«Η δημοσιογραφική ηθική της Ingeborg Beugel αποτέλεσε την αφορμή για να ξεκινήσει ένα πραγματικό κυνήγι μαγισσών, εξαιτίας της ερώτησης που απηύθυνε στον Πρωθυπουργό της χώρας, Κυριάκο Μητσοτάκη, σχετικά με τις επαναπροωθήσεις των προσφύγων στο Αιγαίο και τον Έβρο. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, που το προοδευτικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας εντυπωσιάζεται από την τόλμη της, το ζήτημα των επαναπροωθήσεων αποτελεί αντικείμενο συζήτησης σε διεθνή μέσα, όπως το περιοδικό Spiegel και η Guardian και ερευνητικά κέντρα όπως το Lighthouse Reports ή το Forensic Arhitecture, ενώ δεν είναι λίγες οι προσφυγές ενώπιον του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κάτι που έχει φέρει το ζήτημα και στο Ευρωκοινοβούλιο και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ερώτηση, λοιπόν, της Ολλανδής Beugel πίεσε για πρώτη φορά τον Πρωθυπουργό να παραδεχτεί εν μέρει την παράνομη και ενάντια στο διεθνές δίκαιο πολιτική που ακολουθεί, μιλώντας για «αναχαίτιση» του προσφυγικού ζητήματος και κατηγορώντας την δημοσιογράφο για προσβλητική συμπεριφορά. «Στην Ολλανδία έχετε την παράδοση να ρωτάτε ευθέως τους πολιτικούς» της απαντά ενοχλημένος, αποκαλύπτοντας το πώς ένα αυτονόητο δημοσιογραφικό ερώτημα, βασισμένο σε μαρτυρίες, τεκμήρια και αποδεικτικά υλικά, που είχε συγκεντρώσει ήδη η δημοσιογράφος, μπορεί να θεωρηθεί ριζοσπαστικό. Ωστόσο, η αντιμετώπιση αυτή, ενδεικτική του αυταρχισμού που χαρακτηρίζει την ελληνική κυβέρνηση, ήταν μόνο η κορυφή από το παγόβουνο της επίθεσης που δέχτηκε η Beugel, προκειμένου να εξουδετερωθεί ως «αντίπαλος», με αποτέλεσμα τα ΜΜΕ αντί να κάνουν έρευνα γύρω από τις επαναπροωθήσεις και την αντιευρωπαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, να ερευνούν ποια είναι η «Ολλανδή δημοσιογράφος» που απείλησε την αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης. Το γεγονός, μάλιστα, ότι πρόκειται για ΓΥΝΑΙΚΑ, πυροδότησε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στο ηθικό πρόσωπο της Beugel, προκειμένου να αφανιστεί από κάθε πλευρά, καθιστώντας την πρωταγωνίστρια μιας οργουελιανής δυστοπίας.
Έτσι, ακόμα και μετά από τρία κύματα φεμινισμού και πολύ πρόσφατα κινήματα, όπως το #metoo, που άνοιξαν έναν ευρύ κοινωνικό διάλογο γύρω από το ζήτημα του σεξισμού στην κοινωνία μας, χαρακτηρισμοί όπως «γεροντοκόρη», «γραφική» και «σεσημασμένη», ακόμα και η αποφυγή οποιασδήποτε αναφοράς στο όνομα της Beugel, κάνοντας την γνωστή σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία σύμφωνα με τους ως άνω χαρακτηρισμούς, έκαναν την εμφάνισή τους με στόχο την πλήρη αποδόμηση της προσωπικότητας και του ρόλου της, σε μια προσπάθεια να στρέψουν την προσοχή από την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης στην δήθεν ταπεινότητα του χαρακτήρα της.
