είναι ήδη ενταγμένα στις δικές τους προγραμματικές θέσεις.

Ποιους στόχους θέτετε για τον κόσμο της εργασίας το 2019;

Την περαιτέρω μείωση της ανεργίας, την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων και τη συνεπέστερη τήρηση των κανόνων στην αγορά εργασίας. Στην προσπάθεια αυτή, πέρα από όσα νομοθετούμε, κεντρικό ρόλο αναλαμβάνει το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, που παρεμβαίνει στους χώρους δουλειάς και ελέγχει την τήρηση των κανόνων, μεταξύ αυτών και την πληρωμή του νέου αυξημένου κατώτατου μισθού.

Η κυβέρνηση ξεδιπλώνει μια σειρά πρωτοβουλιών με κοινωνικό πρόσημο, μεταξύ των οποίων και η αύξηση του κατώτατου μισθού. Είναι ατόφια και αλώβητη η σχέση σας με την κοινωνία τέσσερα χρόνια μετά;

Νομίζω ότι σταθήκαμε απέναντι στην κοινωνία με απόλυτη ειλικρίνεια. Διαπραγματευτήκαμε με μεγάλη ένταση το πρώτο εξάμηνο του 2015, υποχρεωθήκαμε σε έναν δύσκολο συμβιβασμό, οι όροι του οποίου, βέβαια, ήταν κατά πολύ ευνοϊκότεροι από αυτούς που είχε αποδεχτεί η προηγούμενη κυβέρνηση. Ακριβώς όμως επειδή το πρόγραμμα που θα έπρεπε να εφαρμόσουμε ήταν διαφορετικό από αυτό με το οποίο είχαμε εκλεγεί, στραφήκαμε ξανά στους πολίτες, ώστε αυτοί να αποφασίσουν με όλα τα δεδομένα ανοικτά στο τραπέζι. Η λαϊκή εντολή ανανεώθηκε ξεκάθαρα.

Από κει και πέρα, εντός του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής αξιοποιήσαμε κάθε περιθώριο για την προστασία των πιο αδύναμων και την ενίσχυση της εργασίας, ενώ παράλληλα ανατάσσαμε την οικονομία. Θυμηθείτε ότι ο πρώτος νόμος που εισηγηθήκαμε στη Βουλή ήταν για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, που στη συνέχεια μετεξελίχθηκε στο Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ). Κρατήστε επίσης ότι εν μέσω μνημονίου τριπλασιάσαμε τον προϋπολογισμό για την πρόνοια, ενισχύοντας τους πλέον ευάλωτους συμπολίτες μας. Θυμίζω επιπλέον την απόδοση κοινωνικού μερίσματος για τρεις συνεχόμενες χρονιές, την επιστροφή παρακρατηθεισών εισφορών σε συνταξιούχους, τις παρεμβάσεις για την καταπολέμηση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας και την επανενεργοποίηση του ΣΕΠΕ, που είχε σκόπιμα αποδυναμωθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, την ανάταξη του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης αλλά και τη δωρεάν πρόσβαση των ανασφάλιστων συμπολιτών μας στα νοσοκομεία. Θεωρώ ότι, παρ’ όλους τους περιορισμούς, μπορέσαμε να δώσουμε το στίγμα μας και εν μέσω μνημονίου. Ασφαλώς αυτό έχει γίνει εντονότερο μετά την έξοδο από τα μνημόνια με σειρά πρωτοβουλιών, όπως η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η μείωση των εισφορών, η αύξηση του κατώτατου μισθού και η μείωση του ΕΝΦΙΑ.

Μπροστά μας έχουμε νέα μέτρα στήριξης της κοινωνικής πλειοψηφίας, όπως η ρύθμιση οφειλών στα ασφαλιστικά ταμεία και το επίδομα στέγασης. Εκτιμώ ότι όσο περισσότερο προσηλωμένα συνεχίζουμε την πορεία μας σε αυτές τις ράγες τόσο θα ενδυναμώνουμε τους δεσμούς μας με την κοινωνία.

Ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, χαρακτήρισε τη συμφωνία των Πρεσπών καταλύτη στη μεταμνημονιακή περίοδο. Σε τι συνίσταται η καταλυτική της επίδραση;

Το τέλος των μνημονίων τον περασμένο Αύγουστο έβαλε ένα τέλος και στον άξονα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», πάνω στον οποίο διαμορφώθηκε το πολιτικό σκηνικό για σχεδον μια δεκαετία. Η συμφωνία των Πρεσπών επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία, καθώς προκάλεσε μετατοπίσεις και κινητοποίησε προοδευτικές δυνάμεις, φέρνοντας στο προσκήνιο περισσότερο διαχρονικές διαχωριστικές γραμμές.

Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου τίθενται συγκεκριμένα ερωτήματα και όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να τοποθετηθούν απέναντι σε αυτά. Προχωράμε με την ενίσχυση του εισοδήματος και της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων ή υπηρετούμε τον δρόμο της εσωτερικής υποτίμησης; Πρέπει επιτέλους το ελληνικό κράτος να διαμορφώσει ένα σύγχρονο πλαίσιο σχέσεων με την Εκκλησία ή να μείνουν τα πράγματα ως έχουν; Θα αξιοποιήσουμε την ευκαιρία της Συνταγματικής Αναθεώρησης προς μια προοδευτική κατεύθυνση ή θα την αφήσουμε; Αυτά είναι ερωτήματα στα οποία καλούνται να απαντήσουν άμεσα όλες οι πολιτικές δυνάμεις και κυρίως όσες θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικές.

Παρακολουθούμε μια δημόσια συζήτηση περί σύγκλισης των προοδευτικών δυνάμεων στην Ελλάδα και την Ευρώπη σε αντιδιαστολή με ακραίες νεοφιλελεύθερες δυνάμεις. Με ποια κριτήρια θεωρείτε ότι είναι εφικτή η σύγκλιση αυτή;

Πράγματι, αυτή η συζήτηση έχει ανοίξει. Και στην Ελλάδα η συμφωνία των Πρεσπών επιτάχυνε αυτή τη συζήτηση. Ομως, αυτό σε καμία περίπτωση δεν αρκεί για να διαμορφωθούν συνολικές πολιτικές συγκλίσεις. Για να υπάρξει σύγκλιση θα πρέπει αυτή να έχει αναφορά σε σειρά κορυφαίων ζητημάτων που άπτονται πρωτίστως της οικονομίας, της εργασίας και του κοινωνικού κράτους. Και επ’ αυτών κάθε πολιτική δύναμη καλείται να ορίσει με σαφήνεια τη θέση της. Διότι μπροστά μας έχουν ξεδιπλωθεί δύο εξαιρετικά διακριτά και ανταγωνιστικά μεταξύ τους σχέδια. Από τη μία, αυτό που θέτει στο επίκεντρο την ενίσχυση της εργασίας και την εξυπηρέτηση των αναγκών της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Από την άλλη, αυτό που προωθεί τη συμπίεση των εργαζομένων και την εξυπηρέτηση των προτεραιοτήτων της οικονομικής ελίτ. Η ξεκάθαρη τοποθέτηση αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων. Η σύγκλιση μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από έναν ειλικρινή προγραμματικό διάλογο για τα θέματα που προανέφερα.

Ανήκετε στη νέα γενιά στελεχών της κυβέρνησης και της Αριστεράς. Η κυβερνησιμότητα κοστίζει σε ριζοσπαστισμό και όραμα;

Ο ριζοσπαστισμός τότε δοκιμάζεται πραγματικά, όταν συνοδεύει την ευθύνη της διακυβέρνησης. Διαφορετικά είναι πολύ εύκολο να αυτοαναγορεύεσαι ριζοσπάστης. Αναφορικά, τώρα, με το αν έχουμε χάσει τον ριζοσπαστισμό μας, θα σας πω το εξής: εκτιμώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί την οργανική του σχέση με την κοινωνία, με τις συλλογικότητες και τους φορείς που εκφράζουν τον κόσμο της εργασίας και τη νεολαία. Τη σχέση αυτή τη διαφυλάσσουμε, την υπηρετούμε και θεωρώ πως την ενδυναμώνουμε μέσα από την άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών που απαντούν σε ανάγκες και προβλήματα της κοινωνίας, όπως οι πολιτικές μας για την εργασία. Και είναι τελικά ακριβώς η αναφορά στη σχέση αυτή που διαφοροποιεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς και ταυτόχρονα κρατάει ζωντανό τον ριζοσπαστισμό και τα οράματά της.

Στην τελική ευθεία προς τις εκλογές, πόσο βάσιμη είναι η υποψηφιότητά σας στην Α΄ εκλογική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης;

Αυτές τις αποφάσεις θα τις λάβουμε συλλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ και ο καθένας μας θα συνεισφέρει από όποια θέση συλλογικά εκτιμηθεί ότι είναι αναγκαίο.

Πηγή: Νέα Σελίδα