Εγώ, ο Δημήτρης Λιγνάδης, ταγός του πολιτισμού της νέο-παλαιάς δεξιάς
Υπάρχει ένα σημείο στο τέλος της απολογίας στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς: «Οι ως άνω επιλογές μου [σσ. κατάργηση της Πειραματικής, δημιουργία Ερευνητικής σκηνής αρχαίου δράματος, μετονομασία του Ρεξ σε Ελένη Παπαδάκη, περιστολή περιττών δαπανών…], επειδή δεν ήταν “αριστερές”, ήταν δηλαδή διαφορετικές από αυτές της προηγούμενης διοίκησης επί Σύριζα, διότι η Αριστερά διαχρονικά προωθούσε μεταμοντέρνα και πειραματικά έργα σε βάρος των έργων που προέρχονταν από την πολιτιστική μας κληρονομιά, την κλασική αρχαιότητα και γενικότερα τους κλασικούς θεατρικούς συγγραφείς. Άλλωστε πριν την ανάληψη των καθηκόντων μου είχα ασκήσει σκληρή κριτική στην κυβέρνηση Σύριζα για τις επιλογές των παραγωγών στο Εθνικό θέατρο. Αποκορύφωμα της έκφρασης της αγάπης μου για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό που ενδεχομένως να ενόχλησε τους αριστερίζοντες θιασώτες του μεταμοντέρνου, ήταν η επιλογή μου να φιλήσω το ομοίωμα του Παρθενώνα μετά το τέλος της περσινής παράστασης “Πέρσες” στην Επίδαυρο.»
Αν και ο καθένας διαισθάνεται και αναγνωρίζει τι υφέρπει πίσω από αυτές τις γραμμές, είναι ίσως χρήσιμο να γίνει μια πρώτη, έστω μερική, ανάγνωση. Μέσα σε λίγες μόνο φράσεις, ο κατηγορούμενος καταφέρνει να αναβιώσει τους εθνικούς διχασμούς που, όπως πάντα, αποκρυσταλλώνονται σε πολιτισμικά αντώνυμα: το αρχαιοελληνικό ως λάβαρο-λάφυρο της δεξιάς έναντι του μοντέρνου ως ρυπαρή τάση της αριστεράς, με όσα δίπολα έπονται: συντήρηση/πρόοδος, καθαρεύουσα/δημοτική, φράκο/φουστανέλα, Ελληνισμός/Ρωμιοσύνη. Όλη η ιστορία του νεοελληνικού κράτους σε μια πρόταση.
Η δε ταύτιση του Σύριζα με έναν πολιτισμό που λειτουργεί «εις βάρος» της αρχαίας κληρονομιάς δεν είναι αδαής, ούτε είναι η πονεμένη ιαχή ενός λαβωμένου αρίστου. Είναι ανοιχτά εμφυλιοπολεμική. Αφενός επιβεβαιώνει τη σκοπιμότητα κατάργησης του διαγωνισμού για τις διευθυντικές θέσεις των εποπτευόμενων φορέων, την οποία η κυβέρνηση επιμένει να αρνείται. Αφετέρου μαρτυρά ότι η τοποθέτησή του στο Εθνικό θέατρο είχε στόχο την αποκατάσταση του ιδρύματος από τις διεφθαρμένες πολιτιστικές κατευθύνσεις της αριστεράς. Το Εθνικό έπρεπε να μπει στον γύψο, να αναμορφωθεί. Και επειδή μόνο ηχηρά γέλια μπορεί να προκαλέσει η ιδέα ότι ο προκάτοχός του, Στάθης Λιβαθινός, ήταν ο εκπρόσωπος μιας τέτοιας αριστερής ριζοσπαστικής ασυδοσίας, αντιλαμβάνεται κανείς την εμπάθεια αυτής της νέο-παλαιάς δεξιάς και τη λυσσασμένη αποφασιστικότητά της να τελειώνει μια για πάντα με κάθε τι (νομίζει) αριστερό. Και η χρήση των λέξεων «μεταμοντέρνο και πειραματικό» που, αμάσητες, εκτοξεύονται σαν βρισιές, ή καλύτερα σαν απειλές, ακουμπούν στα ακροδεξιά μουγκρητά περί «αλλοίωσης του πολιτισμού μας», «εισβολής» και «εθνομηδενισμού».
Η συγκεκριμένη παράγραφος είναι τελικά ένα μεταμοντέρνο (ε, ναι!) πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Ο Λιγνάδης διατρανώνει τις ορθές του πεποιθήσεις, όπως άλλοτε οι κομμουνιστοφάγοι κράδαιναν το χαρτί που πιστοποιούσε την εθνικοφροσύνη τους. Σε αυτό το πλαίσιο, το φιλί στον γύψινο Παρθενώνα αντηχεί την περίφημη προσομοίωση της Μακρονήσου με «νέο Παρθενώνα». Γιατί κανείς δεν ξεχνά ότι στις σκοτεινές εποχές της ελληνικής ιστορίας, οι αρχαίοι ήταν αυτοί που, άθελά τους, έρχονταν να ντύσουν με πολιτισμό τα γκλομπ και να στουμπώσουν με περιεχόμενο τις κατηχήσεις στις εξορίες. Η διαρκής ανακίνηση αυτής της γενεαλογίας από τον Λιγνάδη, και το αυταρχικό του ύφος, συνδέει τους ανθρώπους που τον επέλεξαν με τους φασίστες προγόνους τους.