Αναδημοσιεύσεις

Δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη αναθεώρησης του συντάγματος

Συνέντευξη με την Ιφιγένεια Καμτσίδου, συνταγματολόγο και πρόεδρο του εθνικού κέντρου δημόσιας διοίκησης και αυτοδιοίκησης

 

Τη συνέντευξη πήραν οι Θόδωρος Παρασκευόπουλος και Παύλος Κλαυδιανός

 

Υπάρχει επείγουσα ανάγκη αναθεώρησης του συντάγματος; Υπάρχουν, δηλαδή, τέτοιες δυσλειτουργίες, που η επίλυσή τους επιβάλλει την αλλαγή του ;
Επείγουσα ανάγκη δεν υπάρχει. Στο πολίτευμά μας συναντώνται τα τελευταία χρόνια, μάλλον τις τελευταίες δεκαετίες, σημαντικές δυσλειτουργίες, που, κυρίως, ανάγονται στην κρίση αντιπροσώπευσης και όχι στο συνταγματικό πλαίσιο -για παράδειγμα η αδυναμία σύνδεσης της βούλησης των εκλογέων και των κατευθύνσεων της γενικής πολιτικής της χώρας, που αυτοί χαράσσουν, με τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι κυβερνώντες. Όμως, αυτά δεν είναι συνταγματικής τάξης ζητήματα. Προβλήματα που απορρέουν από τις συνταγματικές ρυθμίσεις είναι ελάχιστα, όπως αυτό της ποινικής ευθύνης των υπουργών, όπου ο καταστατικός χάρτης δείχνει να ευνοεί την ατιμωρησία τους, με αποτέλεσμα να χρειάζεται η συνταγματική τροποποίηση. Κρίσιμο, λοιπόν, είναι να συζητηθεί το ζήτημα αυτό, καθώς άλλο πρόβλημα στη λειτουργία των θεσμών, που να οφείλεται στο Σύνταγμα, δεν έχει εντοπισθεί, ώστε να δικαιολογείται, αυτή τη στιγμή, η εκκίνηση της διαδικασίας αναθεώρησης.

Υποστηρίζεται, πχ, ότι οι αρμοδιότητες του προέδρου της δημοκρατίας, που προβλέπει το σύνταγμα, είναι τέτοιες που δεν του επιτρέπουν να ασκήσει τα καθήκοντά του. Δεύτερον, ότι ο τρόπος εκλογής του προέδρου, που προβλέπει το σύνταγμα, είναι τέτοιος που δημιουργεί δυσλειτουργίες. Δεν συμφωνούμε, αλλά έχει εντοπισθεί.
Ο πρόεδρος της δημοκρατίας είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος. Δηλαδή, κατά το ισχύον σήμερα σύνταγμα, ασκεί τη συνταγματική και όχι την πολιτική διεύθυνση της χώρας. Τούτο το πράττει, θέτοντας σε λειτουργία τις διαδικασίες που στηρίζουν την επικοινωνία των αμέσων οργάνων του κράτους μεταξύ τους. Εξασφαλίζει με άλλα λόγια την ομαλή επικοινωνία ανάμεσα στο λαό, στη βουλή και στο υπουργικό συμβούλιο. Για τούτη τη συνταγματική αποστολή του δεν υπάρχουν θεσμικά εμπόδια. Ούτε έχει παρατηρηθεί ελλιπής άσκησή της. Το αντίθετο. Όσοι υποστηρίζουν, ότι ο πρόεδρος θα έπρεπε να έχει αυξημένες αρμοδιότητες, σχεδιάζουν την παρέμβασή του με πιο ενεργό τρόπο στο πολιτικό παιχνίδι και για το λόγο αυτό προτείνεται, προφανώς, η αναθεώρηση, για να διαμορφωθεί κανονιστικά ένας διαφορετικός ρόλος του αρχηγού του κράτους. Η μεταβολή αυτή είναι ουσιαστική. Ανάγεται στη θέση του προέδρου της δημοκρατίας στο εσωτερικό του κυβερνητικού συστήματος, άρα και στο πώς θα προσδιορίσουμε θεσμικά την ισορροπία της εκτελεστικής εξουσίας: επικεφαλής της θα είναι είτε ο πρωθυπουργός και αρχηγός της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που αναδεικνύεται και ελέγχεται σταθερά από το κοινοβούλιο, είτε ο πρόεδρος της δημοκρατίας, που δεν λειτουργεί εν κοινοβουλίω, δεν ελέγχεται απ’ αυτό και λογοδοτεί απευθείας στο εκλογικό σώμα μια φορά στα τέσσερα χρόνια, σε περίπτωση που επιδιώξει την επανεκλογή του;

