Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός
Οι εξελίξεις προσθέτουν στην ένταση της αντιπαράθεσης μεταξύ αξιωματικής αντιπολίτευσης και κυβέρνησης.
Η σύγκρουση, όντως, οξύνεται. Αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή το επόμενο διάστημα ανοίγονται νέα πεδία δυνατοτήτων άσκησης πολιτικής για την κυβέρνηση. Μπροστά σε αυτή την προοπτική η ΝΔ προσπαθεί να πολώσει το κλίμα. Την ίδια στιγμή, όμως, το βασικό της σενάριο, που στηριζόταν στην καταστροφή, αποτυγχάνει διαρκώς. Όλες της οι προβλέψεις, όπως η ενεργοποίηση του κόφτη και η αδυναμία ύπαρξης μέτρων κοινωνικής αναδιανομής, έχουν διαψευστεί. Αυτό δημιουργεί αμηχανία, την οποία προσπαθεί να καλύψει με επίθεση. Δεν έχουμε, όμως, μπροστά μας μια επικοινωνιακή πόλωση. Το βασικό σενάριο είναι, ανοιχτά, πλέον, η ολοκλήρωση του προγράμματος το ‘18. Αυτό θέτει νέα ερωτήματα για την επόμενη μέρα, διευρύνει τα πεδία δυνατοτήτων και άρα είναι φυσιολογικό να δημιουργούνται μια σειρά πολιτικών και κοινωνικών πολώσεων.
Γι’ αυτό, ακριβώς, θα περιμέναμε η ΝΔ να επιλέγει κεντρικά ζητήματα. Κάνει, παρ’ όλα αυτά, αποσπασματική αντιπολίτευση.
Η ΝΔ εμφανίζεται με συγκεκριμένες προτάσεις. Ειδικά στα ζητήματα δημοκρατίας και ελευθεριών η πρότασή της είναι αν όχι ακροδεξιά πολύ κοντά σε αυτή και ταυτόχρονα πολύ μακριά από μία φιλελεύθερη τοποθέτηση. Βέβαια, σχεδόν πάντα η κοινωνική και πολιτική όξυνση πολώνει τις φιλελεύθερες δυνάμεις σε πιο αντιδραστικές τοποθετήσεις. Ταυτόχρονα, και σε κεντρικά οικονομικά ζητήματα ακόμη και αν δεν φαίνεται καθαρά υπάρχει μια συγκεκριμένη μεθοδολογία. Τονίζεται διαρκώς η ανάγκη μείωσης φόρων την οποία θα αντισταθμίσει, ακόμα και αν δεν λέγεται ανοιχτά, η μείωση των δημοσίων δαπανών. Δηλαδή απολύσεις και κλείσιμο δημόσιων δομών. Το έχουμε ξαναδεί. Όταν, παραδείγματος χάριν, ο κ. Μητσοτάκης λέει ότι θα ιδιωτικοποιήσουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς ή όταν ζητούσαν να ιδιωτικοποιηθεί η καθαριότητα στους δήμους υπερασπίζεται ανοιχτά την παραπάνω αντίληψη.
Καθημερινή εμπλοκή με την κοινωνία
Στα εργασιακά, με το ερωτηματολόγιο που κατέβασε, όντως δεν κρύφτηκε καθόλου.
Η ΝΔ υπερασπίζεται ότι η ανάκαμψη και η έξοδος από την κρίση έχει ως απαραίτητο στοιχείο την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Η πραγματικότητα όμως δείχνει ότι έτσι μειώνονται οι μισθοί, τα εργασιακά δικαιώματα και οξύνονται οι ανισότητες. Η όξυνση των ανισοτήτων σε αντίθεση με την αφήγηση ότι φτάσαμε εδώ γιατί οι εργαζόμενοι ζούσαν πάνω απ΄ τις δυνατότητές τους, αποτέλεσε ένα από τα στοιχεία που συνέβαλαν στην έκρηξη της κρίσης. Ανάπτυξη χωρίς προστασία της εργασίας σημαίνει επιστροφή στον δρόμο που γέννησε την χρεοκοπία. Το ζήτημα της εργασίας δεν είναι μια σύγκρουση που έχει περάσει, αλλά που θα τη βρούμε μπροστά μας. Αποτελεί ένα από τα πεδία που αποτυπώνονται καθαρά δύο ανταγωνιστικά σχέδια για το μέλλον.
