Γιατί, λοιπόν, τρελάθηκε με τα δημοτικά τραγούδια ο Σολωμός, και ειδικά με τα κλέφτικα, και έλεγε στους μαθητές του, στους γνωρίμους, του να σπεύσουν στον λαό και να συγκεντρώσουν τα δημοτικά τραγούδια, γιατί θα αρχίσουν να χάνονται; Διότι είχε ήδη αρχίσει να καταλαβαίνει ότι και η Ελλάδα θα μπει σταδιακά σε έναν γραπτό πολιτισμό. Οι ποιμένες θα πάψουν να είναι τόσο πολύ ποιμένες, θα αρχίσουνε να κατηφορίζουν από τα βουνά. Ελπίζανε όλοι ότι θα φτιάξουμε κράτος, που σημαίνει ότι θα φτιάξουμε σχολεία, θα διδάξουμε γραφή και ανάγνωση, τα τραγούδια θα αποτυπωθούν πια σε κάποιες σελίδες και οι παλιές γενιές που τα τραγουδούσαν θα χάνονταν σιγά σιγά ή θα ξεχνούν. Το κακό με τα δημοτικά μας τραγούδα είναι ότι δεν ξέρουμε πώς τραγουδιόντουσαν τα περισσότερα, διότι δεν καταγραφόταν η μουσική.
Η εικόνα που έχουμε, ότι στις Εκλογές ο Νικόλαος Πολίτης παραδίδει το αυθεντικό κείμενο, είναι λαθεμένη, κι αυτό έχει επισημανθεί πολύ πολύ νωρίς. Αυτή τη νοθεία, λοιπόν, του δημοτικού τραγουδιού, που την βλέπουμε κυρίως εστιασμένη στο κλέφτικο, την βλέπουμε να είναι καταρχάς στο επίπεδο της γλώσσας, κάποιος ευπρεπισμός που γίνεται ουδέτερος και ανούσιος. Επικίνδυνος είναι όταν αρχίζει να εντάσσει τραγούδια λογίων στο σώμα των γνήσιων δημοτικών. Αυτό έγινε για παράδειγμα με το πασίγνωστο τραγούδι που γενιές γενιών Ελληνόπουλα το διδαχτήκαμε: «Μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω». Είναι ένα ωραίο ποίημα, αλλά είναι δημιούργημα ενός λογίου. Το έφτιαξε ο Παύλος Λάμπρος, πατέρας του Σπυρίδωνος Λάμπρου, πρωθυπουργού της Ελλάδας κάποια στιγμή. Ο Παύλος ήταν λόγιος και έφτιαξε το τραγούδι αυτό έχοντας κάποια άλλα δημοτικά στη μνήμη του. Ο Νικόλαος Πολίτης στις Εκλογές εξηγεί γιατί δεν θα μπορούσε να είναι δημοτικό αυτό το τραγούδι, διότι ο απλός λαός δεν ξέρει το ρήμα δουλεύω με την έννοια τού «είμαι υπόδουλος». Το ξέρει μόνο με την έννοια «εργάζομαι».
Ένα άλλο πείραγμα, μου φαίνεται πιο βαρύ, έγινε σ΄ ένα πολύ όμορφο τραγούδι που επίσης το διδασκόμαστε, με την παραγγελιά της μάνας: «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης». Ίσως σε αυτό το τραγούδι βασιζότανε ο Λάμπρος για να φτιάξει το δικό του. Ο Βασίλης όμως δεν θέλει να κάτσει φρόνιμα να γίνει νοικοκύρης. Γιατί δεν θέλει να γίνει «σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των γερόντων», έτσι είναι η πρώτη καταγραφή του τραγουδιού.
Ο Ζαμπέλιος, λοιπόν, το 1852 δημοσιεύει το τραγούδι και το «δεν θέλω να γίνω σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των γερόντων» δεν το αφήνει έτσι, άθικτο, γιατί είναι ενοχλητικό για τον κοινό μύθο. Διαγράφει λοιπόν τους «γερόντους», τους κοτζαμπάσηδες, και στη θέση τους βάζει «τα σκυλιά», τους Τούρκους και πάλι. Αυτό μπορεί να ευνόησε την εθνική μας μυθολογία, δεν βοήθησε καθόλου όμως την εθνική μας αυτογνωσία.
Μπορούμε να μάθουμε πάρα πολλά από τα δημοτικά τραγούδια, αλλά ανάλογα με τα ερωτήματα που θα τους θέσουμε. Σ’ αυτά θα μας απαντήσουν με τον τρόπο τους, με την απλότητά τους, με τη σεμνότητά τους, με τις μετρημένες λέξεις τους, χωρίς φανφάρα. Δεν υπάρχει φανφάρα στο δημοτικό. Ο ήρωας είναι έτοιμος να χάσει τη ζωή του ένδοξα. Και όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο ’21 τόσο πιο έτοιμος εμφανίζεται να την χάσει, διότι εννοεί τη ζωή του μόνο ελεύθερη. Αν δεν είναι ακέραιη, δηλαδή ελεύθερη, την θεωρεί ισότιμη του θανάτου. Αυτό είναι το μήνυμα τελικά των κλέφτικων τραγουδιών. Η ζωή μου είναι ακέραιη όταν είναι ελεύθερη, αλλιώς είναι ανάξια λόγου, δεν την ζω ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου ούτε οι φίλοι μου. Οπότε φτιάξτε μου ένα κιβούρι, ανοίξτε μου και ένα παράθυρο να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια.