Ειρήνη Σταμούλη

26
05

Μία συμβιωτική σχέση υποκόσμου και καλής κοινωνίας

Ο όρος οργανωμένο έγκλημα στη μέση κοινωνική αντίληψη παραπέμπει συνήθως στο λεγόμενο «υπόκοσμο», σε ομάδες αλλοδαπών που ελέγχουν παράνομες αγορές αλλά και σε στερεότυπα τύπου «μαφίας» που έχει καλλιεργήσει το Χόλιγουντ. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η τάση αυτή αντανακλάται στο δημόσιο λόγο ειδικά κατά τη δεκαετία του ’90. Τότε αρχίζει να αναγνωρίζεται και να καταγράφεται το οργανωμένο έγκλημα ως πρόβλημα και κυρίως να προσλαμβάνεται ως κατεξοχήν έγκλημα των αλλοδαπών. Στην προώθηση αυτής της αντίληψης συνέβαλε και η τάση να μην ταυτοποιούνται ως υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος λοιπές μορφές οικονομικών εγκλημάτων καθώς και σκάνδαλα σχετιζόμενα με το δημόσιο τομέα και με τα διαπλεκόμενα συμφέροντα της ελληνικής επιχειρηματικής ελίτ. Η τάση αυτή αντανακλάται  και στην αντιμετώπιση του φαινομένου, που  εστιάζει αυστηρά στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των εγκληματικών οργανώσεων. (...) Σε επιστημονική έρευνα (που περιελάμβανε τη διεξαγωγή συνεντεύξεων με φορείς του ποινικο-κατασταλτικού συστήματος) επιβεβαιώθηκε η θεώρηση ότι το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί μια παράλληλη κοινωνία, στην οποία «συμβιώνουν» διαφορετικά κοινωνικά στρώματα.2 Πρόκειται για μια σύνθεση «υποκόσμου» και «καλής κοινωνίας», (under- world και upper –world). Η συμμετοχή ατόμων από όλο το φάσμα των κοινωνικών στρωμάτων φαίνεται να είναι συστατική για την ίδια  λειτουργία των εγκληματικών οργανώσεων. Άτομα που προέρχονται από ανώτερα οικονομικο- κοινωνικά στρώματα καταλαμβάνουν και το αντίστοιχο «υψηλό» επίπεδο στην εγκληματική οργάνωση, ο δε ρόλος τους είναι καθοριστικός για την επανατοποθέτηση των παράνομων εσόδων στη νόμιμη οικονομία. Από την άλλη, οι κατώτερες βαθμίδες των εγκληματικών οργανώσεων στελεχώνονται από άτομα που προέρχονται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, «κοινωνικά περιθωριοποιημένα» που βλέπουν στο έγκλημα μία αναγκαστική λύση επιβίωσης, ένα «μεροκάματο». Το είδος της εγκληματικής δραστηριότητας καθορίζει τις ανάγκες σε προσωπικό και τα απαιτούμενα προσόντα: από ανειδίκευτους εργάτες μέχρι εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, από άτομα «αμόρφωτα» για να ασκούν βία μέχρι «επιχειρηματίες και πλοιοκτήτες».