Οι πολιτικές συμμαχίες απαιτούν κόμματα. Και για λογαριασμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που μπορεί να κληθεί να εφαρμόσει στην αρχή ένα πρόγραμμα παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας (μη ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα σοσιαλφιλελεύθερης κοπής), ένα κόμμα που κατ’ αρχάς δεν πρέπει να είναι σοσιαλδημοκρατικό. Και να εξηγήσουμε τι πραγματικά είναι ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Για τη σημερινή θλιβερή εικόνα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας αυτό που επέδρασε καθοριστικά δεν ήταν η προώθηση κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων, ούτε η προθυμία της να αντισταθεί στο φασισμό ή τις φασιστικές πρακτικές. Αυτό που την καθόρισε ήταν η, αρχικά ασυνείδητη και μετά τελείως συνειδητή, άρνηση της δυνατότητας υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος. Η επιμονή σε μια πορεία που τη μετέτρεπε από παράγοντα αποσταθεροποίησης του συστήματος σε παράγοντα σταθεροποίησης του, ειδικά σε περιόδους κρίσεων.
Μια αλλαγή που δεν ήρθε από το πουθενά, τουλάχιστον για όσους/ες δεν έχουν εγκαταλείψει την άποψη ότι το κοινωνικό καθορίζει τη συνείδηση. Η σταδιακή μεταστροφή των σοσιαλδημοκρατών κομμάτων ολοκληρώθηκε μέσα από μια πορεία ενσωμάτωσης των στελεχών τους στις κανονικότητες των αστικών καθεστώτων. Η εργατική γραφειοκρατία στα συνδικάτα, οι διοικήσεις σε όλο και περισσότερους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, οι διοικήσεις των κατά καιρούς κρατικοποιημένων / εθνικοποιημένων τομέων στη βιομηχανία ή και τις τράπεζες, άλλαξαν σε βάθος τη σύνθεση αυτών των κομμάτων. Από τη στρατολόγηση στελεχών προερχόμενων από τις μαζικές οργανώσεις του εργατικού κινήματος πέρασαν στα διευθυντικά στελέχη των δημόσιων ή μικτής ιδιοκτησίας νομικών προσώπων (ηλεκτρισμός, δημόσιες συγκοινωνίες, νοσοκομεία, ιδρύματα μελετών κ.α), στα οποία προστέθηκαν οι γραφειοκράτες/τεχνοκράτες του δημόσιου τομέα. Η βασική επιδίωξη όλων αυτών ήταν και είναι η εργασιακή ασφάλεια και η σύνταξη, η μισθολογική ασφάλεια με τις προαγωγές. Αυτό που προσέφεραν ήταν η "επαγγελματική επάρκεια" που, είναι αλήθεια, ήταν πολύ καλύτερη από εκείνη των στελεχών των αστικών κομμάτων.
Ο μηχανισμός των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων προσέλκυε όλο και περισσότερες τέτοιες κατηγορίες ανθρώπων, με υλικά συμφέροντα διαφορετικά από την οργανωμένη, αλλά και την εκλογική βάση τους. Η διατήρηση των «προνομίων» αυτών των ανθρώπων εξαρτάται ουσιαστικά από την παραμονή του κόμματος σε θέσεις εξουσίας, κυβερνητικές ή άλλες. Έτσι, η θητεία σε διευθυντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα από υποτιθέμενο μέσο για ισχυροποίηση της οργάνωσης των εργαζόμενων μετατράπηκε σε αυτοσκοπό. Και εφόσον οι θέσεις εξουσίας εξαρτώνται από τις εκλογές, η εκλογική νίκη αντί παντός τιμήματος έγινε με τη σειρά της αυτοσκοπός.
Η αναπόφευκτη κατάληξη μιας τέτοιας πορείας, το πραγματικό τίμημα, ήταν ο μετασχηματισμός της πολιτικής ζωής η οποία απο-ιδεολογικοποιήθηκε, μετατρέποντας την αντιπαράθεση επί προγραμμάτων και ιδεών σε «μάχες» ανάμεσα σε ηγέτες. Και η πεισματική παραμονή σε κυβερνητικές θέσεις ακόμα και σε περιόδους κρίσεων, δίχως αμφισβήτηση της κατεστημένης δομής εξουσίας, έφθασε μέχρι την εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας ενάντια στην ίδια την εκλογική βάση αυτών των κομμάτων - και άγρια καταστολή όταν η ίδια αυτή βάση, φυσιολογικά, αντιδρούσε.
Και, για να κλείσει ο κύκλος, ολοένα και περισσότεροι «μεσαίοι», καμιά φορά και μεγάλοι, καπιταλιστές αποφάσισαν να ενταχθούν σε εκείνα τα σοσιαλδημοκρατικά σε κόμματα που είχαν κυβερνητικές προοπτικές, προκειμένου να αποκτήσουν όταν αυτά αναλάμβαναν την κυβέρνηση υπουργικά χαρτοφυλάκια, να διαχειρίζονται προγράμματα: ευκαιρία για μπίζνες.
Ο κίνδυνος να επαναληφθούν κατά γράμμα αυτές οι δραματικές εξελίξεις και σε οποιοδήποτε άλλο κόμμα της Αριστεράς, μπορεί να αντιμετωπιστεί, χωρίς εξασφαλισμένη πάντα την επιτυχία, μόνο με μια σειρά κανόνων που θα επιτρέπουν τον έλεγχο του συνόλου των δραστηριοτήτων ενός κόμματος από το σύνολο των μελών του. Αυτό ισχύει ειδικά για ένα κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που υποτίθεται ότι έχει εγγεγραμμένες στο DNA του τις ενστικτώδεις αντιγραφειοκρατικές συμπεριφορές των εργαζομένων και των κινημάτων τους.
Κανόνες όπως ο έλεγχος της κοινοβουλευτικής ομάδας από το κεντρικό πολιτικό όργανο του κόμματος· η λογοδοσία των δημοτικών παρατάξεων (πλειοψηφικών ή μειοψηφικών) στη κεντρική κομματική οργάνωση του αντίστοιχου Δήμου‧ η τακτική εναλλαγή σε θέσεις πολιτικής ευθύνης‧ ο περιορισμός των συνεχών θητειών των βουλευτών, δημάρχων, συμβούλων, πολιτικών στελεχών‧ η συχνή επεξεργασία των κεντρικών πολιτικών κατευθύνσεων στα όργανα και στις οργανώσεις των μελών‧ η δυνατότητα αντιπαραθέσεων επί προγραμματικών και άλλων θεμάτων δια του οργανωμένου ελεύθερου διαλόγου, ο οποίος συνήθως υποβοηθείται από τη δημιουργία τάσεων ή ρευμάτων‧ η πιστή τήρηση αυτών των καταστατικών κανόνων‧ η σχεδιασμένη διαδικασία ανάδειξης στελεχών‧ η συνεχής προσπάθεια ιδεολογικής συναντίληψης που προϋποθέτει και σχέδιο επιμόρφωσης μελών και στελεχών. Και τέλος, η οικοδόμηση δικτύων αντικουλτούρας για την τόνωση των δεσμών συλλογικότητας, αλληλεγγύης, συλλογικής συνείδησης.