Τις τελευταίες μέρες παρατηρείται μια απρόσμενη άνοδος του βάρους της τοπικής αυτοδιοίκησης στη διαχείριση ζητημάτων, που μέχρι τώρα ρύθμιζε η κεντρική εξουσία. Ζητήματα όπως η αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων που αφορούν τη δημόσια υγεία, λύνονται με αποφάσεις περιφερειακών και δημοτικών αρχών. Πρόσφατο παράδειγμα η ματαίωση των παρελάσεων σε μεγάλο μέρος της επικράτειας λόγω της έξαρσης του κορονοϊού. Αξίζει έπαινος στην κυβέρνηση, που παραχώρησε τη σχετική αρμοδιότητα στους δήμους και τις περιφέρειες.
Ας αφήσουμε, όμως, τ’ αστεία, παρότι το θέαμα μιας κυβέρνησης που αποφεύγει να αναλάβει τις ευθύνες της, δεν είναι μόνο επικίνδυνο αλλά και γελοίο. Στο μέγαρο Μαξίμου, αλλά και στην οδό Πειραιώς είναι φανερό ότι εδώ και καιρό έχουν αποφασίσει πως έχουν τελειώσει με την πανδημία. Με, όχι την πανδημία.
Έχουν κάνει την επιλογή τους
Ήδη από την εποχή που διαφήμισαν τον εμβολιασμό σαν μοναδικό και αποκλειστικό μέσο για την αντιμετώπισή της, έχουν κηρύξει αρκετές φορές τη λήξη της, παρά το γεγονός ότι τα επιδημιολογικά στοιχεία κραυγάζουν για το αντίθετο. Έχουν εγκαταλείψει ουσιαστικά την προσπάθεια να εφαρμοστούν παράλληλα άλλα μέτρα, δαπανηρά πολιτικά και οικονομικά. Ακόμα και το πραγματικά δύσκολο εγχείρημα του εμβολιασμού ικανού ποσοστού του πληθυσμού, το οποίο τεχνικά υποστηρίχθηκε σχεδόν άρτια από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές, πολιτικά και κοινωνικά έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί στην τύχη του ήδη από το καλοκαίρι. Για να καταλάβουμε σε ποιο σημείο έχουμε φτάσει, σημειώνουμε ότι ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, χρησιμοποίησε πρόσφατα σαν επιχείρημα υπέρ του εμβολιασμού, την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το ΕΣΥ μετά από δύο σχεδόν χρόνια καταπόνησης από την πανδημία χωρίς ουσιαστική ενίσχυσή του. Να ξέρουν, είπε, οι ανεμβολίαστοι ότι φέτος το προσωπικό του είναι δικαιολογημένα κουρασμένο, αλλά και λιγότερο… Άλλοι ανοιχτά υποστηρίζουν ότι μόνο ο τρόμος από την εξάπλωση της πανδημίας μπορεί να πολλαπλασιάσει τους εμβολιασμούς!
Είναι φανερό ότι αυτοί που κυβερνούν έχουν κάνει την επιλογή τους. Το σύνθημα του πρώτου κύματος της πανδημίας «πρώτα η υγεία» έχει εγκαταλειφθεί. Η κριτική που του ασκήσαμε και από τις στήλες μας τότε, εξηγούσε γιατί ήταν κυρίως επικοινωνιακό και προϊόν αμηχανίας ή και πανικού μπροστά σε μια σχετικά άγνωστη απειλή. Το υποστηρίζουμε και σήμερα αυτό, γιατί η προστασία της υγείας είναι αυταπόδεικτο ότι δεν μπορεί να εξασφαλιστεί χωρίς την προστασία τής κοινωνίας και της οικονομίας. Άλλωστε, όποια τέτοιου είδους μέτρα πήρε και η κυβέρνηση στο διάστημα της πανδημίας, σε αυτό ακριβώς αποσκοπούσαν. Μόνο που χαρακτηρίζονταν από ένα ιδεολογικό όριο και μια ταξική μεροληψία, που σήμερα την οδηγούν στο άλλο άκρο. Γιατί, ας μην κρυβόμαστε, το ανομολόγητο σύνθημα τώρα έχει γίνει «πρώτα η οικονομία και το πολιτικό κόστος».
