Γιάννης Γούναρης

28
03

Διάσκεψη για ποιο μέλλον, ποιας Ευρώπης;

Έπειτα από δεκαετίες, οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν σοκαρισμένοι ότι ούτε η ασφάλειά τους, ούτε η ελευθερία τους είναι δεδομένες. Ότι μπορεί να βρεθούν από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς προστασία της εργασίας, της υγείας, της ιδιωτικότητας (συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών προσωπικών τους δεδομένων) και της ίδιας της ζωής τους και μάλιστα χωρίς να έχουν την πρακτική δυνατότητα να κάνουν κάτι γι’ αυτό, ασκώντας το θεμελιώδες δικαίωμα της συλλογικής διαμαρτυρίας -ή ακόμα και της εξέγερσης. Και ότι η ενημέρωσή τους θα διοχετεύεται σχεδόν αποκλειστικά μέσα από «επισήμως εγκεκριμένα» χαλκεία. Μπροστά σε αυτά τα θεμελιώδη ζητούμενα, το εάν και πώς η ΕΕ θα προχωρήσει στον πράσινο ή και ψηφιακό μετασχηματισμό της ή το πώς θα αποκτήσουν μεγαλύτερο νόημα οι ευρωεκλογές είναι πολύ δευτερεύοντα. Θα είναι, όμως, σε θέση η Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης να δώσει πειστικές απαντήσεις σε αυτά τα ζητούμενα; Μπορεί, ασφαλώς, κανείς να ελπίζει, αλλά είναι μάλλον αμφίβολο. Αντί, επομένως, να αναλίσκονται σε επικοινωνιακές ασκήσεις μικρής πραγματικής χρησιμότητας που ελάχιστο ενδιαφέρον προκαλούν εκτός της «φούσκας των Βρυξελλών» στα εκατομμύρια Ευρωπαίων, καθώς αυτοί βλέπουν όλα όσα θεωρούσαν κεκτημένα οι προηγούμενες γενιές να εξαϋλώνονται με ταχύτατους ρυθμούς, καλά θα έκαναν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να απαντήσουν σε ένα (καθόλου) απλό ερώτημα: είναι πρακτικά χρήσιμη η ΕΕ σήμερα και τι συγκεκριμένο μπορεί να προσφέρει στους Ευρωπαίους που δεν μπορούν να εγγυηθούν τα ίδια τα κράτη-μέλη; Ποια είναι η προστιθέμενη αξία της ΕΕ και σε ποιους τομείς; Πού δίνει ώθηση και πού, αντίθετα, δημιουργεί αχρείαστες περιπλοκές και προσκόμματα; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα καταμερισμού εργασίας που θα κρίνει το μέλλον και τη μορφή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τα επόμενα χρόνια. Η ΕΕ θα χρειαστεί να μάθει να επεμβαίνει γρήγορα και αποφασιστικά εκεί που πραγματικά απαιτείται συλλογική δράση και να μην επεμβαίνει καθόλου ή να ενεργεί υποβοηθητικά εκεί που μια συγκεκριμένη πολιτική μπορεί να υλοποιηθεί πιο αποτελεσματικό από τα κράτη-μέλη. Είναι σίγουρα ένα επώδυνο μάθημα για έναν οργανισμό που χτίστηκε με βάση το αξίωμα ότι το πεπρωμένο του ήταν μια ιδεατή (και ουτοπική) Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, ένα μάθημα στο οποίο, προφανέστατα, δεν αριστεύει επί του παρόντος. H αρχή της επικουρικότητας, λοιπόν, οφείλει να είναι η πυξίδα για τα επόμενα βήματα. Και αξίζει να επισημανθεί ότι η εν λόγω αρχή είναι ήδη κατοχυρωμένη στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες. Επομένως, αντί αυτές να αναθεωρηθούν εκ νέου, ίσως θα ήταν σκόπιμο να ερμηνευτούν και να εφαρμοστούν με τρόπο συμβατό με τις προκλήσεις του 21ου αιώνα.
12
02

Η πανδημία, τα εμβόλια και η τρίτη αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η πρόταση να αποκτήσει η ΕΕ τις πατέντες των εμβολίων -ιδίως εκείνων που αναπτύχθηκαν με γενναία χρηματοδότηση από τους ίδιους τους Ευρωπαίους φορολογούμενους- για λογαριασμό των κρατών-μελών της και στη συνέχεια η διάθεσή τους στα τελευταία, ώστε να πολλαπλασιαστεί η δυνατότητα παρασκευής εμβολίων θα συνδύαζε, αφενός, τη συλλογική ισχύ των ευρωπαϊκών χωρών αφετέρου την απαραίτητη ευελιξία, ώστε να καταρτίσουν αυτές τα σχέδια τους σε εθνικό επίπεδο και με βάση τα ειδικότερα δημογραφικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά της καθεμίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι αυτή που συγκεντρώνει πλέον ευρύτερη υποστήριξη. Φυσικά, κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε να αποδεχθεί η ΕΕ τη βασική αρχή ότι τα εμβόλια δεν είναι κοινό εμπορικό προϊόν, αλλά δημόσιο αγαθό. Το πόσο δύσκολο είναι να γίνει αποδεκτή η αρχή αυτή από τη σημερινή νεοφιλελεύθερη νοοτροπία της ΕΕ έγινε σαφές από τη λοιδορία με την οποία τη σχολίασε αρχικά ο Έλληνας πρωθυπουργός, ο κατεξοχήν φορέας αυτής της νοοτροπίας, από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων. Είναι πλέον πολύ πιθανό ότι η ΕΕ θα καταλήξει σε αυτήν τη λύση -για μία ακόμα φορά υπερβολικά αργά και αφού θα έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος με βαριές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, αλλά και με βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές.
25
04

Σε αναζήτηση ευρωπαϊκών ρωγμών

Βασική προτεραιότητα της Ελλάδας οφείλει να είναι η πλήρης ανάκτηση του ποσοστού κρατικής και δημοσιονομικής κυριαρχίας που είχε απολέσει κατά την περίοδο 2010-2018. Με απλά λόγια, να έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει η ίδια για το μέλλον της και για το μοντέλο ανάπτυξης που θα ακολουθήσει. Οποια πρωτοβουλία συντείνει σε αυτό το αποτέλεσμα είναι υποστηρίξιμη. Συγχρόνως, όμως, η χώρα μας οφείλει να συνεχίσει δυναμικά τη διεκδίκηση μιας άλλης Ευρώπης, θεμελιωμένης στη δημοκρατία, την αλληλεγγύη και την κοινωνική συνοχή. Μιας Ευρώπης σε επαφή με τους λαούς της και εφοδιασμένης με ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο, κατάλληλο για τις προκλήσεις της εποχής μας. Και σε αυτήν τη διεκδίκηση δεν υπάρχει λόγος να μην εξερευνήσουμε λύσεις εκ πρώτης όψεως αντισυμβατικές, χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις: εάν η επανίδρυση της Ευρώπης δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί εντός των υφιστάμενων δομών –εάν, με άλλα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ενωση και η ευρωζώνη είναι εκ της φύσεώς τους μη μεταρρυθμίσιμες– τότε ίσως χρειάζεται να ξεκινήσουμε από μηδενική βάση: να επανεφεύρει η Ευρώπη τον εαυτό της, όπως έκανε πολλές φορές στο ιστορικό παρελθόν.