Η επιβάρυνση των εργασιακών συνθηκών από τα συνεχή 10ωρα σε μια χώρα με υψηλό δείκτη εργατικών ατυχημάτων και με υψηλές τις θερινές θερμοκρασίες ενισχύει την πρόκληση επαγγελματικών κινδύνων. Η συνεχής αυξομείωση των ωραρίων αποδιαρθρώνει την κοινωνική και οικογενειακή ζωή των εργαζομένων εντείνοντας τους κινδύνους διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής. Και αυτό σε μια χώρα με σοβαρές ελλείψεις υποδομών στήριξης των παιδιών, με μόνη την περίοδο των θερινών διακοπών, χωρίς την εναλλακτική των χειμερινών, και με εύλογες τις δυσκολίες συνδυασμού των ελαστικών ωραρίων των εργαζόμενων μελών των νοικοκυριών για τον οικογενειακό προγραμματισμό, όταν αυτά θα διαμορφώνονται με βάση τις ανάγκες του εργοδότη.
Αν επίσης συνυπολογιστεί η προβλεπόμενη αύξηση των κανονικών ετήσιων υπερωριών στις 150 ώρες (από τις 96 στη βιομηχανία) ανά εργαζόμενο και με το ισχύον 13ωρο ως ανώτατο ημερήσιο ωράριο, δημιουργείται μια εκρηκτική κοινωνική κατάσταση από την υπερφόρτωση ωραρίων και τον χρόνο των μετακινήσεων.
Προκειμένου, λοιπόν, να αποφευχθεί το κόστος των «αναγκαίων» αυξημένων αμειβόμενων υπερωριών, τίθεται εναλλακτικά η «ελεύθερη» ατομική διαπραγμάτευση των ελαστικών τους διευθετήσεων. Και αυτά σε μια χώρα με τα υψηλότερα πραγματικά ωράρια εργασίας συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών, εντός Ε.Ε., ενώ επίσης κατέχει τη δεύτερη θέση, μετά την Εσθονία, καταγράφοντας τις περισσότερες κανονικές ετήσιες ώρες εργασίας (κατά 40 περισσότερες από την Ε13 της ΚΑ Ευρώπης, κατά 130 από την Ε27 και κατά 155 από την παλαιά Ε15).
Πρόκειται για εικόνα ενταγμένη στη γενικότερη πορεία σταθερής σύγκλισης με τις χώρες της τρίτης ευρωπαϊκής ταχύτητας και συνεχούς απόκλισής της από τον αναπτυγμένο πυρήνα της Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι και αυτός βιώνει την απορρύθμιση και την υποβάθμιση της εργασίας.