Εχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν στο φετίχ της νεωτερικής κοινωνίας που δεν είναι άλλο από την «ανάπτυξη-μεγέθυνση». Κάθε «πρόοδος» έχει ποσοτικά και όχι ποιοτικά κριτήρια: η ατομική ευζωία εξαρτάται από την ποσότητα των υλικών αγαθών που έχουμε στην κατοχή μας, ενώ η συλλογική από την αέναη αύξηση του ΑΕΠ. Το πόσο καταστροφική είναι αυτή η λογική τόσο για το άτομο όσο και για την κοινωνία το βλέπουμε σήμερα καθαρότερα από ποτέ, τόσο με τον άκρατο προσωπικό καταναλωτισμό όσο και με το κρίσιμο πρόβλημα της εξάντλησης των φυσικών πόρων του πλανήτη, ο οποίος αντιμετωπίστηκε για αιώνες περίπου ως μη πεπερασμένος.
Στο βιβλίο του «Η κοινωνία της κόπωσης» (εκδόσεις Opera, 2021), ο Νοτιοκορεάτης φιλόσοφος Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν χαρακτηρίζει την κοινωνία μας ως «κοινωνία της επίδοσης» και λέει ότι το ρήμα που την χαρακτηρίζει δεν είναι το φροϋδικό «πρέπει» που χαρακτήριζε την «κοινωνία της πειθαρχίας», αλλά το «μπορώ». «Μπορώ να κάνω περισσότερα, να καταναλώσω περισσότερα, να αξιοποιήσω περισσότερο τον χρόνο μου, να γίνω περισσότερο multitasking». Αυτή η «πολυπραγμοσύνη», η διαρκής κινητικότητα και το ανικανοποίητο που τη συνοδεύει έχουν ως αποτέλεσμα ένα εξαντλημένο και καταθλιπτικό υποκείμενο, κουρασμένο και ανίκανο να βγει από τον εαυτό του και να ανοιχτεί προς τον κόσμο και τον Αλλο, μας λέει ο Χαν. Και μας παρομοιάζει με το χάμστερ που γυρίζει όλο και πιο γρήγορα μέσα στον τροχό του.