Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, με τον τρόπο που την αποφασίζει και εφαρμόζει η πολιτεία, πετυχαίνει μόνο δυο πράγματα: πρώτον πολιτικοποιεί διαιρετικά την αντιμετώπιση της πανδημίας και δεύτερον συσπειρώνει αυτές τις δυο άσχετες μεταξύ τους ομάδες, στις οποίες ενδέχεται να προστεθούν και άλλοι, υπό τη σημαία ενός αιτήματος, το οποίο φαίνεται κατανοητό σε μεγάλο κοινό στην Ελλάδα και το εξωτερικό – του δικαιώματος της επιλογής, της αυτοδιάθεσης, της ελευθερίας, ιδιαίτερα καθώς αυτό το δικαίωμα υποτίθεται είναι στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης σκέψης, κοκ.
Αν επιμείνουμε σε αυτή την κατεύθυνση, η διαδικασία του εμβολιασμού το πιο πιθανό είναι να έχει δυσάρεστη συνέχεια. Σ’ αυτήν περιλαμβάνεται η διόγκωση όσων αντιτίθεται στη υποχρεωτικότητα καθώς και όξυνση αυτής της αντιπαράθεσης, η οποία μπορεί να εκλάβει ποικίλες μορφές. Μπορεί όμως, μεταξύ άλλων, να έχει ως αποτέλεσμα να κρυφτούν οι σκοταδιστές μέσα στο ρεύμα ανθρώπων που αντιστρατεύονται τον αυταρχισμό. Με άλλα λόγια, αυτό που είναι πιθανό να κάνει ο αυταρχισμός είναι να διογκώσει το ρεύμα των ανεμβολίαστων, αλλά και να δίνει άφεση στους θρησκόληπτους σκοταδιστές, τους όποιους εξέθρεψε και κατά τα φαινόμενα αποτελούν πολιτική δεξαμενή της εξουσίας.
Όμως, πέρα από την κυβέρνηση, όσοι συνέβαλαν στη δημιουργία του φαινομένου οφείλουν να πράξουν το χρέος τους. Στη δημιουργία της πρώτης ομάδας έχει συμβάλλει η εκκλησία, αλλά και το κράτος με τη στήριξή της. Έχει χρέος να υψώσει τη φωνή και το ανάστημά της για τη σωτηρία ανθρώπινων ζωών με τα μέσα της επιστήμης. Εντούτοις, όπως φαίνεται, τάσσεται απρόθυμα και δειλά με τον εμβολιασμό, αν και στο βαθμό στον οποία τάσσεται. Το κράτος έχει χρέος να λάβει όλα τα μέτρα να την ωθήσει να το πράξει.
Στη δημιουργία της δεύτερης ομάδας έχει συμβάλλει το ίδιο το κράτος. Οφείλει να αναλάβει τις δικές του ευθύνες πέρα από τις εκκλήσεις, τα δωράκια, αλλά και την αναγκαία πειθώ, προκειμένου να προχωρήσει ο εμβολιασμός. Όμως πολλές πράξεις των κρατικών ιθυνόντων τρέφουν ακόμα τη δυσπιστία. Αν και εισάγει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό στους υγειονομικούς, αρνείται, προς ώρας, να κάνει το ίδιο για τους ιερείς (οι οποίοι α προπό είναι δημόσιοι υπάλληλοι), τη στιγμή που έρχονται σε συχνή επαφή με κατ’ εξοχήν ομάδες υψηλού κινδύνου, ενώ ακολουθούν και πρακτικές (λ.χ. μετάληψη) που μπορούν να συμβάλλουν στη διάδοση της πανδημίας. Σε ανάλογες πράξεις οφείλουν να προβαίνουν και όλοι όσοι είναι εκπρόσωποι διαφόρων τμημάτων της κοινωνίας όπως πολιτικά κόμματα, φορείς κ.λπ.
Όμως την μπαγκέτα την κρατά η ηγεσία της χώρας, δηλαδή η κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, αναρριχήθηκε στην εξουσία, μεταξύ άλλων, με το σύνθημα «με ενδιαφέρει η επικοινωνία όχι η ουσία». Αν υπάρχει μια περίσταση στην οποία πρέπει να κάνει χρήση αυτού του μηχανισμού διακυβέρνησης, της επικοινωνίας, αυτή είναι η ανάγκη να πειστούν όσοι δεν εμβολιάστηκαν, να το κάνουν. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι ανεμβολίαστοι δεν είναι αντιεμβολιαστές είναι σύμμαχός της. Υπάρχουν πολλά εργαλεία για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Τεχνικές πειθούς και προπαγάνδας, διαφήμιση, αξιοποίηση των διαμορφωτών κοινής γνώμης κοκ. Ή δεν τα γνωρίζουν αυτά τα εργαλεία, πράγμα απίθανό, ή δεν τους ενδιαφέρει, παρά μόνο ο εξαναγκασμός. Αν κάποιοι λογάριασαν να χρησιμοποιήσουν την αντιμετώπιση της πανδημίας ως εργαλείο καταστολής και περιορισμού των πολιτικών δικαιωμάτων έκαναν κακό λογαριασμό, τόσο για τη Δημοκρατία όσο και για τον εαυτό τους.
Η διαδικασία του εμβολιασμού ή θα είναι επιστημονικά ορθολογική, κοινωνικά δίκαιη και πολιτικά δημοκρατική ή θα μπει σε αδιέξοδο, με πλήθος υγειονομικές, πολιτικές και άλλες συνέπειες.