Το 1944, ο πρόεδρος Ρούζβελτ προειδοποίησε: «Οι άνθρωποι που είναι πεινασμένοι και χωρίς δουλειά αποτελούν το υλικό από το οποίο γίνονται οι δικτατορίες». Φαίνεται ότι οι σημερινοί ηγέτες είτε αγνοούν αυτήν την προειδοποίηση είτε αδιαφορούν είτε αλαζονικά θεωρούν ότι έχουν τη δύναμη να μπορούν να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη.
Απελπισμένοι, οργισμένοι, άνεργοι και χωρίς περιουσιακά στοιχεία, θα μπορούσαν εύκολα να στραφούν εναντίον εκείνων που έχουν δουλειά και οι περιουσίες τους παρέμειναν απρόσβλητες από τη λαίλαπα της πανδημίας. Οι σκηνές σαν και αυτές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που έφεραν τους ναζιστές του Χίτλερ στην εξουσία ή σαν τις άλλες που άνοιξαν τον δρόμο στους δικτάτορες της Νότιας Αμερικής, μπορεί να επαναληφθούν ακόμα και στη σημερινή δημοκρατική Ευρώπη. Η απόλυτη επιβεβαίωση του Ρούζβελτ έπειτα από 76 χρόνια.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολιτικές οι οποίες θα περιόριζαν τον τρόμο της ανεργίας. Μία μελέτη του παρελθόντος θα ανέσυρε από τη λήθη το πακέτο των μέτρων που εφαρμόστηκαν από τον Ρούζβελτ προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι φρικώδεις συνέπειες της Μεγάλης Υφεσης. Ο Ρούζβελτ απάντησε στην οικονομική καταστροφή της εποχής του με εκτεταμένες οικονομικές πολιτικές. Προώθησε το Δεύτερο Νομοσχέδιο για τα Δικαιώματα, που είχε στόχο να προσφέρει βασική οικονομική ασφάλεια για όλους τους ανθρώπους. Πρώτο, μεταξύ των δικαιωμάτων, ήταν το δικαίωμα στην εργασία.
Σήμερα, μια πρόταση για εγγύηση εργασίας βασισμένη στην ίδια λογική είναι ο μοναδικός τρόπος για να αποτραπούν τα επερχόμενα δεινά. Η εγγύηση εργασίας θα μπορούσε να παρέχει ένα ελάχιστο εργασιακό πρότυπο, που θα εξασφαλίζει: ελάχιστο μισθό, τυποποιημένες ώρες εργασίας και ασφαλιστικές καλύψεις. Αν μάλιστα η εγγύηση της εργασίας περιλαμβάνει και τους άτυπα εργαζόμενους, τότε η δυστοπική πρόβλεψη του Ρούζβελτ θα μπορούσε να αποτραπεί. Πριν από την πανδημία ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων είχε βρει καταφύγιο στην «γκρίζα οικονομία». Σε αντίθεση με τους εργαζόμενους στην επίσημη οικονομία, οι οποίοι επωφελούνται από νομική και κοινωνική προστασία, οι εργαζόμενοι της «γκρίζας οικονομίας» κέρδιζαν τα προς το ζην χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Γυναίκες, αυτοαπασχολούμενοι, εργαζόμενοι σε πωλήσεις στον δρόμο, στην οικιακή εργασία, στις μεταφορές, στις τουριστικές δραστηριότητες, ημερομίσθιοι εργάτες εκτός μισθολογίου σε επιχειρήσεις, οικονομικοί μετανάστες... βιοπορίζονταν εκτεθειμένοι στις ισοπεδωτικές δυνάμεις της αγοράς.
Η πανδημία άφησε τους ανθρώπους αυτούς χωρίς τη δυνατότητα να κερδίσουν τα απαραίτητα για να ζήσουν, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να βουλιάξουν στη φτώχεια, στην πείνα και στην έλλειψη στέγης. Για τις ηγεσίες οι άνθρωποι αυτοί ήταν και είναι «αόρατοι». Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε και όλοι υποδύονται ότι δεν υπάρχουν. Και όμως, η παροχή εγγύησης της εργασίας στους εργαζόμενους αυτούς δεν είναι μόνο οικονομική «βοήθεια» αλλά μέσο αυτοπροστασίας της Δημοκρατίας. Είναι τόσο πολλοί ώστε να μπορούν να αποσταθεροποιήσουν την πολιτική ισορροπία και θα είναι τόσο απελπισμένοι ώστε να ανατρέψουν την εύθραυστη κοινωνική πραγματικότητα καθώς η απελπισία θα τους αναγκάσει να αναζητήσουν διεξόδους στην «εγκληματική» οικονομία.