Στη σύγκρουση για το «μετά», πώς θα προετοιμαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση για να πάρει αυτή και το περιεχόμενο «αριστερά-δεξιά»;
Είναι δυο διακριτά επίπεδα. Η προετοιμασία του κόμματος γι’ αυτή τη σύγκρουση δεν είναι μια προπόνηση για έναν αθλητικό αγώνα που θα διεξαχθεί την ημέρα των εκλογών. Αποτελεί μια καθημερινή διαδικασία. Οι εκλογές είναι μια στιγμή της συνολικής δουλειάς. Προϋπόθεση για τη θετική έκβαση της εκλογικής μάχης αποτελεί η καθημερινή εμπλοκή στους κοινωνικούς χώρους. Τι κατεύθυνση έχεις, πχ, για το χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης; Μπορείς να πεις ότι εκεί που την ευθύνη των δήμων είχε η Αριστερά συγκροτήθηκε ένα διαφορετικό παράδειγμα για την υπηρέτηση των πολλών για τη σχέση του πολίτη με το δήμο; Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για άλλους χώρους, πχ, στους εργατικούς κ.α. Προφανώς, ισχύει και για το χώρο των ιδεών διότι δεν είναι «στεγνή» η δράση ενός κομματικού οργανισμού. Υπάρχουν θεωρητικές και ιδεολογικές συγκρούσεις και είναι μεγάλο ζήτημα για ένα κόμμα πώς συμμετέχει σ΄ αυτή τη συζήτηση και άρα πώς επηρεάζει την κοινωνία, η οποία καλείται να τοποθετηθεί σε δύσκολα ζητήματα αυτό το διάστημα. Θέματα που βρίσκονται στον πυρήνα μιας κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης όπως βλέπουμε με όσα διαδραματίζονται στην Ευρώπη την περίοδο αυτή.
Και η κυβέρνηση πώς πρέπει να εργαστεί στο διαφαινόμενο δεύτερο ημίχρονο;
Υπάρχουν πάντα κάποιοι αντικειμενικοί όροι από τους οποίους κρίνεται κάθε κυβέρνηση. Πρώτον, το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, αν μπορείς να συμβάλλεις ή όχι στο να υπηρετήσεις πρακτικά την κοινωνική πλειοψηφία. Δεύτερον, ειδικά σ’ αυτές τις συνθήκες και κρίσιμο γι’ αυτή την κυβέρνηση, είναι, μπροστά στις επόμενες εκλογές, λόγω αυτών που θα έχουμε κάνει, να έχουν δημιουργηθεί περισσότερες δυνατότητες. Δηλαδή, να υπάρχει περισσότερος χώρος και μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Η ολοκλήρωση του προγράμματος θα περιορίσει τα πεδία και το εύρος της. Μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργούνται νέα πολιτικά ερωτήματα, νέες επιλογές και δυνατότητες. Ταυτόχρονα, με τη δημιουργία νέων δυνατοτήτων οφείλουμε να μπορούμε να παρουσιάσουμε συγχρόνως ένα συγκεκριμένο σχέδιο μπροστά στις νέες πολιτικές συγκρούσεις. Για παράδειγμα, στα εργασιακά, οι συλλογικές συμβάσεις είναι σκουριά του παρελθόντος ή είναι δομικό στοιχείο μιας δημοκρατικής, ευρωπαϊκής χώρας; Να διατυπωθούν, λοιπόν, οι διαχωριστικές γραμμές, είναι στοιχείο της δημοκρατίας. Το πολιτικό σύστημα έχει πληρώσει πάρα πολύ ακριβά το γεγονός ότι αμβλύνθηκαν οι πολιτικές διαφορές. Η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτό τον μετασχηματισμό και την ταύτιση της με το νεοφιλελευθερισμό.
Η εργασία μάχη του μέλλοντος
Τι έχουμε για τα εργασιακά από τις συζητήσεις για την τρίτη αξιολόγηση;
Το κομμάτι των εργασιακών, σε αντίθεση με την καταστροφολογία που έχει ακουστεί, δεν περιλαμβάνει ούτε δομικές αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο, στους όρους απόλυσης των συνδικαλιστών ή στην προκήρυξη απεργιών σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο. Η μοναδική αλλαγή θα είναι στο απαιτούμενο όριο στην συνέλευση για την κήρυξη απεργίας σε πρωτοβάθμιο επίπεδο από το 1/3 στο ½ των οικονομικά τακτοποιημένων μελών του σωματείου.
Τα ρεπορτάζ επιμένουν ότι με το τέλος του προγράμματος θα τεθεί ζήτημα αναίρεσης κάποιων απ’ αυτά που συμφωνήθηκαν στη δεύτερη αξιολόγηση, πχ συλλογικές συμβάσεις.
Ήδη αυτά έχουν γίνει νόμος που αναφέρει ότι με το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, επανέρχονται οι δυο βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Πρώτον, η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, δηλαδή ότι στη περίπτωση ύπαρξης διαφορετικών συμβάσεων σε επίπεδο κλάδου και επιχείρησης εφαρμόζονται οι ευνοϊκότεροι για τον εργαζόμενο όροι. Δεύτερον, είναι η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων, δηλαδή δεν θα υπάρχει η δυνατότητα για έναν εργοδότη μονομερώς να αποχωρεί από την εργοδοτική οργάνωση και να τίθεται εκτός ισχύς της κλαδικής σύμβασης. Τα παραπάνω είναι ψηφισμένα και δεν έχει υπάρξει καμιά νέα αναφορά στη διαπραγμάτευση. Προφανώς, το ΔΝΤ δεν είναι χαρούμενο γι’ αυτές τις πρόνοιες, όπως και ο ΣΕΒ. Είναι, όμως, ενδεικτικός ο τίτλος που διάλεξε ο ΣΕΒ για την σχετική του ημερίδα για τα εργασιακά: «το μέλλον της εργασίας μετά το μνημόνιο». Αναγνωρίζουν ότι κλείνει ένας κύκλος και ήδη λαμβάνουν θέσεις μάχης για την επόμενη μέρα. Το κλείσιμο αυτής της περιόδου θ΄ ανοίξει πολλά πεδία σύγκρουσης, θα συγκροτηθούν νέες συμμαχίες, σχηματισμένα μπλοκ θα σπάσουν και θα δημιουργηθούν νέα. Δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μία ευθύγραμμη διαδρομή.
Συμμαχίες στο κοινωνικό επίπεδο
Ποιοι, όμως, οι υποψήφιοι σύμμαχοι της κυβέρνησης; Οι οργανωμένοι θεσμοί είναι εναντίον της.
Μια παραδοσιακή απάντηση είναι ότι αυτοί θα αναζητηθούν πρώτα στο κοινωνικό πεδίο. Δηλαδή κυρίαρχα με τη μισθωτή εργασία, τη νεολαία, με ανθρώπους των γραμμάτων και του πολιτισμού. Το κοινωνικό εδώ προηγείται, και στο βαθμό που προχωράμε αποτελεσματικά, δημιουργούνται και νέες δυνατότητες και σε επίπεδο πολιτικής έκφρασης. Αυτό, όμως, που έχουμε καταλάβει, είναι ότι σε κάθε επιμέρους κοινωνικό χώρο δεν μπορείς εύκολα να αλλάξεις τις υπάρχουσες ιστορικότητες στην εκπροσώπησή του. Οι δομημένοι χώροι απαιτούν πολύ περισσότερη δουλειά και χρόνο, εμφανίζουν μικρότερη ευελιξία από το πολιτικό σκηνικό σε ένα βαθμό και λόγο μικρής εκπροσώπησης και συμμετοχής.
Αυτό, δεν το είχε προσέξει ο ΣΥΡΙΖΑ την εποχή της ανόδου του, δυστυχώς.
Ένας σοβαρός απολογισμός δεν μπορεί να παραβλέψει αυτό το στοιχείο. Η παρέμβαση στο πολιτικό επίπεδο ήταν πολλές φορές παρέμβαση επί της αρχής, δεν καταφέραμε να αποκτήσει τις ρίζες που έπρεπε. Δεν το υποτιμώ, αλλά μείναμε στο πρώτο επίπεδο. Η μη σύνδεση του με το κοινωνικό αφήνει το πρώτο βήμα μετέωρο. Το επόμενο διάστημα πιστεύω ότι θα αρχίσουν να διαμορφώνονται οι όροι, σιγά σιγά, για να «ξεκλειδώσουν» μια σειρά κοινωνικών χώρων. Αλλά θέλει πολύ μεγαλύτερη οργανωτικότητα και δουλειά. Και πολύ καλύτερη συνεργασία κόμματος και κυβέρνησης, διαφορετικά δεν μπορείς να κινηθείς γρήγορα. Και εδώ υπάρχουν προβλήματα και από τις δυο πλευρές.
Το κόμμα να κερδίσει τη θέση του στην κοινωνία
Η καλύτερη συνεργασία εμπεριέχει και τον έλεγχο, την κριτική.
Απολύτως, ένας ζωντανός πολιτικός οργανισμός έχει απαραίτητα και εσωτερικές συγκρούσεις. Διαφορετικά, υπονομεύεται η δυνατότητα εξεύρεσης των σωστών λύσεων και των κατάλληλων εργαλείων. Πολύ περισσότερο αυτό πρέπει να ισχύει σε ένα κόμμα που είναι στην κυβέρνηση.
