Η τοποθέτησή μου έχει να κάνει με δύο άρθρα, το 28 και το 44, που μιλάνε για την πολιτική συμμετοχή των λαϊκών ανθρώπων σε ένα σύστημα το οποίο είναι αρκετά κλειστό όσον αφορά στη λήψη των αποφάσεων. Αυτή η μονομέρεια στην τοποθέτησή μου είναι γιατί νομίζω ότι και περνάμε εύκολα το θέμα του δημοψηφίσματος και δεν κατανοούμε πως αντιστοιχεί σε μια περίοδο κρίσης της πολιτικής, σε μια περίοδο κρίσης της Δημοκρατίας.
Ο κόσμος αισθάνεται αποκλεισμένος από τη λήψη των αποφάσεων. Αισθάνεται αποκλεισμένος από την πολιτική διαβούλευση που νομοθετεί και επιβάλει μέτρα. Αυτή η κρίση εμπιστοσύνης, η κρίση εκπροσώπησης, εν τέλει η κρίση της πολιτικής, η κρίση της ίδιας της Δημοκρατίας εκδηλώνεται είτε σαν αποχή από την κοινοβουλευτική διαδικασία, είτε με μικρή συμμετοχή σε κοινωνικά όργανα, στα συνδικάτα, στους θεσμούς της αυτοδιοίκησης, όπου γενικά μπορεί να δημιουργηθεί το κοινωνικό υποκείμενο. Το μειωμένο ενδιαφέρον για την πολιτική γίνεται ενδιαφέρον μόνο για τις ατάκες της πολιτικής, δηλαδή για την επιφάνεια της πολιτικής.
Με αυτήν την έννοια, μπορούμε από αυτήν την κρίση της πολιτικής και της πολιτικής διαμεσολάβησης να κατανοήσουμε τις κοινωνικές εκρήξεις που συντελούνται σε όλον τον παγκόσμιο χάρτη, από την Puerta del Sol, το Σύνταγμα, τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, το Γκεζί της Κωνσταντινούπολης και σήμερα τη Γαλλία, όπου η διαμαρτυρία έχει να κάνει με το περιεχόμενο της πολιτικής, δηλαδή τι μέτρα επιβάλλονται εις βάρος των ασθενέστερων, αυτών που δεν έχουν δύναμη, αυτών που δεν έχουν φωνή, σαν απουσία από οποιαδήποτε τέτοια διαδικασία συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων για τη ζωή, που τους αφορούν.
Έχουν ακουστεί και σ’ αυτήν την αίθουσα και απ’ αυτήν τη συζήτηση πολλές κραυγές εναντίον του «κινήματος των πλατειών». Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι ο κόσμος θέλει συμμετοχή. Προφανώς, όταν μιλάμε για μεγάλα Σώματα θα είναι ασύντακτα, άναρχα, υπερβολικά πολλές φορές, αλλά θα είναι αδιαμεσολάβητα. Κανείς δεν μπόρεσε και δεν θέλησε σε μεγάλο βαθμό να υποτάξει το «κίνημα των πλατειών». Εκφραζόταν με έναν αυθεντικό τρόπο και με όλες τις υπερβολές του έδωσε ένα πραγματολογικό στοιχείο για το πώς μπορεί να κινητοποιηθούν οι κοινωνικές δυνάμεις, οι λαϊκές δυνάμεις και σε μορφές άμεσης Δημοκρατίας.
Εν τέλει, κύριοι συνάδελφοι, το βασικό πολιτικό και ιστορικό ζήτημα είναι πώς θα συνδυάσουμε τις μορφές της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας με τις μορφές της άμεσης Δημοκρατίας. Αν θέλετε, ακόμα και η ίδια η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι όταν δεν χρησιμοποιείται το πάντρεμα αυτών των δύο εννοιών, της άμεσης και της αντιπροσωπευτικής, τότε φτιάχνουμε μια κοινοβουλευτική ολιγαρχία από τη μια μεριά και όταν επιβάλλουμε μορφές άμεσης Δημοκρατίας χωρίς αντιπροσωπευτικά Σώματα, τότε, όπως έλεγε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, φτιάχνουμε έναν δεσποτισμό του κόμματος, με την έννοια ότι το κόμμα διαμεσολαβεί και εν τέλει συμπυκνώνει μόνο τις επιμέρους αντιδράσεις, που είχαν οι επιτροπές βάσης στη Σοβιετική Ένωση, τα «σοβιέτ».
Αυτή ήταν η σοβαρή κριτική και πάνω σε αυτήν θεμελιώθηκε όλη η στρατηγική του ευρωπαϊκού αριστερού κινήματος. Είναι ο δημοκρατικός δρόμος του σοσιαλισμού που ακριβώς αυτήν την έννοια έβαλε μέσα στον διάλογο, δηλαδή πώς μπορεί να ενταχθεί μέσα σε μια διαδικασία μετασχηματισμού η άμεση Δημοκρατία μζί με την αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Έλεγε χαρακτηριστικά ο Πουλαντζάς πως χρειαζόμαστε να στηρίζεται μια κυβέρνηση, μια πολιτική τάξη στα κοινωνικά κινήματα και να προωθεί φυτώρια άμεσης Δημοκρατίας, για να μπορεί να αντιμετωπίσει αυτήν την κρίση και αυτή τη διάσταση.
