Με τον Όκαμ να κραδαίνει το ξυράφι του πάνω απ’ τα κεφάλια μας, αναζητώντας δηλαδή ως πλέον κοντινή στην αλήθεια την απλούστερη λύση, εκείνη που δεν έχει περιττές νοητικές φιοριτούρες, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως οποιαδήποτε καταχρεωμένη επιχείρηση υπόκειται στους ίδιους κανόνες και απολαμβάνει, ή δεν απολαμβάνει, την ίδια φροντίδα από τη μεριά του επίσημου, ή του ανεπίσημου, κράτους. Αλλά είναι παγκοίνως γνωστό πως τούτο δεν συμβαίνει.
Στην εποχή, λοιπόν, της αστικής μεταδημοκρατίας, μια, αριστερή ή όχι, κυβέρνηση, με πανομοιότυπο τρόπο οφείλει να συμπεριφέρεται και στον καταχρεωμένο στις τράπεζες μικρομεσαίο, που αγωνιά να περισώσει το μαγαζάκι του και το ψωμάκι των παιδιών του, και στον μεγαλομέτοχο των ΜΜΕ, που αγωνιά να περισώσει τη θέση του στον δημόσιο βίο. Στην ταξική μας κοινωνία, όμως, οι διαφοροποιήσεις είναι πασιφανείς.
Και, εφόσον άλλα αυτοδιαχειριστικά των επιχειρήσεων σχήματα δεν έχουν δοκιμαστεί αρκούντως, μπορεί να θεωρηθεί θεμιτό να κόπτεται κανείς να διασώσει και να μην αφήνει στο αόρατο χέρι της αγοράς εταιρείες που συνδέονται με τις τύχες πολλών ανθρώπων. Τα ΜΜΕ, με τις ιδιαιτερότητές τους, ανήκουν στην κατηγορία αυτή.
Έκαναν βέβαια παιχνίδι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και οι μεγαλοβιομήχανοι και οι άλλοι μεγαλοαστοί του κεφαλαίου, με τα ίδια όπλα –πολιτικοί εκβιασμοί κ.ο.κ.– και εκμεταλλεύτηκαν την υπεραξία των εργατών τους τόσο όσο και στις άλλες επιχειρήσεις τους. Ακόμη και τις εποχές που οι εκδότες ήταν ταυτοχρόνως και δημοσιογράφοι, τα πράγματα δεν άλλαζαν πολύ. Η δύναμη της ερμηνείας της πληροφορίας κατά πώς συνέφερε τους από πάνω γέμιζε, λίγο-πολύ, τις τσέπες εκείνων που κατείχαν τα μέσα παραγωγής της ειδησεογραφίας. Ο έλεγχος της κοινής γνώμης υπήρξε ανέκαθεν πολλαπλώς προσοδοφόρος.
Η ιστορία του ΔΟΛ είναι γνωστή τοις πάσι. Πρόκειται, επί της ουσίας, για την ιστορία της εν Ελλάδι αστικής τάξης, η οποία, και με τις παλινωδίες στα αισθήματά της για την δημοκρατία, υπήρξε πάντα συνεπής σε ό,τι αφορά τους εκλεκτούς της: τις ώρες της όποιας κρίσης διάλεγε εκείνη τη συγκεκριμένη πλευρά ενάντια στα συμφέροντα του λαού. Αυτό έπραξε εξάλλου και κατά την τελευταία επταετία. Ο ΔΟΛ συνταυτίστηκε εξαρχής με τους σκληρούς και, με τους συστημικούς του κονδυλοφόρους, συνδιαμόρφωσε διαβόητες αντιλήψεις για το λαό, την Αριστερά και τη χώρα. Στάθηκε απέναντι στον κόσμο της εργασίας και φέρθηκε αντιστοίχως στους εργαζομένους του με διαφορετικά φρονήματα. Το ίδιο ακριβώς έπραξε το σύνολο των ιδιοκτητών ΜΜΕ, οι οποίοι και συναποτελούν πλέον την, πάντοτε διαπλεκόμενη με την εξουσία, μεγαλοαστική τάξη.
Αν οφείλει ή όχι ο κρατικός παρεμβατισμός να διασώσει αυτήν ή όποια άλλη βιομηχανία, βιοτεχνία κ.ο.κ. από την πλήρη χρεοκοπία, είναι ερώτημα με πολλές απαντήσεις. Υπάρχει εξάλλου, σε θεωρητικό επίπεδο, και ο σοσιαλισμός της αγοράς, από τον οποίο μπορεί κανείς να αντλήσει επιχειρήματα, για τη μία ή την άλλη θέση.
Εκείνο όμως που το οργανωμένο κράτος, με αριστερή μάλιστα διακυβέρνηση, οφείλει, είναι να διαθέτει όχι πια ενιαία γραμμή αλλά κυρίως ταξική μεροληψία για τους χρεωμένους μικρομεσαίους. Που, επιπλέον, βρέθηκαν στη ρωγμή της κρίσης και έχασαν, χωρίς –φυσικά!– να κατασπαταλήσουν χρήμα που τους χαρίστηκε σε βίλες και κότερα. Και, με ιδεολογική παρρησία, να καταρτίσει το νομοθετικό εκείνο πλαίσιο που θα υπερασπίζεται τους πραγματικά ανίσχυρους της κοινωνίας, τα όντως θύματα της κρίσης του συστήματος. Κανοναρχώντας, έστω, τον καπιταλισμό.
Πηγή: artinews