Macro

Μία συμβιωτική σχέση υποκόσμου και καλής κοινωνίας

Ο όρος οργανωμένο έγκλημα στη μέση κοινωνική αντίληψη παραπέμπει συνήθως στο λεγόμενο «υπόκοσμο», σε ομάδες αλλοδαπών που ελέγχουν παράνομες αγορές αλλά και σε στερεότυπα τύπου «μαφίας» που έχει καλλιεργήσει το Χόλιγουντ. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η τάση αυτή αντανακλάται στο δημόσιο λόγο ειδικά κατά τη δεκαετία του ’90. Τότε αρχίζει να αναγνωρίζεται και να καταγράφεται το οργανωμένο έγκλημα ως πρόβλημα και κυρίως να προσλαμβάνεται ως κατεξοχήν έγκλημα των αλλοδαπών. Στην προώθηση αυτής της αντίληψης συνέβαλε και η τάση να μην ταυτοποιούνται ως υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος λοιπές μορφές οικονομικών εγκλημάτων καθώς και σκάνδαλα σχετιζόμενα με το δημόσιο τομέα και με τα διαπλεκόμενα συμφέροντα της ελληνικής επιχειρηματικής ελίτ. Η τάση αυτή αντανακλάται  και στην αντιμετώπιση του φαινομένου, που  εστιάζει αυστηρά στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των εγκληματικών οργανώσεων.

Η σχέση που έχει το οργανωμένο έγκλημα με την ίδια την κοινωνία δεν πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και κατά τη διαμόρφωση της  επίσημης κοινωνικής αντίδρασης. Ήδη από τη δεκαετία του ’70 ο Γουίλιαμ Τσάμπλις ανέδειξε τη σημασία και τη λειτουργία της κοινωνικής δικτύωσης1 και κατέληξε ότι οργανωμένο έγκλημα συνίσταται σε επιχειρήσεις παροχής παράνομων προϊόντων και υπηρεσιών που δρουν κάτω από ένα πέπλο προστασίας εκ των άνω. Πρόκειται για δίκτυα «χαλαρών» σχέσεων, χωρίς ιεραρχική δομή στα οποία συμμετέχουν επιχειρηματίες, πολιτικοί, εκπρόσωποι των διωκτικών αρχών και μέλη εγκληματικών οργανώσεων  και οι οποίοι τελούν σε μία συμβιωτική και αμοιβαία επωφελή σχέση.

Υποθέσεις οικονομικών εγκλημάτων που βλέπουν συχνά το φως της δημοσιότητας στην Ελλάδα, μας επιτρέπουν να κάνουμε αντίστοιχους συσχετισμούς.  με τα ευρήματα του Τσάμπλις. Σε επιστημονική έρευνα (που περιελάμβανε τη διεξαγωγή συνεντεύξεων με φορείς του ποινικο-κατασταλτικού συστήματος) επιβεβαιώθηκε η θεώρηση ότι το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί μια παράλληλη κοινωνία, στην οποία «συμβιώνουν» διαφορετικά κοινωνικά στρώματα.2 Πρόκειται για μια σύνθεση «υποκόσμου» και «καλής κοινωνίας», (under- world και upper –world). Η συμμετοχή ατόμων από όλο το φάσμα των κοινωνικών στρωμάτων φαίνεται να είναι συστατική για την ίδια  λειτουργία των εγκληματικών οργανώσεων. Άτομα που προέρχονται από ανώτερα οικονομικο- κοινωνικά στρώματα καταλαμβάνουν και το αντίστοιχο «υψηλό» επίπεδο στην εγκληματική οργάνωση, ο δε ρόλος τους είναι καθοριστικός για την επανατοποθέτηση των παράνομων εσόδων στη νόμιμη οικονομία. Από την άλλη, οι κατώτερες βαθμίδες των εγκληματικών οργανώσεων στελεχώνονται από άτομα που προέρχονται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, «κοινωνικά περιθωριοποιημένα» που βλέπουν στο έγκλημα μία αναγκαστική λύση επιβίωσης, ένα «μεροκάματο». Το είδος της εγκληματικής δραστηριότητας καθορίζει τις ανάγκες σε προσωπικό και τα απαιτούμενα προσόντα: από ανειδίκευτους εργάτες μέχρι εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, από άτομα «αμόρφωτα» για να ασκούν βία μέχρι «επιχειρηματίες και πλοιοκτήτες».

Επίσης, η έρευνα ανέδειξε τις σχέσεις στήριξης του οργανωμένου εγκλήματος με άτομα από το πεδίο της κρατικής εξουσίας. Χαρακτηριστική είναι η παραδοχή ενός ερωτώμενου ότι υπάρχουν «υψηλές γνωριμίες ακόμα και με πολιτικά πρόσωπα….χρηματοδοτούν πολιτικά κόμματα και μπορεί να αγοράσουν και εφημερίδες, περιοδικά». Οι σχέσεις αυτές εξηγούν γιατί οι «υψηλές βαθμίδες» των εγκληματικών οργανώσεων συνιστούν και την κοινωνική εκείνη ομάδα που εμπλέκεται πιο σπάνια  με τους μηχανισμούς της ποινικής δικαιοσύνη, Το παραπάνω εύρημα επιβεβαιώνεται και από την αρχική επιλογή του έλληνα νομοθέτη να μη συμπεριλάβει τα  εγκλήματα διαφθοράς σε εκείνα που διαπράττονται στο πλαίσιο της εγκληματικής οργάνωσης. Μία επιλογή που συνέβαλε στη δυσκολία εντοπισμού και τεκμηρίωσης των σχέσεων συγκάλυψης. Ας ελπίσουμε η διόρθωση αυτής της παράλειψης με το νέο ποινικό κώδικα να σηματοδοτεί και μια αλλαγή στον τρόπο πρόσληψης και αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος από  τον επίσημο  κοινωνικό έλεγχο.

 

Σημειώσεις

1. Chambliss, W., (1978), On the Take: From petty crooks to presidents, Μπλούμινγκτον: Indiana University Press

2. Σταμούλη, Ε., (2015) Πολιτικές ασφάλειας στην Ελλάδα σε σχέση με το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία και οι συνέπειές τους στην αντεγκληματική πολιτική, Διδακτορική Διατριβή, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση  https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/36625

Η Ειρήνη Σταμούλη είναι δρ Εγκληματολογίας, διδάσκουσα στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής ΔΠΘ.

Πηγή: Η Εποχή