Jacques Rancière: Περί της Ελευθερίας της έκφρασης
Είναι σαφές από τα πράγματα ότι η κοσμικότητα η οποία ορίζει την ουδετερότητα του Κράτους σε θέματα θρησκείας δεν αρκεί για να ρυθμίσει τις σχέσεις μεταξύ πιστών και μη πιστών, πόσο μάλλον μεταξύ των μελών διαφορετικών θρησκειών. Αυτό μπορεί να το επιτύχει μία αρετή που αφορά τη συμπεριφορά των ατόμων: η ανεκτικότητα (tolérance) η οποία δεν έχει νόημα παρά μόνο αν είναι αμοιβαία.
Οι νέοι ιδεολόγοι της κοσμικότητας έχουν παντελώς αλλοιώσει τη σημασία της έννοιας. Την ανήγαγαν σε κανόνα συμπεριφοράς, τον οποίο το Κράτος οφείλει να επιβάλει στους μαθητές, στις μητέρες τους και εντέλει στις γυναίκες όλης της κοινωνίας. Η υποχρέωση της λαϊκότητας προσδιορίζεται έτσι ως απαγόρευση ενός τρόπου ένδυσης, απαγόρευση που συνιστά δυσμενή διάκριση, εφόσον δεν αφορά παρά τις γυναίκες και τα κορίτσια μιας συγκεκριμένης κοινότητας πιστών, εγκαθιδρύοντας έτσι μία μετωπική αντιπαράθεση ανάμεσα στην κοσμική αρετή που υπαγορεύει ο νόμος της δημοκρατίας και το σύνολο ενός τρόπου ζωής.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα σχετικά με την έννοια της ελευθερίας της έκφρασης. Η ελευθερία αυτή, που εγκαθιδρύθηκε με τον νόμο της 29ης Ιουλίου 1881, νοείται ως ελευθερία των δημοσιογράφων απέναντι στην εξουσία του Κράτους, εξουσία που εκφραζόταν με την προληπτική ή κατασταλτική λογοκρισία. Σημαίνει ότι οι δημοσιογράφοι και οι λοιποί παράγοντες της δημόσιας συζήτησης μπορούν να διακινούν τα γραπτά τους χωρίς έλεγχο μιας υπέρτερης αρχής, παρά μόνο δίνοντας λόγο στη δικαιοσύνη για εγκλήματα ή παραπτώματα που ενδεχομένως να έχουν διαπράξει ασκώντας αυτή την ελευθερία – κυρίως αυτό της συκοφαντικής δυσφήμισης. Σημαίνει πως τα γραπτά μπορούν να κυκλοφορούν χωρίς να χρειάζεται η άδεια του Κράτους, αλλά δεν τους προσδίδει εξ αυτού κατά κανένα τρόπο την αρετή της ενσάρκωσης της ελευθερίας της έκφρασης και δεν καθιστά επιπλέον αυτή την ελευθερία την αρχή που επιτρέπει να τα κρίνουμε.