 

Ένα άλλο κυβερνητικό σύστημα

Δεν προβλέπεται από το ισχύον σύνταγμα η μη αλλαγή αυτού του θεμελιώδους χαρακτηριστικού του πολιτεύματος;
Θέσατε ένα πολύ λεπτό θέμα συνταγματικού δικαίου, αν, δηλαδή, το λεγόμενο ημιπροεδρικό πολίτευμα είναι μια υποκατηγορία των κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων, οπότε και θεμιτά μπορεί να εισαχθεί με συνταγματική αναθεώρηση, ή αν αποτελεί μια διαφορετική νομική κατηγορία, με αποτέλεσμα η τυχόν υιοθέτησή του να προσκρούει στα όρια του άρθρου 110 του Συντάγματος. Κατά την άποψή μου το ημιπροεδρικό σύστημα είναι υπό προϋποθέσεις μια ειδικότερη εκδοχή του κοινοβουλευτικού συστήματος. Μια εκδοχή, όμως, στο πλαίσιο της οποίας ο αρχηγός του κράτους έχει, κατά κανόνα, σημαντικές αρμοδιότητες και λόγω της άμεσης εκλογής του έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει την κυβερνητική πολιτική, ιδίως όταν το κομματικό σύστημα δεν αναδεικνύει σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Έτσι, έχει τη δυνατότητα να προεδρεύει του υπουργικού συμβουλίου, που μπορεί να το συγκαλεί και να καθοδηγεί τις εργασίες του.

Στην Αυστρία έχει δικαίωμα παύσης του πρωθυπουργού, άλλο αν δεν έχει γίνει αυτό ποτέ.
Πριν από την αναθεώρηση του 1985 μπορούσε και ο πρόεδρος του κοινοβουλευτικού μας συστήματος να παύσει τον πρωθυπουργό, χωρίς η ευχέρεια αυτή να αλλοιώνει το κοινοβουλευτικό σύστημα. Απλώς, τότε ίσχυε το λεγόμενο δυαδικό κοινοβουλευτικό σύστημα, όπου ο πρόεδρος της δημοκρατίας διατηρούσε αυξημένο θεσμικό βάρος και τη δυνατότητα παρέμβασης στο πολιτικό παιγνίδι.

Ένα τέτοιο σύστημα με αυξημένες τις αρμοδιότητες προέδρου, είτε αυτός εκλέγεται από τη βουλή ή ευρύτερο σώμα, είτε εκλέγεται από το λαό, δημιουργεί ουσιαστικά ένα άλλο πολίτευμα.
Ένα άλλο κυβερνητικό σύστημα. Το πολίτευμα παραμένει δημοκρατικό, όμως, αλλάζει το κέντρο βάρους στο εσωτερικό της εκτελεστικής εξουσίας. Όπως έλεγε ο Ντιβερζέ, σε αυτού του είδους το σύστημα, ακόμη και χωρίς να ενισχυθούν συνταγματικά οι επιμέρους εξουσίες του προέδρου, ενισχύεται η εξουσία του ως μονοπρόσωπου οργάνου.

 

