Macro

Δούναβης – Το βιβλίο του Κ. Ακρίβου για τον Παναΐτ Ιστράτι

Από τη συμμετοχή μου στην παρουσίαση του βιβλίου του Κ. Ακρίβου: “Όνομα Πατρός: Δουναβης” (Εκδόσεις Μεταίχμιο) που πραγματοποιήθηκε στο βιβλιοπωλείο Ιανός την Τρίτη 20 Μαΐου 2025.

Το νέο βιβλίο του Κώστα Ακρίβου παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του Παναΐτ Ιστράτι, ενός από τους πιο σημαντικούς Ρουμάνους συγγραφείς. Βέβαια το κάνει με έντεχνο, θα έλεγε κανείς μοντερνιστικό, τρόπο όπου το αφήγημα στηρίζεται στις ιστορίες του ίδιου του Ιστράτι μέσα από τα βιβλία του, με μαρτυρίες επωνύμων όπως ο Καζατζάκης ή ο Ρομέν Ρολάν, με επιστολές κλπ. Ένα κολάζ από διαφορετικά υλικά που συνιστούν διαφορετικές προσεγγίσεις για να κατανοήσουμε την ουσία αλλά και τις αντιφάσεις του Ιστράτι.

Όταν στο τέλος της δεκαετίας του 1970 ετοιμαζόμουν για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, είχα την τύχη να έχω εμπνευσμένους καθηγητές της Ιστορίας. Εκείνη την εποχή ο μεγάλος ήρωας των καθηγητών μου ήταν ο Θουκυδίδης. Ακριβώς επειδή θεωρούταν ως ο άνθρωπος που θεμελίωσε την Ιστορία ως επιστήμη. Ήταν και η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου όπου γινόταν ευθείες αντιστοιχίσεις με τον πελοποννησιακό πόλεμο. Αντιθέτως για τον Ηρόδοτο η άποψη ήταν ότι ήταν διασκεδαστικός και άρα άξιζε να τον διαβάσει κανείς, αλλά οι διάφορες ιστορίες του ήταν στην ουσία μια μυθοπλασία που δεν μπορούσε να μας διδάξει και πολλά πράγματα για το τι «πραγματικά έγινε». Προς το τέλος του 20ου αιώνα αυτή η αποτίμηση άρχισε να αλλάζει ριζικά με συμβολές όπως των φεμινιστριών ή αυτών που ασχολούνται με την αποικιακή και μετα-αποικιακή περίοδο. Υπήρχε δηλαδή μια νέα γενιά ιστορικών που μας δίδαξαν ότι από τις ιστορίες μπορούμε να μάθουμε πολλά πράγματα. Έτσι και με τον Ιστράτι.
Στη σ. 284 διαβάζουμε τον Βίκτορ Σερτζ που ανέφερε ότι ο Ιστράτι «έγραφε χωρίς να γνωρίζει το παραμικρό για το τι σημαίνει ύφος ή γραμματική, αφού ήταν γεννημένος ποιητής, αγαπούσε με όλη του την ψυχή μερικά απλά πράγματα: τις περιπέτειες, τη φιλία, την εξέγερση, το σώμα, το αίμα, δεν ήταν ικανός να σκέπτεται θεωρητικά και γι’ αυτό δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να πέσει στην παγίδα κάποιου εύκολου σοφίσματος». Και στη σ. 321 γράφει ο Ιλιά Έρενμπουργκ ότι στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 ο Ιστράτι ήταν «κάτι σαν βιολιστής σε νυχτερινή ταβέρνα» και μαθαίνουμε από αυτό ακριβώς γιατί «μια εποχή δεν την καταλαβαίνεις μόνο από τους μηχανικούς που ανοίγουν δρόμους, αλλά και από τους λαθρέμπορους που σεργιανίζουν τη νύχτα».

Για τι μας μιλάνε οι ιστορίες του Ιστράτι και άρα και οι ιστορίες του Ακρίβου; Πρώτα από όλα μιλάνε για τη φτώχεια. Από τη μια μεριά ως αριστερός δεν βλέπει ρομαντικά τη φτώχεια όπως κάνουν κάποιες τάσεις της Αριστεράς. Αντιθέτως οι ιστορίες δεν μας περιγράφουν απλώς τη φτώχεια, μας κάνουν να την αισθανόμαστε, να τη βιώσουμε οι ίδιοι, η φτώχεια που όντως καταστρέφει ζωές, που αποκλείει τόσους και τόσες να χτίσουν πάνω στο μεράκι τους, τα ταλέντα τους, τα ενδιαφέροντά τους. Βεβαίως πολλοί και πολλές, όπως ο ίδιος ο Ιστράτι μπόρεσαν να ξεπεράσουν τη φτώχεια και να συμβάλουν και σε πολιτικούς αγώνες και στην πολιτιστική μάχη να κατανοηθεί το φαινόμενο της φτώχειας. Αλλά, οι ιστορίες του μας λένε ότι για την πλειοψηφία, σε συνθήκες καπιταλισμού, αυτό δεν ισχύει.

