(Και) οι γερμανικές εκλογές επιβεβαίωσαν, με τον πιο ανάγλυφο τρόπο, την τάση σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Αυτό πού ήδη είδαμε στην Ολλανδία, τη Γαλλία, στις προεδρικές εκλογές της Αυστρίας. Την ενίσχυση των ξενοφοβικών, ρατσιστικών, με ακροδεξιά ρητορική και προγραμματικά στοιχεία κομμάτων, με ταυτόχρονη υποχώρηση των «συστημικών» και κατάρρευση της Σοσιαλδημοκρατίας. Οι πρόωρες ομοσπονδιακές εκλογές της Αυστρίας σε δύο εβδομάδες μάλλον θα επισφραγίσουν αυτή την τάση.
Όπως και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, έτσι και στην πρώτη μετεκλογική εβδομάδα, και δεδομένου του αποτελέσματος, η συζήτηση έμεινε μακριά από τα πραγματικά επίδικα που αφορούν και απασχολούν την κοινωνία και επικεντρώθηκε σε επιμέρους θέματα. Το ζήτημα στη Γερμανία, και κατ’ επέκταση σε ολόκληρη την Ευρώπη, δεν είναι το ποιος θα είναι ο επόμενος υπουργός των Οικονομικών της, αλλά το αν η οικονομική και η εν γένει πολιτική της Γερμανίας θα έχει τα ειδικά δικά της συμφέροντα στο επίκεντρο -τα γερμανικά εξαγωγικά πλεονάσματα δηλαδή- ή θα πάρει υπ’ όψη τις ανάγκες μιας πορείας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία θα βασίζεται στην αλληλεγγύη, την κοινή ευημερία, την ειρήνη, την κοινωνική δικαιοσύνη και τον σεβασμό στο περιβάλλον.
Στις πρόσφατες εκλογές τα δύο κόμματα του μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού απώλεσαν περί το 13,8% της δύναμής τους. Το CDU της «αήττητης» Μέρκελ κατέγραφε το δεύτερο ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό του με 32,9%. Οι απώλειες του αδελφού κόμματος CSU στη Βαυαρία ήταν ακόμη μεγαλύτερες (10,5%), συνειδητοποιώντας έτσι με δραματικό τρόπο ότι δεξιά του δεν βρίσκεται «ένας τοίχος» αλλά ένα δεξιότερο κόμμα με ποσοστό 12,4%, γεγονός που σε συνδυασμό με το 6,1% του Die Linke βάζει σε μεγάλη αμφισβήτηση την «παντοδυναμία» του που οδηγούσε σε αποτελέσματα απόλυτης πλειοψηφίας 50% + στη Βαυαρία.
Το ιστορικά χειρότερο αποτέλεσμα έφερε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα SPD της Γερμανίας πέφτοντας στο 20,5%, χάνοντας 5,2% μονάδες από τις εκλογές του 2017. Επιβεβαίωσε έτσι, με τον δραματικότερο τρόπο για το ίδιο, την πανευρωπαϊκή τάση πασοκοποίησης της Σοσιαλδημοκρατίας. Τάση η οποία ξεκίνησε ως διαδικασία και ορισμός από την Ελλάδα, με τον καταποντισμό του ΠΑΣΟΚ, για να γίνει σε λίγα μόλις χρόνια ο κανόνας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στη γερμανική γλώσσα μάλιστα καθιερώθηκε στην πολιτική ορολογία ο όρος «pasokifizierung».
Το ξενοφοβικό, με ακροδεξιά στοιχεία και ρητορική κόμμα AfD σημείωσε άλμα 7,9% και εισήλθε για πρώτη φορά στην Κάτω Βουλή της Γερμανίας με 12,6%, ως τρίτο σε μέγεθος κόμμα. Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε την επιρροή της ρητορικής του σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα του γερμανικού πολιτικού συστήματος. Και αυτό συνιστά, κατά τη γνώμη μου, τη σημαντικότερη αλλαγή στην πολιτική πραγματικότητα της ισχυρότερης χώρας αυτήν την περίοδο στην Ευρώπη. Όλα τα κόμματα, της Αριστεράς μηδέ εξαιρουμένης, αποτίμησαν το βράδυ των εκλογών το αποτέλεσμα, με αναφορές στο προσφυγικό και στα ζητήματα ασφαλείας, θέματα που επέβαλε το AfD στην προεκλογική ατζέντα. Η είσοδος ξανά του FDP, του Κόμματος των Φιλελευθέρων, με 10,7% επιβεβαιώνει ταυτόχρονα με τη συντηρητική μετατόπιση και τη ρευστοποίηση του πολιτικού συστήματος στη Γερμανία.
Η Αριστερά, παρά την αύξηση της δύναμής της και τη σταθεροποίησή της στο πολιτικό στερέωμα, έχασε τους στόχους για διψήφιο ποσοστό και τη θέση της πάνω από το AfD. Οι Πράσινοι επωφελήθηκαν την τελευταία στιγμή από την «κραυγή» τους ότι είναι διαθέσιμοι για όποια συγκυβέρνηση και αύξησαν τα ποσοστά τους σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις φτάνοντας στο 8,9%, παραμένοντας όμως στην τελευταία θέση της επτακομματικής, για πρώτη φορά, γερμανικής Βουλής.
Η συζήτηση για τον σχηματισμό κυβέρνησης σνομπάρει, όπως άλλωστε έπραξε και η προεκλογική ατζέντα, με ιδιαίτερα προκλητικό τρόπο τα ζητήματα που πραγματικά απασχολούν την κοινωνία και ιδιαίτερα εκείνα τα τμήματά της που δεν συμμετέχουν με κοινωνικά δίκαιο τρόπο στον παραγόμενο πλούτο και την ευημερία της χώρας. Ο Μάρτιν Σούλτς έδειξε, πέντε λεπτά μετά το κλείσιμο της κάλπης, ότι όχι μόνο δεν μπορεί να κερδίσει εκλογές, αλλά ότι δεν ξέρει και να χάνει. Δήλωσε αμέσως ότι το κόμμα του παραιτείται του ρόλου του να υποστηρίξει τα συμφέροντα αυτών που λέει ότι εκπροσωπεί μέσα από τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Το γεγονός αυτό στην πραγματικότητα αφήνει ολόκληρο το πεδίο ελεύθερο σε εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις -τους Φιλελεύθερους- να αφαιρέσουν, και υπό την πίεση του AfD, όσα περισσότερα ευρωπαϊκά επίδικα της πολιτικής ατζέντας μπορούν, ενισχύοντας έτσι μαζί με τη θέση της χώρας και τη «γερμανική Ευρώπη». Η συμμετοχή των Πράσινων στην κυβέρνηση δεν μπορεί να αμβλύνει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Το Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα της Βαυαρίας, έχοντας μπροστά του τις εκλογές του 2018, θα μετατοπιστεί δεξιότερα στην απόπειρά του να ανακτήσει τους ψηφοφόρους που έχασε προς τα δεξιά του, ενώ οι Φιλελεύθεροι με τον φιλόδοξο επικεφαλής του δεν θα ρισκάρει δεύτερη φορά τον αφανισμό του μη τηρώντας τις προεκλογικές του δεσμεύσεις.
Τέλος, επιστρέφω στο περιεχόμενο του τίτλου αυτών των σκέψεών μου. Ο κανόνας, αν δεν έχει και τις εξαιρέσεις του, παύει να είναι κανόνας. Η δεξιά μετατόπιση δεν επιβεβαιώθηκε στην Ελλάδα πρωτίστως, αλλά και στην Πορτογαλία. Το Εργατικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας, με επικεφαλής τον Τζέρεμι Κόρμπιν, αλλά και το Δημοκρατικό Κόμμα του Μπέρνι Σάντερς, δείχνουν την εναλλακτική στην πασοκοποίηση. Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και τα κόμματα στα αριστερά της θα ξαναποκτήσουν ουσιαστικό ρόλο αν μελετήσουν θετικά το παράδειγμα ΣΥΡΙΖΑ και υιοθετήσουν τον ριζοσπαστισμό του Κόρμπιν. Μία τέτοια προοπτική θα ενίσχυε ουσιαστικά την προσπάθεια της κυβέρνησης στην Ελλάδα να υλοποιήσει τον στόχο της, ο οποίος είναι να βγάλει τη χώρα από την κρίση και την επιτροπεία, αλλά και θα ελαχιστοποιούσε τις πιθανότητες pasokifizierung του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Γιώργος Χονδρός είναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: Η Αυγή