Μάχη δημοσίου και ιδιωτικού

Συζητούνται διάφορα άρθρα για αναθεώρηση, ανάλογα με την πλευρά που τα προτείνει. Για παράδειγμα, προτείνεται η αναθεώρηση του άρθρου 16, που αφορά το δημόσιο χαρακτήρα της παιδείας, ή άλλα που αφορούν τον αιγιαλό, το περιβάλλον κ.α. Γιατί επιδιώκεται η αναθεώρησή τους;
Βρισκόμαστε σε μια φάση αναπροσδιορισμού των ορίων δημοσίου και ιδιωτικού και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη χώρα μας αλλά παγκοσμίως. Παρατηρείται, πεδία τα οποία θεωρούνται δημόσια, ταγμένα, δηλαδή, στην εξυπηρέτηση σκοπών γενικότερου συμφέροντος και για το λόγο αυτό ετίθεντο υπό τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας, έμμεσα και της πολιτικής κοινότητας, να «μετατίθενται» και να εντάσσονται στον ιδιωτικό χώρο. Και αυτό, ίσως, αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε αυτή την περίοδο, ότι, δηλαδή, οι πιέσεις για την ιδιωτικοποίηση δημόσιων αγαθών και διαδικασιών είναι εξαιρετικά έντονες και αποτελεσματικές. Κυρίως στη χώρα μας, που λειτουργεί σαν ένα είδος εργαστηρίου, δημόσιες και κρατικές λειτουργίες νοθεύονται και ο έλεγχος των πολιτών σε αυτές χάνεται. Ακόμη και η νομοθέτηση, η υιοθέτηση των νόμων που ρυθμίζουν την κοινή μας συμβίωση συνίσταται συχνά σε μετεγγραφή των κανόνων, που προέρχονται από τις λεγόμενες αγορές. Σε αρκετά νομοθετήματα εντάσσονται ρυθμίσεις, οι οποίες έχουν διατυπωθεί, πχ, από τους οίκους αξιολόγησης, από μηχανισμούς που ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα, λειτουργούν με τη λογική του και κατορθώνουν να επιβάλλουν τα πρότυπά τους, τη δική τους κανονιστικότητα και στον κοινοβουλευτικό νομοθέτη. Αυτή την περίοδο, λοιπόν, όπου οι φορείς της ιδιωτικής εξουσίας διεκδικούν να περιορίσουν ουσιαστικά το δημόσιο χώρο, όπου κρίσιμες πολιτικές λειτουργίες φαίνεται να ασκούνται υπό την επικυριαρχία των ισχυρών οικονομικών παραγόντων, η συζήτηση για την αναθεώρηση συμπεριλάβει αναγκαίως και το ζήτημα της θεσμικής αποκρυστάλλωσης των νέων ορίων δημοσίου – ιδιωτικού. Σε βάρος του δημόσιου, φοβούμαι, διότι οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν την διαφύλαξη του δημόσιου τομέα βρίσκονται σε αμυντική θέση, ενώ η ισχύς όσων υποστηρίζουν την επέκταση του ιδιωτικού είναι πολλαπλής φύσης. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της ανώτατης εκπαίδευσης. Αλλά δεν είναι το μόνο. Είναι οι αιγιαλοί, το περιβάλλον, οι δημόσιοι χώροι, η πολιτιστική κληρονομιά κ.α.

Μιλώντας για τα ΑΕΙ είναι δυνατό να εγγυηθεί ο ιδιώτης την επιβαλλόμενη από το σύνταγμα αυτονομία του ανώτατου ιδρύματος;
Το σύνταγμα προβλέπει την αυτοδιοίκηση, όχι την αυτονομία, διότι σε μια δημοκρατική πολιτεία δεν υπάρχει τομέας του δημοσίου που να είναι αυτόνομος. Η αυτοδιοίκηση ρυθμίζεται συνταγματικά στο βαθμό που τα Πανεπιστήμια είναι μια διοικητική δομή, ο δημόσιος χαρακτήρας της οποίας επιτρέπει την επιβολή κανόνων και την ανάπτυξη διαδικασιών, ώστε τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας να διαχειρίζονται τις δικές τους υποθέσεις, ανεξάρτητα από τις στοχεύσεις της πολιτικής εξουσίας ή/και των ιδιωτικών συμφερόντων. Σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο, όπως σε οποιοδήποτε φορέα του ιδιωτικού τομέα, ισχύουν οι συνταγματικές εγγυήσεις που προστατεύουν την ιδιωτική πρωτοβουλία, πχ, η οικονομική ελευθερία, επαγγελματική ελευθερία κλπ. Έτσι, λοιπόν, στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, οι θεμελιώδεις αρχές, που θα πλαισιώνουν τη λειτουργία τους, θα απορρέουν από τις παραπάνω εγγυήσεις, που συνδέονται στενά με την επιχειρηματική ελευθερία του ιδιοκτήτη τους.

Στον τομέα των δικαιωμάτων μπορεί να απειληθούν τομείς αν ανοίξει μια διαδικασία αναθεώρησης;
Η παρούσα συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή για την προστασία των δικαιωμάτων γενικότερα. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις και οι συνέπειες τους τείνουν να κλονίσουν την πεποίθηση, ότι ασφαλές είναι το κράτος, όταν λειτουργεί ως κράτος δικαίου και σέβεται τα δικαιώματα όλων όσων βρίσκονται στην επικράτεια του. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι από την αρχή της χιλιετίας έχει επανέλθει στο προσκήνιο η συζήτηση για την ασφάλεια των πολιτών, ως πρωταρχικής υποχρέωσης του κράτους, ακόμη και η πρόταση για την υιοθέτηση ενός ατομικού δικαιώματος στην ασφάλεια, τότε οι απειλές για τα δικαιώματα διαγράφονται με σαφήνεια. Με την άνθηση του Ισλαμικού Κράτους και τα πολύνεκρα τρομοκρατικά επεισόδια, που είχαμε πρόσφατα στην Ευρώπη, αλλά και στην Ασία, θα μπορούσε η συζήτηση αυτή να οδηγήσει στη συνταγματοποίηση πολιτικών, που έχουν ευρύτερες συνέπειες στην προστασία δικαιωμάτων. Νέοι περιορισμοί στα δικαιώματα ή καθιέρωση στόχων της κρατικής δράσης εύκολα θα μπορούσαν να ανατρέψουν την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας.

 

Η νεοφιλελεύθερη συνταγματική στιγμή

Πρέπει οι δημοσιονομικοί κανόνες όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας, να αποκτήσουν συνταγματική ισχύ. Είναι σωστό αυτό; δηλαδή, το ζήτημα του να μην υπάρχουν πχ ελλείμματα, να μην είναι αντικείμενο της πολιτικής;
Μια τέτοια τυποποίηση του χρυσού κανόνα θίγει τα ίδια τα θεμέλια του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Το σύνταγμα δεν οριοθετεί, απλώς, τους κυβερνώντες, θέτοντας φραγμούς στη δυνατότητά τους να παρεμβαίνουν στην προσωπική και συλλογική αυτονομία, αλλά αποτελεί το θεμέλιο της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή, ταυτόχρονα πλαισιώνει και εγγυάται το πεδίο της πολιτικής. Τούτο σημαίνει να μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να λαμβάνει τις αποφάσεις για τα κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα, να διαμορφώνει τις πολιτικές της, σύμφωνα με το πρόγραμμά της, χωρίς να υποτάσσει τις πολιτικές επιλογές της σε οποιουσδήποτε κανόνες ή στόχους. Ο συνταγματισμός, διαφυλάσσοντας την αυτονομία της πολιτικής, διαφυλάσσει την ίδια τη δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό επιτρέπεται στο λαό να επιλέγει μεταξύ διαφορετικών, ανταγωνιστικών μεταξύ τους πολιτικών σχεδίων. Αν, λοιπόν, τυποποιηθεί συνταγματικά ο χρυσός κανόνας θα έχουμε μια εξέλιξη, επιτρέψτε μου να πω, «σταλινικού τύπου». Δηλαδή, ένα μόνο οικονομικό μοντέλο θα είναι επιτρεπτό στη χώρα και οι πολιτικές των κυβερνήσεων θα μπορεί να διαμορφώνονται σε μια, μόνο, κατεύθυνση. Επομένως, η εναλλαγή στην εξουσία θα καθίσταται πλασματική και οι εκλογές θα στερηθούν μεγάλο μέρος του περιεχομένου τους.

Ανέφερες ότι δεν υπάρχουν σήμερα κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, για να εγγυηθούν την προοδευτική κατεύθυνση μιας αναθεώρησης. Δηλαδή, πολιτικά είναι άσκοπη η αναθεώρηση του συντάγματος; Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί προωθητικές αλλαγές; Υπάρχει η δυνατότητα, δηλαδή, να περιορίσεις, έστω, την αναθεώρηση σε προοδευτικές αλλαγές ή εμπεριέχει αυτό ρίσκο;

