Macro

Αννέτα Καββαδία: Μία ανέμελη Κυριακή

Θα μπορούσε να είναι μια ανθρώπινη στιγμή που δεν θα έπρεπε καν να σχολιάζεται. Άλλωστε, και το πολιτικό προσωπικό της χώρας –του πρωθυπουργού συμπεριλαμβανομένου– δικαιούται στιγμές οικογενειακής, φιλικής χαλάρωσης χωρίς οι στιγμές αυτές να γίνονται αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Όσο και αν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, οι ελάχιστα προβεβλημένες αντίστοιχες στιγμές του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα αλλά και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, τύγχαναν σφοδρότατης κριτικής που άγγιζε τα όρια της δολοφονίας χαρακτήρων (ποιος δεν θυμάται, για παράδειγμα, τα αισχρά δημοσιεύματα σχετικά με δήθεν «χλιδάτες» διακοπές βουλευτών –που πόρρω απείχαν από την πραγματικότητα- ή το κυνηγητό «δημοσιογράφων» προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποιο πλάνο ή κάποια φωτογραφία από βραδινές εξόδους στελεχών του τότε κυβερνώντος κόμματος…)
Η περίπτωση ωστόσο του Κυριάκου Μητσοτάκη να αναρτά – λίγες μόνο ώρες μετά τη δολοφονία του 18χρονου Ρομά Νίκου Σαμπάνη από αστυνομικούς, και μετά το θόρυβο που ξεσηκώθηκε – φωτογραφία στο Instagram όπου, μαζί με τη σύζυγό του, γελώντας, εύχονται «καλή Κυριακή» και ενημερώνουν το πανελλήνιο ότι βρίσκονται «για ψαράκι στο Μοσχάτο», προκαλεί. Όχι γιατί απολαμβάνει την Κυριακή του. Δικαίωμά του. Ούτε γιατί η συγκεκριμένη φωτογραφία έρχεται να προστεθεί στην πληθώρα φωτογραφιών του από διακοπές ή στιγμές ξεκούρασης, την ώρα που όλη η Ελλάδα στέναζε από τα σκληρά λοκντάουν. Ούτε καν γιατί το διαφημίζει. Προκαλεί για όλα όσα κρύβονται πίσω από την επιλογή να διαφημίσει την ξέγνοιαστη Κυριακή του.
Έχουν γραφτεί πολλά για την πληθώρα επικοινωνιολόγων που φροντίζουν τη δημόσια εικόνα του έλληνα πρωθυπουργού. Έμπειροι επικοινωνιολόγοι, με περγαμηνές, που δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη και βρίσκονται πίσω από κάθε λέξη και κίνησή του. Ανεξαρτήτως, ωστόσο, της αποτελεσματικότητάς τους, θα ήταν λάθος να επιχειρηθεί να ερμηνευτεί αυτή η εξοργιστική ανεμελιά του μόνο ως αποτέλεσμα των συμβουλών του επικοινωνιακού του επιτελείου. Γεννημένος και μεγαλωμένος σε ένα περιβάλλον συγκεκριμένων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών προδιαγραφών, ακολούθησε από νωρίς την πεπατημένη. Δεν «πρόδωσε» ποτέ την τάξη του και εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο σκληρούς εκφραστές μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής με ακροδεξιό άρωμα. Εφαρμόζει κατά γράμμα, παρά την ειδική συνθήκη της πανδημίας, το προεκλογικό του πρόγραμμα και δεν αφήνει περιθώρια παρεκκλίσεων από το πλάνο που εξαρχής είχε σχεδιάσει. Έτσι λοιπόν, όταν απαθανατίζεται στην ψαροταβέρνα, στην παραλία, στην ποδηλατάδα, όταν εργαλειοποιεί –κατά τα αμερικανικά πρότυπα– τα μέλη της οικογένειάς του, δεν είναι –όπως επιχειρεί να παρουσιαστεί- ο πολιτικός της διπλανής πόρτας που μοιράζεται απλώς προσωπικές του στιγμές, αλλά ο εκπρόσωπος μιας ελίτ τα συμφέροντα της οποίας προασπίζεται χωρίς καν να κρατά τα προσχήματα.