Εν τέλει, εμείς οι ίδιοι ως κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι, άρα κατά τεκμήριο ως πολιτικοί, πρέπει να γνωρίζουμε την κριτική που πρέπει να υπάρχει στην ίδια τη δική μας τη λειτουργία. Για παράδειγμα, οι πολιτικοί αποφασίζουμε για σημαντικά ζητήματα, πράγμα το οποίο δεν έχει την ευχέρεια να κάνει κανένας άλλος. Ορίζουμε την πολιτική ατζέντα. Είναι πολύ δύσκολο να οριστεί η πολιτική ατζέντα από τα κάτω. Συνήθως ορίζεται από τα πάνω. Έχουμε πρόσβαση στην πληροφόρηση, πράγμα που δεν έχει ο μέσος άνθρωπος. Εν τέλει έχουμε πρόσβαση ευνοϊκή και ασύμμετρη στη δημόσια σφαίρα. Δηλαδή, οι τοποθετήσεις μας, οι λόγοι μας, η ερμηνεία μας, τα επιχειρήματά μας κοινοποιούνται πολύ πιο εύκολα.
Ο επιφανής και κλασικός πλέον Αμερικάνος κοινωνιολόγος, ο Charles Tilly, έλεγε ότι δημιουργείται μια κατηγορική ανισότητα μεταξύ των κατεστημένων, δηλαδή αυτών που έχουν δυνατότητες λήψης πολιτικών αποφάσεων και των αποκλεισμένων, δηλαδή αυτών που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.
Μ’ αυτήν την έννοια, μέσα από αυτό το πρίσμα, μέσα από αυτήν την κριτική και την ανάλυση, προτείνουμε την τροποποίηση του άρθρου 28 παράγραφος 2 και του άρθρου 44 παράγραφος 2. Το άρθρο 28.2, δηλαδή, να εγκρίνονται με δημοψηφίσματα οι διεθνείς συνθήκες ή οι συμφωνίες που συνεπάγονται μεταβίβαση κυριαρχικών δικαιωμάτων, είναι ακριβώς μια πολύ λεπτή έννοια. Ειδικά όταν συμμετέχεις σε πολυεθνικά Σώματα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, πάντα πρέπει να υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ αυτών των δυνατοτήτων που εκχωρείς στην κοινοπραξία –στη συγκεκριμένη περίπτωση στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης- και μια αρμονία με τη βούληση των ίδιων των ανθρώπων.
Εδώ είναι σαφές ότι έχουμε μια δυσαρμονία. Έχουμε ένα δημοκρατικό έλλειμμα, όταν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφασίζονται κρίσιμα ζητήματα από μη εκλεγμένα Σώματα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν είναι εκλεγμένη, δεν λογοδοτεί σε κάποιο κοινοβουλευτικό Σώμα, στο Ευρωκοινοβούλιο, με την έννοια να δώσει αναφορά. Το «Eurogroup» δεν νομιμοποιείται και δεν θεσμοθετείται από καμία συνθήκη. Αν θέλετε, ακόμα και η ίδια η Κομισιόν έχει ελλιπή στοιχεία λογοδοσίας και αντιπροσώπευσης, στον βαθμό που –επαναλαμβάνω- οι αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου είναι περιορισμένες.
Μ’ αυτήν την έννοια είναι σωστό. Από την άλλη μεριά, οφείλουμε να εκχωρούμε σ’ αυτήν την υπερεθνική οντότητα, με την οποία συνυπάρχουμε παρ’ όλα τα δημοκρατικά προβλήματα, ζητήματα κυριαρχίας με την έγκριση του λαού. Για παράδειγμα, υπάρχει αυτό που προτείνουμε ήδη στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ενιαίο φορολογικό συντελεστή, προκειμένου να σταματήσουν επιτέλους οι φορολογικοί παράδεισοι και η φοροδιαφυγή των «off shore» εταιρειών.
Πάλι, όμως, εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα, ο σεβασμός στα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει πάρα πολλές παραβιάσεις, είτε με τεράστιες συμφωνίες όπως το Μάαστριχτ που πέρασαν εν πολλοίς χωρίς τη νομιμοποίηση ακόμα και των Ευρωκοινοβουλίων, είτε προφανώς με το «Ευρωσύνταγμα» που απορρίφθηκε μέσα από το δημοψήφισμα.
Μ’ αυτήν την έννοια πρέπει να επινοήσουμε ξανά μια σχέση μεταξύ άμεσης Δημοκρατίας και κανόνες αντιπροσώπευσης, αν θέλουμε να αποφύγουμε αυτήν την κρίση της πολιτικής, πάντα όμως με κάποιες προϋποθέσεις. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για ένα δημοψήφισμα; Είναι η σαφήνεια του ερωτήματος, δηλαδή να μην έχει πολλαπλές και αμφίσημες ερμηνείες, η δέσμευση προς το αποτέλεσμα, η αποφυγή της δημαγωγίας και πάνω από όλα ότι δεν μπορούν να μπαίνουν στο πεδίο του δημοψηφίσματος τα δικαιώματα των μειονοτήτων και των μειοψηφιών. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να μπαίνουν ζητήματα ακόμα και από τη μεγάλη σφαίρα των δικαιωμάτων. Δεν μπορεί να μπαίνει ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους στο πεδίο του δημοψηφίσματος ούτε το σύμφωνο συμβίωσης. Δεν μπορεί να μπαίνει η απαγόρευση των αμβλώσεων σε δημοψήφισμα. Τα κοινωνικά δικαιώματα είναι ολόκληρα, αυτούσια και αδιαπραγμάτευτα.