Όπως είναι γνωστό η παρούσα βουλή μπορεί να αποφασίσει μόνο για το ποια άρθρα θα αναθεωρηθούν. Το περιεχόμενο της νέας ρύθμισης θα προσδιοριστεί από τη νέα βουλή, που θα προκύψει απ΄ τις εκλογές. Ωστόσο, θα ήθελα να εκφράσω μια γενικότερη επιφύλαξη. Είμαι της γνώμης ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο ζούμε μια «συντακτική στιγμή», λόγω των μεταβολών στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως. Δηλαδή, είμαστε σε μια περίοδο, όπου έχουν συντελεστεί πολύ σημαντικές αλλαγές στην Ευρώπη σ΄ επίπεδο οργάνωσης της παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων. Οι αλλαγές αυτές, όμως, δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί θεσμικά στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ενώ το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα μεταλλάσσεται. Η προοπτική δημιουργίας μιας Ευρώπης των λαών της, η προοπτική ανάδειξης μιας εξουσίας που θα στηριζόταν στον ευρωπαϊκό δήμο έχει απομακρυνθεί. Οι πολιτικές σ΄ ευρωπαϊκό επίπεδο ρυθμίζονται από τα κράτη, γεγονός που μας επιστρέφει σε μια περίοδο, όπου η ισχύς των κρατών αποτελεί έναν από τους κύριους ρυθμιστικούς παράγοντες, όπου το ίδιο το κράτος, ως πολιτικό μόρφωμα, παρά την υποχώρησή του έναντι των οικονομικών δυνάμεων, διατηρεί σπουδαία πολιτική σημασία. Επομένως, η συζήτηση για την αναθεώρηση του εθνικού συντάγματος σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να είναι πολύ βαθιά και πολύ σοβαρή, ενώ δεν μπορεί να γίνει αποκομμένη από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Αλλαγή στο πολίτευμα μιας χώρας, κατά τη γνώμη μου, ελάχιστη θεσμικό-πολιτική σημασία μπορεί να διαθέτει, ιδίως αν αυτή δεν ανταποκρίνεται σε πραγματικά αιτήματα της εθνικής και ευρωπαϊκής πράξης.

Στο άρθρο 110 του συντάγματος προβλέπεται ότι την πρόταση την κάνουν οι βουλευτές, συγκεκριμένα πενήντα βουλευτές. Μπορεί να κάνει πρόταση αλλαγής η κυβέρνηση;
Τυπικά, δεν είναι δυνατό. Οι βουλευτές, όμως, που θα καταθέσουν την πρόταση είναι μέλη ενός πολιτικού οργανισμού, πχ, του κόμματος που στηρίζει τη κυβέρνηση. Ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε η πρωτοβουλία να ξεκινά από το κοινοβούλιο, προκειμένου οι βουλευτές που, με τον πιο άμεσο τρόπο, εκφράζουν τον λαό, αλλά και τον πολιτικό φορέα που διαμορφώνει το πολιτικό σχέδιο για τη διακυβέρνηση της χώρας, να είναι αυτοί που επεξεργάζονται και διατυπώνουν την πρόταση για την αναθεώρηση. Είναι μια σαφής επιλογή υπέρ του κοινοβουλίου και του κορμού του κοινοβουλίου, που είναι τα κόμματα.

Δεν είναι, τελικά, κάτι το ασυνήθιστο η ενασχόληση με την αναθεώρηση του συντάγματος.
Προτάσεις για αναθεώρηση του συντάγματος διατυπώνονται, στη μεταπολιτευτική μας ιστορία, όταν το κυβερνών κόμμα ή το πολιτικό σύστημα, συνολικά, αντιμετωπίζει δυσλειτουργίες. Τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, όποτε το κομματικό σύστημα κλονιζόταν ή η κρίση αντιπροσώπευσης έδειχνε να απειλεί κάποιο από τα κόμματα εξουσίας, η αντιμετώπιση του προβλήματος μετατίθετο σε πρόταση για την αναθεώρηση του συντάγματος. Αυτό, όμως, είναι ακόμη μια ένδειξη αδυναμίας του πολιτικού συστήματος να αναλάβει τις ευθύνες του. Τα προβλήματα αντιπροσώπευσης ή τα ελλείμματα δημοκρατίας επιλύονται στο πλαίσιο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Οι σχέσεις εκλογέων, βουλής και κυβέρνησης είναι στενές και ουσιαστικές, όταν το κομματικό σύστημα στηρίζει την απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού κυκλώματος, ώστε η εξουσία να μην αναδεικνύεται μια φορά στα τέσσερα χρόνια από το λαό, αλλά να ανάγεται στην βούληση του και να ελέγχεται από τα μέλη του. Το σύνταγμα μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά στο σχεδιασμό μιας δημοκρατικής πολιτείας. Δεν μπορεί, όμως, να δημιουργήσει τους όρους πολιτικής επικοινωνίας και πολιτικής συμμετοχής, που στηρίζουν τους δημοκρατικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς.

