Ο συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ στα 2015, ο οποίος χωρίς να αποτελεί συστατικό μέρος ενός στρατηγικού σχεδιασμού προκάλεσε ρήξη στη συνέχεια της ριζοσπαστικής του πολιτικής, δεν αποτελεί στοιχείο το οποίο να αναιρεί το αναμφισβήτητο γεγονός ότι όταν η αριστερά ακολουθεί μια ριζοσπαστική γραμμή επιβραβεύεται από την κοινωνία, και ιδιαίτερα από το πιο ριζοσπαστικό της τμήμα, τη νεολαία.
Είναι φανερό ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, είναι η αριστερά αυτή που υιοθετώντας μια αριστερή ριζοσπαστική πολιτική, μπορεί να αποτελέσει φραγμό σε όλες τις εκδοχές της νεοφιλελεύθερης και «λαϊκής» δεξιάς, στη βάση ενός προγράμματος μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων και ρήξεων· ενός προγράμματος μετάβασης το οποίο στους ιστορικούς στόχους του κινήματος θα ενσωματώνει την οικολογική διάσταση, τα κινήματα των δικαιωμάτων, του αντιρατσισμού, του αντιφασισμού, του φεμινισμού, του φύλου, τα κινήματα της πόλης, της προστασίας του κλίματος κ.λπ.
Η συγκρότηση ενός ισχυρού και μαζικού μετώπου πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων είναι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αναγκαία. Η αριστερά δεν χρειάζεται να μετατραπεί σε μια άνευρη κεντροαριστερά. Δεν χρειάζεται να μετασχηματιστεί. Δεν χρειάζεται να αλλάξει το πρόσωπο της. Δεν χρειάζεται να πυροβολεί τα πόδια της. Μπορεί όμως να συνεργαστεί, με όρους και προϋποθέσεις, τόσο μεταξύ της –η αριστερά παραμένει πολιτικά διασπασμένη για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής της διαδρομής– όσο και με άλλες πολιτικές δυνάμεις, καθώς και με τα ζωντανά κινήματα.
Σε ποιες δυνάμεις πρέπει, λοιπόν, να απευθυνθεί για συνεργασία και κοινή δράση η αριστερά τόσο η ευρωπαϊκή όσο και ελληνική; Στα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, σε αυτά βέβαια που είναι διατεθειμένα να γυρίσουν στο δικό τους παρελθόν. Με τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας εκεί που οι ηγετικές της ομάδες της εμμένουν στους «μεγάλους συνασπισμούς». Με τα κόμματα της πολιτικής οικολογίας, τα οποία αμφισβητούν τον κυβερνητισμό με τα κατεστημένα αστικά κόμματα. Με τμήματα των πράσινων κομμάτων, εκεί που η ηγεσία τους οδηγείται σε κυβερνήσεις συνασπισμού κατά το γερμανικό πρότυπο. Και βέβαια με τις οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, έχει επ’ αυτού μια μεγάλη εμπειρία, από την περίοδο του φόρουμ διαλόγου, μέχρι και από την ίδια τη συγκρότηση του. Τέλος, με τα ποικιλόμορφα αγωνιστικά κινήματα.
Πώς, όμως, μια αριστερή κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει σε εθνικό επίπεδο τις αφόρητες πιέσεις, τις απειλές και τους ωμούς εκβιασμούς των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων που κυριαρχούν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη; Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πικρή εμπειρία. Οι κυρίαρχες δυνάμεις γνωρίζουν ότι με τις απειλές και τους εκβιασμούς, οικονομικούς και πολιτικούς, αποδυναμώνουν τις αριστερές κυβερνήσεις. Κάθε αποτυχία της αριστερής διακυβέρνησης ενισχύει τελικά όχι μόνο τη δεξιά, αλλά και την ακροδεξιά. Η επιστροφή της ΝΔ στη διακυβέρνηση της χώρας και η μεγάλη νίκη της δεξιάς στις περιφερειακές εκλογές στην Μαδρίτη φανερώνουν την αποτελεσματικότητα αυτής της τακτικής.
Η αμφισβήτηση της σημερινής δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των πολιτικών της υπάρχει τόσο από την πλευρά της ακροδεξιάς όσο και της αριστεράς. Η άκρα δεξιά προτείνει σε εθνικό επίπεδο την αποχώρηση ή στην καλύτερη περίπτωση την αποδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ενίσχυση του εθνικού κράτους. Το σχέδιο αυτό έχει μεγάλη δόση ρεαλισμού, με την έννοια ότι προσφέρει διέξοδο σε όσους είναι απογοητευμένοι και δεν βλέπουν το μέλλον τους στη σημερινή ενωμένη Ευρώπη. Οι εκλογές που οδήγησαν στο Brexit το αποδεικνύουν. (...)
Σύμφωνα με τον Χ. Μπίρμπαουμ «Είναι ζωτικής σημασίας να σχεδιάσουμε το δρόμο για ισχυρές μελλοντικές δράσεις, και να συνεχίσουμε να συζητούμε τρόπους για να ασκήσουμε πίεση στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα».
Οι πιέσεις στα θεσμικά όργανα έχουν αποδειχθεί, όπως κάλλιστα μπορούν να μας διαβεβαιώσουν πολλά κυβερνητικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, κατά κανόνα ατελέσφορες. Σε τι συνίστανται όμως οι ισχυρές δράσεις; Ποιες ισχυρές δράσεις πρέπει να ακολουθήσει μια αριστερή κυβέρνηση σε εθνικό επίπεδο για να μην υποχωρήσει στις αναμενόμενες πιέσεις, για να εφαρμόσει εν τέλει το πρόγραμμα της;
Από δω πρέπει να αρχίσει, ή μάλλον να συνεχιστεί, η συζήτηση και ο διάλογος για το αν έχει μέλλον η σημερινή ενωμένη Ευρώπη, για το ποια Ευρώπη θέλουμε, για το αν υπάρχουν δυνατότητες για αλλαγές, οικονομικές, πολιτικές και θεσμικές, σε ευρωπαϊκό επίπεδο κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση, ο προβληματισμός για το μέλλον, για τα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής της ελληνικής και ευρωπαϊκής αριστεράς, βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Η συζήτηση, εκ των πραγμάτων, θα ανοίξει και πάλι.