Ό,τι κοστίζει λιγότερο
Η αλήθεια είναι ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση, μετά από ενάμιση χρόνο ή και νωρίτερα, θα όφειλε να σκεφτεί πώς θα ξαναλειτουργήσει στις νέες συνθήκες η κοινωνία και η οικονομία. Το πρόβλημα είναι ότι τις επιλογές τις έκανε αυτή η κυβέρνηση, μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της δεξιάς. Στην αρχή του καλοκαιριού, με στόχο την αξιοποίηση της τουριστικής περιόδου, κήρυξε τη «γαλάζια ελευθερία» στοχεύοντας αποκλειστικά στο οικονομικό αποτέλεσμα και υποτιμώντας πρωτόκολλα, μέτρα και προφυλάξεις. Η γραμμή ήταν «έχει ο θεός» – και η καλοκαιρία με τις υψηλές θερμοκρασίες. Και εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να βρεθούμε σαν κοινωνία αυτό το φθινόπωρο σε πολύ καλύτερη θέση, καλύτερα προετοιμασμένοι από πέρυσι την ίδια εποχή. ΕΣΥ, εκπαιδευτικές δομές, δημόσιες συγκοινωνίες, συνθήκες στους χώρους δουλειάς, χώροι μεγάλου συνωστισμού οδηγήθηκαν από το νέο Μωυσή στον Οκτώβριο έτσι όπως ήταν το Μάιο – και ακόμα χειρότερα.
Η ουσιαστική προσπάθεια που καταβλήθηκε, ήταν να δικαιολογηθεί και να κρυφτεί όσο γινόταν η «απλότητα» του σχεδίου: ως εδώ, δεν πάει άλλο, δεν θα την πληρώνουμε εμείς (κυριολεκτικά και μεταφορικά) γιατί κρατάει τόσο η πανδημία. Ο κ. Μητσοτάκης μάς στέρησε τα διαγγέλματά του, η επιτροπή των ειδικών μπήκε σε ουσιαστική αχρησία, επιστρατεύτηκε αργότερα και ο κ. Τσιόδρας μήπως σώσει την κατάσταση, και ανέλαβε υπηρεσία ο «αυτόματος πιλότος». Η μόνη εντολή που του δόθηκε, ήταν να λειτουργεί με το μικρότερο δυνατό πολιτικό κόστος. Και να υπολογίζει στη βοήθεια των φιλικών μέσων, που στρογγυλεύουν τις γωνίες. Όσο μπορούν. Γιατί δεν μας ευνοούν και οι συγκρίσεις με την Ευρώπη και πόσα πια να φορτώσει κάποιος στην ατομική ευθύνη – ανεμβολίαστων και εμβολιασμένων – όταν η κυβέρνηση έχει σταυρώσει τα χέρια;
Πολιτικοί ιοί μεταδοτικοί
Έτσι φτάσαμε στο ίδιο έργο πάλι θεατές, σ’ έναν Οκτώβριο με πάνω από 4.000 κρούσματα τη μέρα κι έναν Νοέμβριο που ετοιμάζεται να ξεπεράσει τα 5.000, στις θλιβερές προβλέψεις για άλλους 3.000 θανάτους ως το τέλος του χρόνου, στη λιτάνευση της εικόνας του πολιούχου της συμπρωτεύουσας υπό τους ήχους των δηλώσεων παραπλανημένων πιστών ότι δεν κολλάει ο ιός στους ναούς και τις λιτανείες. Και στην εικόνα μιας κυβέρνησης που δεν τολμάει να πει το αυτονόητο, αλλά μετακυλίει την ευθύνη και το κόστος στους αυτοδιοικητικούς της ίδιας της δικιάς της παράταξης! Μακριά απ’ το Μαξίμου κι ας είναι πέντε πόντους… Στο κάτω κάτω, όσοι επιβιώσουν θα γευτούν τη γη της επαγγελίας, όπου η ανάπτυξη – ή μήπως η ανάκαμψη, έχουμε μπερδευτεί, κ. Σκυλακάκη – θα τρέχει με 8% και 9% (πάντως, όχι από τα δικά μας μπατζάκια).
Το κακό είναι ότι αυτή η α-σθένεια ανάληψης της ευθύνης μοιάζει μεταδοτική. Και η αξιωματική αντιπολίτευση, παρά την ορθή κριτική στην απαράδεκτη στάση τής κυβέρνησης, δίστασε επίσημα, απ’ την αρχή και με σαφήνεια να πει κάτι απλό: όσο η πανδημία διαρκεί, τουλάχιστον, ξεχάστε τις παρελάσεις.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή