Τη στρατηγική σημασία του άξονα Ελλάδας και Κύπρου, ως αναχώματος για την τουρκική επέκταση και την προστασία των δικών της μετααποικιακών συμφερόντων στην Αφρική και στο Μαγκρέμπ, έχει αναγνωρίσει η Γαλλία. Η στήριξη των δύο χωρών είναι για αυτό μια σταθερή συνιστώσα της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ταυτόχρονα, η γενικότερη εξωτερική πολιτική του προέδρου Μακρόν συνίσταται στην εκμετάλλευση των συνθηκών του χάους για την προώθηση των γαλλικών θέσεων, στις περιοχές από τις οποίες αποχωρεί ο αμερικανικός παράγοντας. Η ριψοκίνδυνη αυτή πολιτική ελπίζεται ότι θα ενισχύσει τη θέση της Γαλλίας μέσα στην ΕΕ έναντι της Γερμανίας και θα αντισταθμίσει τη γαλλική αδυναμία στο πεδίο της οικονομίας. Η προάσπιση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ αποτελεί όψη αυτής της πολιτικής που έχει ως ατού την ιδιότητα του μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, την ατομική δύναμη κρούσης και τον επαγγελματικό στρατό με εμπειρία σε εξωτερικές επεμβάσεις. Από την άλλη πλευρά, η γαλλική οικονομία δυσκολεύεται να υποστηρίξει την εξωτερική πολιτική, το εσωτερικό κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό είναι κατακερματισμένο δίκην αρχιπελάγους, πράγμα που εξηγεί τις αντιφάσεις και τις ακροβασίες της γαλλικής πολιτικής. Μια από τις αντιφάσεις είναι ότι η υπεράσπιση της «ευρωπαϊκής κυριαρχίας» συνοδεύεται στην αντίληψη του Μακρόν από θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ, που θα μειώσουν τα δικαιώματα των μικρότερων κρατών - μελών που θέλει να υπερασπιστεί (κατάργηση ομοφωνίας, μείωση αριθμού επιτρόπων).
Οι προτάσεις του γάλλου προέδρου δεν έχουν βρει μεγάλη ανταπόκριση στη Γερμανία. Η κυβέρνηση δημόσια σιωπά, οι σχολιαστές στα ΜΜΕ τις αντιμετωπίζουν αφ’ υψηλού και συχνά ειρωνικά και πολύ λίγοι παράγοντες της εξωτερικής πολιτικής, όπως ο πρόεδρος της Συνδιάσκεψης για την Ασφάλεια του Μονάχου Βόλφγκαγκ Ίσιγκερ, τις έχουν υποστηρίξει ανοικτά. Η Γερμανία επίσημα εξακολουθεί να προτιμά την αμερικανική ατομική ομπρέλα και δεν φαίνεται διατεθειμένη να αλλάξει τους κανόνες λειτουργίας στην ΕΕ, οι οποίοι έχουν επιτρέψει την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομικής ισχύος και τη μετάφρασή της σε πολιτική επιρροή. Στην αντιμετώπιση της Τουρκίας η ανεκτικότητα απέναντι στον Ερντογάν παρουσιάζεται ότι υπαγορεύεται από την έγνοια να διατηρηθούν οι καλές σχέσεις με την Τουρκία και μετά την πτώση του σημερινού προέδρου. Μέχρι τότε η Γερμανία και η ΕΕ πρέπει με μεγάλη υπομονή να διαχειρίζεται τα καπρίτσια του Ερντογάν και όταν χρειάζεται να του θέτει όρια. Η επιμονή της Κύπρου για κυρώσεις στην Τουρκία θεωρείται παραλογισμός, «εκτός αν υπάρχουν εκεί χρήματα Λευκορώσων αξιωματούχων που βρίσκονται στον κατάλογο όσων θα υποστούν κυρώσεις». Πέρα από τους «απλούς ανθρώπους» στην Τουρκία, η γερμανική πολιτική ενδιαφέρεται για τις γερμανικές εξαγωγές 18 δισ. ευρώ (Ελλάδα 6 δισ.), τις επενδύσεις σε 7.400 επιχειρήσεις (Robert Bosch 8.000 εργαζόμενοι, Bosch Siemens Houshold 7.000, Daimler 6.000, Hugo Boss 4.000, Siemens 3.000 κ.ά.).