Με άλλα λόγια, και τα στιγμιότυπα αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο μιας, εν εξελίξει, ιδεολογικής μάχης στην οποία – τουλάχιστον η δεξιά παράταξη – έχει ξεδιπλώσει όλο της το οπλοστάσιο. Εμφορούμενος από τη λογική της λουδοβίκειας ρήσης «L’Etat, c’est moi» (το κράτος είμαι εγώ), και επιχειρώντας να επανανοηματοδοτήσει την έννοια της κανονικότητας, εμφανίζεται όχι απλώς να αγνοεί αλλά και να σνομπάρει επιδεικτικά οτιδήποτε υπάρχει «πέρα από το Attica», για να θυμηθούμε την εξίσου αλαζονική φράση του – και ανιψιού του – δημάρχου Αθηναίων. Φράση απολύτως ενδεικτική της άποψής του για την πόλη στης οποίας το τιμόνι βρίσκεται.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, θα έλεγε κανείς πως η συνειδητή υπερέκθεση προσωπικών στιγμών του Κυριάκου Μητσοτάκη εντάσσεται και σε ένα σχέδιο που αποσκοπεί στο να δημιουργήσει στο συλλογικό υποσυνείδητο συνθήκες επαναφοράς στην κανονικότητα. «Και τώρα ξαναζούμε», θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του πιο πρόσφατου φωτογραφικού του άλμπουμ που τον δείχνει να απολαμβάνει τη ζωή σαν όλα να έχουν πια περάσει. Ποια πανδημία, ποιοι θάνατοι, ποιες διασωληνώσεις, ποια ακρίβεια, ποια αστυνομική αυθαιρεσία… Ένας χαμογελαστός, ξέγνοιαστος πρωθυπουργός δεν μπορεί παρά να αποτελεί εγγύηση ότι τα δύσκολα τα αφήσαμε πίσω μας, ότι η πανδημία αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, ότι η κυβέρνηση τα κατάφερε και ότι η χώρα ξαναστέκεται στα πόδια της. Τι κι αν η πραγματικότητα τον διαψεύδει, τι κι αν οι αριθμοί είναι αμείλικτοι, τι κι αν ο χειμώνας προβλέπεται βαρύς.
Δεν είναι λοιπόν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, ότι βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου ή ότι απλώς πάσχει από έλλειψη ενσυναίσθησης, όπως πολύ εύκολα λέγεται και ακούγεται. Επιλέγει, απολύτως συνειδητά, να δείχνει κατά πρόσωπο στους «υπηκόους» του πόσο διαφέρει από αυτούς, πόσο μακριά είναι οι δικές του ανάγκες από τις δικές τους. Γιατί πολύ απλά, δεν τον νοιάζει για αυτούς, δεν είναι τα δικά τους συμφέροντα αυτά για τα οποία μάχεται. Εκπρόσωπος μιας ελίτ που επιθυμεί διακαώς να προστατεύσει τα του οίκου της, δεν πρόκειται ποτέ να ταυτιστεί με την καθημερινότητα εκατομμυρίων πολιτών που δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στην καθημερινότητα. Τους βγάζει, μάλιστα, με αυθάδεια τη…γλώσσα καθώς, σε κάθε ευκαιρία, επιδεικνύει χωρίς ντροπή τον ανέφελο και ξέγνοιαστο βίο του.
Το γιατί βέβαια εξακολουθεί, σύμφωνα τουλάχιστον με τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, να προηγείται στις δημοσκοπήσεις, είναι κάτι που οφείλει να προσεγγιστεί ποικιλοτρόπως. Το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό και όσο κι αν κάποιες απαντήσεις φαντάζουν, και είναι, οφθαλμοφανείς, υπάρχουν και άλλες που απαιτούν πολλή δουλειά για να δοθούν. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον η Αριστερά, η οποία οφείλει – στο βαθμό που της αναλογεί – να αναζητήσει τις δικές της ευθύνες, να αναρωτηθεί για την, προσώρας τουλάχιστον, αδυναμία της να επωφεληθεί από την, έστω και ισχνή, κυβερνητική φθορά και να αναπροσαρμόσει, το ταχύτερο δυνατό, τακτικές και στρατηγικές.

Αννέτα Καββαδία

Πηγή: Η Εποχή