Σε ένα προηγούμενο βιβλίο του με τίτλο «Ανδρωμάχη», η πρωταγωνίστρια μας λέει «μια γυναίκα ζωντανό πένθος ήμουν, τίποτ’ άλλο». Είναι χαρακτηριστικό του Ακρίβου να έχει δυναμικές γυναίκες που αντιμετωπίζουν τη φτώχεια όπως η μητέρα του Ιστράτι η Ζωίτσα ή η Μίνκα, που τελικά αφού έχει κάνει την επανάστασή της εναντίον του πατέρα της και επανενώνεται με τον εραστή της, στο τέλος αυτός την προδίδει. Ταυτόχρονα οι ιστορίες του Ιστράτι έχουν να κάνουν με τη φιλία, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτή μεταξύ του Ανδριανού/Ιστράτι με το Μιχαήλ. Βέβαια σε συνθήκες καπιταλισμού και φτώχειας οι όποιες φιλίες είναι εύθραυστες. Διαβάζοντας τον Ακρίβο μου ήρθε πολύ έντονα στο νου μου το βιβλίο της φιλοσόφου Μάρθα Νουσμπάουμ για την ευθραυστότητα της καλοσύνης – δηλαδή ακόμη και ο καλύτερος άνθρωπος (η Νουσμπάουμ αναφέρει την Εκάβη στο ομώνυμο έργο του Ευριπίδη) μπορεί να πράξει αγριότητες όταν κάποια στιγμή οι συνθήκες καταστρέφουν την όποια ελπίδα για φιλία ή αλληλεγγύη. Με λίγα λόγια αυτές οι αξίες χρειάζονται και ένα προστατευτικό περιβάλλον.

Οι ιστορίες αυτές, όπως υπονοεί και ο υπότιτλος του βιβλίου, έχουν ως γεωγραφικό πυρήνα το Δούναβη και την πόλη του Ιστράτι, Βραΐλα. Όπως διαβάζουμε στην σ.26, η Βραΐλα, είναι το τέλος και η αφετηρία, φόρτωση και εκφόρτωση προϊόντων που πάνε από τη Μαύρη Θάλασσα στην Κεντρική Ευρώπη και πίσω. Αλλά και τα Βαλκάνια είναι πυρήνας που συνδέονται από το Παρίσι και τη Μόσχα μέχρι την Αθήνα και την Αλεξανδρούπολη: πολλές φυλές, πολλές θρησκείες, πολλές εθνότητες που συνυπάρχουν πότε ειρηνικά και πότε λιγότερο ειρηνικά. Όπως διαβάζουμε στην σ.45 όταν ο Ανδριανός/Ιστράτι αποχαιρετά τη δουλειά του στο φούρνο του κυρ. Νικόλα φεύγει «με την ελπίδα πως στη ζωή του θα συναντήσει και άλλους ανθρώπους σαν τον κυρ. Νικόλα. Άνθρωποι που δεν έχουν στα χείλη τους το περιφρονητικό χαμόγελο της αλαζονείας για κάθε ξένο και δεν θα ορκίζονται στις λέξεις ‘σύνορα’ και ‘πατρίδα’».

Το πλαίσιο που εξελίσσονται οι ιστορίες του βιβλίου έχει συγκρούσεις, πολέμους, μεγάλα συμφέροντα, ταξικούς αγώνες, αντιπαρατιθέμενες αξίες. Στο βιβλίο του «Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ: ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στο μακρυγιαννισμό», ο Κώστας Βούλγαρης εναντιώνεται σε μια συγκεκριμένη άποψη για τον ελληνισμό που αντιπροσωπεύεται από το Μακρυγιάννη μέχρι το Σεφέρη και την Μελίνα Μερκούρη. Ένας ελληνισμός που υπάρχει από την αρχαιότητα και που κατά κάποιο τρόπο επηρεάζει την ιστορία πάνω από τους πραγματικούς Έλληνες. Σαν να μην υπήρχαν μεγάλες συγκρούσεις, εμφύλιοι πόλεμοι όπου στρατόπεδα πολεμούσαν για πολύ διαφορετικά πράγματα. Κατά τον Βούλγαρη, ο Κολοκοτρώνης και ο Ν. Εγγονόπουλος κατανοούν την ιστορία του ελληνισμού μέσα από αυτές τις συγκρούσεις όχι πάνω και έξω από αυτές.

Το ίδιο νομίζω ισχύει για το βιβλίο του Κώστα Ακρίβου που αναδεικνύει ιδιαίτερα τη διάσταση της ταξικής πάλης. Συγχρόνως ο ήρωάς του, ο Παναΐτ Ιστράτι προσπαθεί να πλοηγηθεί μέσα σε αυτό το περιβάλλον υπέρ της αναδυόμενης δύναμης του μπολσεβικισμού αλλά κρατώντας τον ανθρωπισμό ενός Τολστόι. Μια διαδρομή όπως διαβάζουμε με μεγάλο κόστος, μεγάλες επιθέσεις από όλες τις πλευρές. Μέσα από την υπόθεση Ρουσακόφ, ο Ιστράτι παίρνει θέση υπέρ ενός γνήσιου επαναστάτη που τον καταπολεμά το σοβιετικό καθεστώς και αντιμετωπίζει και τη σιωπή του Γκόρκι και την επίθεση του Μαγιακόφσκι με στωικότητα. Η τοξικότητα της Αριστεράς δεν είναι καινούριο φαινόμενο καταλαβαίνουμε.

Σε μια νέα εποχή με έντονες ανισότητες, πολέμους και γενοκτονίες το ερώτημα που τίθεται ευθέως στο βιβλίο είναι ποιος είναι χειρότερος: αυτός που καταστρέφει τις ελευθερίες ή αυτός που αποτυγχάνει να τις υπερασπιστεί;

ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