Micro

Διαβάζοντας το χρώμα

Κανείς δεν ξέρει πότε ακούστηκε για πρώτη φορά το κροτάλισμα της αλυσίδας. Κανείς δεν ξέρεις πότε μπήκε η αλυσίδα στο πόδι. Κανείς δεν ξέρει πότε ακούστηκε –τραγουδήθηκε- η πρώτη έκκληση, η πρώτη προσευχή. Κανείς δεν ξέρει πότε βρήκε ρυθμό ο θείος λόγος. Κανείς δεν ξέρει πότε χαράχτηκε το πρώτο σημάδι στο σώμα. Κανείς δεν ξέρει ποια ήταν η τελευταία πληγή. Κανείς δεν ξέρει πώς μεταφέρθηκε το άτιμο ξύλο από γενιά σε γενιά. Κανείς δεν ξέρει πότε δημιουργήθηκε η συνοικία των στερημένων, των εξουθενωμένων, των γενναίων και δειλών. Κανείς δεν ξέρει πότε το γκέτο απέκτησε το δικό του ευαγγέλιο. Κανείς δεν απέφυγε το χώμα, τη σκόνη, το κρύο, τη δίψα, την πείνα και την τιμωρία δίχως έλεος. Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε και πού πάει. Κανείς δεν ακούει τα σημάδια του σώματος και την προσπάθεια της ψυχής του. Κανείς δεν περιμένει ανάσταση, αφού όλοι σταυροί κάηκαν και στη φωτιά του μίσους ρίχτηκαν. Κανείς δεν ξέρει… εκτός κι αν δει το χρώμα. Ναι, το χρώμα. Να το δει, να το φανταστεί, να χαθεί στην επανάληψη του. Μετά ας σταθεί μπροστά στον καθρέφτη και ας κοιτάξει το βλέμμα του, τα μάτια θα αναλάβουν τα υπόλοιπα και ο λόγος ο άσπιλος θα αντηχήσει παντού, η πορεία θα φωτιστεί και «Το κουαρτέτο του Χάρλεμ» (εκδόσεις Πόλις) θα σαρώσει.

 Ο Τζέιμς Μπόλντουιν πιάνει τη μελωδία που δεν τελειώνει και την κάνει κομμάτια! Δεν εστιάζει κάπου συγκεκριμένα, αλλά φροντίζει να χει πανοραμική θέα. Διαλύει την ομίχλη της προκατάληψης και της οργής και με ψυχραιμία αγγίζει τις ψυχές και τα χρώματα. Στο χρώμα βρίσκεται το μυστικό της υπομονής, της υποτίμησης, της βίας, της αντιβίας, της ελπίδας, του έρωτα ανεξαρτήτως φύλου. Αν είσαι μαύρος τα ερωτήματα που ορίζουν και κινητοποιούν τη ζωή σου είναι διαφορετικά από κάποιον που είναι λευκός. Το μαύρο σε έναν Αφροαμερικανό φέρνει στο νου τη σκλαβιά, την ταπείνωση, τη βία, τον διαχωρισμό, τον ρατσισμό. Το λευκό δηλώνει ανωτερότητα, υπεροχή, ιδιοκτησία. Βέβαια, το ταξικό κάνει τον τελικό διαχωρισμό, αλλά το χρώμα αφυπνίζει, τρομοκρατεί, δίνει ελπίδα, διαμορφώνει στάση ζωής. Ο Μπόλντουιν θίγει και τα δύο με μαεστρία. Υπάρχουν στιγμές, λεπτοδουλεμένες, που με διακριτικότητα αλλά βαθιά ακρίβεια, αναδεικνύουν τη σημασία που δείχνουν στους μαύρους οι λευκοί όταν οι πρώτοι δεν είναι μόνο φτωχοί και μαύροι. Όταν ο μαύρος έχει χρήματα και ντύνεται μοδάτα θα μπει στο αεροπλάνο και όχι στην οικονομική θέση.

Η ιστορία του βασίζεται στη ζωή τεσσάρων νεαρών μαύρων μουσικών. Σε αυτούς και ο διάσημος «Αυτοκράτορας της σόουλ» Αρθουρ Μοντάνα. Το κουαρτέτο ξεκινά από το Χάρλεμ τη δεκαετία του ’40 για να κατακτήσει τον κόσμο. Το πάθος και τα γκόσπελ, τα ευαγγέλια, τους οδηγούν και τους φέρνουν αντιμέτωπους με όλες εξελίξεις στην καρδιά των ΗΠΑ, όλες τις κοινωνικές αλλαγές. Ο φυλετικός διαχωρισμός καταργείται στα χαρτιά, αλλά όχι στην πράξη. Οι λευκοί, λοιπόν, διατηρούν την «ανωτερότητα» τους και οι μαύροι αμύνονται. Σε όλα τα επίπεδα. Επαγγελματικά, κοινωνικά, πολιτικά, ερωτικά. Ο Μπόλντουιν δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο και δεν μεροληπτεί. Γνωρίζει πολύ καλά -εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70 που γράφτηκε το βιβλίο- ότι οι μαύροι δεν έπρεπε να είναι μόνο μαχητικοί και ταξικά συνειδητοποιημένοι, αλλά και υπόλογοι απέναντι σε νόρμες της κοινωνίας, της οικογένειας, που είχαν δεχτεί, αφομοιώσει. Ο ομοφυλόφιλος έρωτας του Αρθουρ, αδελφού του αφηγητή Χαλ, διαπερνά και τις 757 σελίδες του βιβλίου και την οπτική του συγγραφέα.

Ο Μπόλντουιν βουτά στην ψυχή της φυλής του, «διαβάζει» το χρώμα και τα συναισθήματα που έχουν σκορπίσει και μας παραδίδει ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Με πρόζα διεισδυτική, οξυδερκείς κοινωνικές, φιλοσοφικές, πολιτικές σκέψεις που συμπληρώνουν την αφήγηση -την επιστροφή στο παρελθόν με αφορμή τον θάνατο του Αρθουρ- δίνει έναν λυρισμό και μια αλήθεια στο μυθιστόρημα που αγγίζει το δέος του θείου λόγου. Το μεταφραστικό έργο απατούσε βαθιά γνώση των συνθηκών συγγραφής, της μαύρης κουλτούρας και της μητρικής γλώσσας του συγγραφέα. Ο Χρήστος Οικονόμου τα κατάφερε και πρέπει να το επισημάνουμε.

Αλέξανδρος Στεργιόπουλος

Πηγή: Το Περιοδικό