Η δολοφονία, μάλιστα, της προσωπικότητάς της πραγματοποιήθηκε ακόμα και με διαστρέβλωση της πραγματικότητας, με πολλά δημοσιεύματα να αναφέρουν ότι έχει δύο σκυλιά που τα βγάζουν βόλτα οι Πακιστανοί υπηρέτες της, την ίδια στιγμή που η ίδια η δημοσιογράφος σε συνέντευξή της έχει δηλώσει όχι μόνο ότι δεν έχει υπηρέτες, αλλά έχει φιλοξενήσει στο σπίτι της Έλληνα άστεγο, ένα παιδί από το Αφγανιστάν, την κόρη ενός φιλικού ελληνικού ζευγαριού κατά την διάρκεια της κρίσης, ενώ φροντίζει τα αδέσποτα της γειτονιάς της σε καθημερινή βάση. Χαρακτηριστική είναι και η χυδαία επίθεση του Τσιάρα, που σε ανάρτησή του αναφέρεται σε εκείνην ως «γριά Ολλανδέζα» που υποστηρίζει «επιβήτορες», αλλά ακόμα και φωνές που την παρουσιάζουν ως «πράκτορα της Τουρκίας», κάτι που προκάλεσε την διεθνή κατακραυγή της ελληνικής κυβέρνησης από το Διεθνές Δίκτυο Ανεξάρτητης Δημοσιογραφίας (IPI).
Καθίσταται, λοιπόν, φανερό ότι η υπόθεση της Ingeborg Beugel έρχεται να αποκρυσταλλώσει με γλαφυρότητα ότι γνωρίζαμε από πάντα, ήτοι ότι η πολιτική εξουσία είναι στην πραγματικά πατριαρχικά πλασμένη και ότι το κράτος όχι μόνο δεν έχει ουδέτερο πρόσημο φύλου, όπως θα έπρεπε, αλλά έχει φωνή ανδρική και όταν νιώσει να απειλείται εξαπολύει ανεπιφύλακτα τη μισογύνικη ρητορική μίσους του. Πράγματι, στην περίπτωση της Ολλανδής δημοσιογράφου, το πολιτικό κατεστημένο ένιωσε απειλή και αυτός ο φόβος του ξεντροπιάσματός του εκκίνησε έναν ολόκληρο μηχανισμό προκειμένου να εξουδετερωθεί ο χαρακτήρας της. Ως προς αυτό το σκοπό χρησιμοποιήθηκαν ασφαλώς καθολικά και παραδοσιακά μέσα προπαγάνδας, όπως η δημιουργία μιας ολόκληρης φιλολογίας γύρω από την ανθελληνικότητα της δημοσιογράφου, η οποία αποτελεί δάκτυλο της Τουρκίας, αλλά κυρίως το κράτος και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του, ήτοι τα ΜΜΕ, από τα οποία αυτό αποκτά τη φωνή του, εστίασαν σε ένα πολύ συγκεκριμένο στοιχείο: το φύλο της!
Πραγματικά, θα μπορούσαμε εύλογα να πούμε ότι αυτό που ενόχλησε το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο είναι το γεγονός ότι μια γυναίκα κατάφερε να το φέρει ενώπιον των ευθυνών του, ωστόσο αυτό αποτελεί μόνο μια μικρή πτυχή της αλήθειας. Πολύ περισσότερο, πρόκειται για μια ακόμα πιο μισογύνικη προσέγγιση του ζητήματος, αφού αυτό που έκαναν τα φερέφωνά της πολιτικής εξουσίας είναι να εντοπίσουν την αδυναμία της «εχθρού» και να τη στρέψουν εναντίον της. Με ευκολία, λοιπόν, έκριναν ότι η αδυναμία της Beugel είναι το γεγονός ότι είναι γυναίκα! Με αυτή την κατεύθυνση κατά νου αποφάσισαν να την εξευτελίσουν, κρίνοντας ότι δεν υπάρχει κάτι χειρότερο από μια γυναίκα που δεν έχει κάνει οικογένεια, δεν έχει παντρευτεί και έχει πολλούς ερωτικούς συντρόφους και ,δη, αλλοδαπούς! Η σχέση, άλλωστε, της γυναικείας συμπεριφοράς με το σεξ και την ικανοποίηση που παίρνει από αυτό αποτελεί καραμέλα στο στόμα της πατριαρχίας αιώνες τώρα.
Ως εκ τούτου, ο μισογυνισμός, ο ηλικιακός ρατσισμός, η συνομωσιολογία περί ανθελληνικότητας και μια βαθύτατη πουριτανική αντίληψη γύρω από τις σχέσεις των δύο φύλων, αποτέλεσαν τη βάση του κατηγορητηρίου της Ingeborg Beugel, επειδή αυθαδίασε απέναντι στην εξουσία, καταδικάζοντάς την επειδή είναι γυναίκα».