Στο συνέδριο, ομόφωνα, είπαμε ότι αυτό δεν υπάρχει και δεσμευτήκαμε να το αλλάξουμε. Ποιοι οι λόγοι που δεν έγινε;
Αυτή η σχέση δεν μπορεί να είναι ποτέ τέλεια. Υπάρχουν ζητήματα στα οποία υπάρχει καλύτερη συνεργασία και σ΄ άλλα όχι. Νομίζω ότι πρώτον, πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί σε μια τάση, που πάντα αναπτύσσεται σε κυβερνητικά στελέχη, να υποτιμάμε τις διαδικασίες εκτός κυβέρνησης. Πρέπει, κόμμα και κυβέρνηση, να δημιουργούν άμυνες σ’ αυτή την τάση. Δεύτερο συλλογικό άγχος πρέπει να είναι πώς και το κόμμα, μέσα απ’ τη δική του πολιτική πρακτική, θα κατακτά μία θέση ισότιμου συνομιλητή. Δεν επαρκούν καταστατικά μέτρα. Πρώτο και σπουδαιότερο είναι να κερδίζει το κόμμα τη θέση του μέσα στην κοινωνία, αυτό το κάνει ισότιμο συνομιλητή με την κυβέρνηση. Το κόμμα πρέπει να οργανώνει πολιτική στο χώρο του. Η κυβέρνηση έχει ανάγκες και χρονικότητες που είναι πολύ διαφορετικές από του κόμματος. Το κόμμα δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να είναι ο απολογητής της κυβερνητικής πολιτικής, διότι τότε έχουμε στρεβλή αφετηρία. Τόσο οι διαφωνίες όσο και η σύγκρουση αποτελούν κομμάτια που δεν μπορούμε ούτε πρέπει να καταργήσουμε. Δεν μπορούμε, όμως, να ξεχνάμε ότι η οπτική της όποιας συζήτησης και αντιπαράθεσης οφείλει να είναι στραμμένη προς την κοινωνία και όχι την «εσωτερική μας κουζίνα».
Το έργο της Επιθεώρησης Εργασίας
Έχεις πλούσια εμπειρία από τον τομέα της ευθύνης σου. Θα καταλήξει αυτή και σε θεσμικές παρεμβάσεις;
Κάθε υπηρεσία είναι οι άνθρωποί της, και εδώ, σε αντίθεση με την κατασκευασμένη κυρίαρχη εικόνα που αναφερόταν σε δημόσιους υπαλλήλους που είναι τεμπέληδες κτλ, είμαι πολύ τυχερός, γιατί η επιθεώρηση έχει άνδρες και γυναίκες που αγαπάνε και γνωρίζουν το αντικείμενο τους. Χωρίς αυτό η πολιτική βούληση δεν μπορεί να πάει μακριά. Το δεύτερο είναι ότι προχωράμε την αναβάθμιση της υπηρεσίας σε ανθρώπινο δυναμικό, πληροφοριακά συστήματα και χρηματοδοτικά εργαλεία. Η ψήφιση του τελευταίου εργασιακού νόμου μας παρέχει νέες δυνατότητες για την αντιμετώπιση της αδήλωτης, υποδηλωμένης και απλήρωτης εργασίας και στο θεσμικό επίπεδο. Γενικά, όσο εμπλουτίζεται η εμπειρία μας μέσα και από το ελεγκτικό κομμάτι θα μπορούμε να προχωράμε και σε νέες θεσμικές παρεμβάσεις.
Εδώ, είναι απαραίτητη η συνεργασία και με τα συνδικάτα. Υπάρχει;
Υπάρχει, πλέον, ένα όργανο με τριμερή συμμετοχή (υπουργείο, εργαζόμενοι, εργοδότες) στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, το οποίο ασχολείται αποκλειστικά με τα ζητήματα της αδήλωτης εργασίας. Είναι σημαντικό, διότι θέλουμε και από τη μεριά των εργοδοτών να καλλιεργηθεί το κλίμα ότι δεν υπάρχει ανοχή σε όσους αντιλαμβάνονται την παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Παρά τις αντιθέσεις, καθυστερήσεις κτλ η εμπειρία από τη λειτουργία του οργάνου είναι θετική. Ειδικά, όμως, για τα συνδικάτα είναι κρίσιμο για μας να υπάρχει επικοινωνία. Η ύπαρξη καταγγελιών από την εργατική πλευρά αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την αποτελεσματικότητα των ελέγχων. Η εμπειρία δείχνει ότι η ύπαρξη οργανωμένης συνδικαλιστικής δράσης και συλλογικών συμβάσεων μειώνει την εργοδοτική παραβατικότητα. Ένας από τους στόχους της πολιτικής μας οφείλει να είναι να συμβάλουμε στην αύξηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας. Σίγουρα αποτελεί ένα «ανορθόδοξο» δείκτη με βάση τη σημερινή κυρίαρχη αντίληψη, αλλά για εμάς πρέπει να ορίζει ένα από τα στοιχεία με βάση τα οποία θα μετρήσουμε την αποτελεσματικότητα μας σε μια ανταγωνιστική βάση.
Πηγή: Η Εποχή