 

Ελλοχεύει η πριμοδότηση των τεχνοκρατών

Από τις προτάσεις που έχουν ως τώρα εμφανισθεί, είτε κομμάτων, είτε συνταγματολόγων τι συμπέρασμα προκύπτει για την κατεύθυνση των επιδιωκόμενων αλλαγών;
Οι αρρυθμίες του κομματικού και πολιτικού συστήματος έχουν οδηγήσει σε διατύπωση διαφορετικών προτάσεων, πολλές από τις οποίες γεννούν περίσκεψη. Χαρακτηριστικό κάποιων από αυτές είναι η προσπάθεια να ενταχθεί η συμμετοχή των τεχνοκρατών στην άσκηση της εξουσίας προκειμένου να περιοριστούν οι αδυναμίες της πολιτικής διακυβέρνησης. Στο ίδιο πλαίσιο προτείνεται η επιστροφή σε παλαιότερες μορφές οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας, όπου το έθνος και όχι ο λαός θα αποτελεί την πηγή των εξουσιών. Τούτο σημαίνει, ότι οι πολίτες και η θέληση τους θα πάψουν να αποτελούν την αναγκαία αναφορά των κυβερνώντων, που θα διαμορφώνουν τις αποφάσεις τους, ενόψει της βούλησης και των συμφερόντων μιας υπερβατικής κοινότητας. Ακόμη και σε ο,τι αφορά την απονομή της δικαιοσύνης, προτείνεται να μετέχουν στα ανώτατα δικαστήρια «έγκριτοι» νομικοί, για να συμβουλεύουν; Να ελέγχουν τους επαγγελματίες δικαστές; Μοιάζει να έρχονται στο προσκήνιο σχέδια πολιτικής θέσμισης, που πριμοδοτούν τους τεχνοκράτες σε βάρος των αιρετών, πριμοδοτούν την αναζήτηση ουδέτερων αρχών σε σχέση με τα προτάγματα που αναδεικνύονται μέσα από την πολιτική αντιπαράθεση. Τέλος, είναι σημαντικό να αναλογιστούμε ότι το πολίτευμά μας είναι αυτό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με τα ελαττώματα και τα πλεονεκτήματά του. Το μεγάλο πλεονέκτημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι ότι στηρίζει την ανάδειξη και την άσκηση της εξουσίας στη επιλογή του λαού μεταξύ ανταγωνιστικών πολιτικών σχεδίων. Ο πολίτης δεν μετέχει ατομικά στις πολιτικές διαδικασίες, αλλά μέσα από συλλογικότητες που σκέπτονται, σχεδιάζουν για το κοινωνικό καλό, φαντάζονται και προσπαθούν να μορφοποιήσουν μια κοινή πορεία για το σύνολο. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να ισχυριστεί ότι η ατομική συμμετοχή υποβαθμίζεται, ενώ ο έλεγχος της εξουσίας με βάση τις προσωπικές αντιλήψεις καθενός πολίτη, φορέα ίσου ποσοστού της κυριαρχίας, είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Ωστόσο, η λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών ευνοεί την ανάπτυξη συλλογικοτήτων, ευνοεί την επεξεργασία προτάσεων, που στοχεύουν στο να εξυπηρετήσουν ένα γενικότερο συμφέρον. Αντίθετα, αρκετές από τις σκέψεις που διατυπώνονται, ενόψει της αναθεώρησης, και οι οποίες με ειλικρίνεια επιδιώκουν τον «εκδημοκρατισμό» του πολιτεύματος μέσα από την άμεση συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες, δείχνουν να μην αξιολογούν το γεγονός, ότι στις μέρες μας οι μορφές άμεσης πολιτικής συμμετοχής υπακούουν αναγκαστικά σε μια ατομικιστική λογική. Ακόμη και η διενέργεια δημοψηφισμάτων, κατά τη γνώμη μου, λίγο μπορεί να συμβάλλει στη διαμόρφωση των ενεργών πολιτών και ιδίως των συλλογικών υποκειμένων, που θα μπορούσαν να διαφυλάξουν το πολιτικό και να συμβάλλουν στη διαμόρφωση εναλλακτικών πολιτικών. Η δημιουργία πεδίων στα οποία θα μπορούν οι πολίτες, με διαφορετικά επίπεδα, να συντονίζονται και να συναποφασίζουν για πράγματα που τους αφορούν είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός, αλλά και πολύ φιλόδοξος στις μέρες μας στόχος. Είναι, πάντως, στόχος του πολιτικού προσωπικού και όχι του αναθεωρητικού νομοθέτη.

 

Πηγή: Εποχή