Διάσκεψη για ποιο μέλλον, ποιας Ευρώπης;
Έπειτα από δεκαετίες, οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν σοκαρισμένοι ότι ούτε η ασφάλειά τους, ούτε η ελευθερία τους είναι δεδομένες. Ότι μπορεί να βρεθούν από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς προστασία της εργασίας, της υγείας, της ιδιωτικότητας (συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών προσωπικών τους δεδομένων) και της ίδιας της ζωής τους και μάλιστα χωρίς να έχουν την πρακτική δυνατότητα να κάνουν κάτι γι’ αυτό, ασκώντας το θεμελιώδες δικαίωμα της συλλογικής διαμαρτυρίας -ή ακόμα και της εξέγερσης. Και ότι η ενημέρωσή τους θα διοχετεύεται σχεδόν αποκλειστικά μέσα από «επισήμως εγκεκριμένα» χαλκεία. Μπροστά σε αυτά τα θεμελιώδη ζητούμενα, το εάν και πώς η ΕΕ θα προχωρήσει στον πράσινο ή και ψηφιακό μετασχηματισμό της ή το πώς θα αποκτήσουν μεγαλύτερο νόημα οι ευρωεκλογές είναι πολύ δευτερεύοντα. Θα είναι, όμως, σε θέση η Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης να δώσει πειστικές απαντήσεις σε αυτά τα ζητούμενα; Μπορεί, ασφαλώς, κανείς να ελπίζει, αλλά είναι μάλλον αμφίβολο.
Αντί, επομένως, να αναλίσκονται σε επικοινωνιακές ασκήσεις μικρής πραγματικής χρησιμότητας που ελάχιστο ενδιαφέρον προκαλούν εκτός της «φούσκας των Βρυξελλών» στα εκατομμύρια Ευρωπαίων, καθώς αυτοί βλέπουν όλα όσα θεωρούσαν κεκτημένα οι προηγούμενες γενιές να εξαϋλώνονται με ταχύτατους ρυθμούς, καλά θα έκαναν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να απαντήσουν σε ένα (καθόλου) απλό ερώτημα: είναι πρακτικά χρήσιμη η ΕΕ σήμερα και τι συγκεκριμένο μπορεί να προσφέρει στους Ευρωπαίους που δεν μπορούν να εγγυηθούν τα ίδια τα κράτη-μέλη; Ποια είναι η προστιθέμενη αξία της ΕΕ και σε ποιους τομείς; Πού δίνει ώθηση και πού, αντίθετα, δημιουργεί αχρείαστες περιπλοκές και προσκόμματα; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα καταμερισμού εργασίας που θα κρίνει το μέλλον και τη μορφή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τα επόμενα χρόνια. Η ΕΕ θα χρειαστεί να μάθει να επεμβαίνει γρήγορα και αποφασιστικά εκεί που πραγματικά απαιτείται συλλογική δράση και να μην επεμβαίνει καθόλου ή να ενεργεί υποβοηθητικά εκεί που μια συγκεκριμένη πολιτική μπορεί να υλοποιηθεί πιο αποτελεσματικό από τα κράτη-μέλη. Είναι σίγουρα ένα επώδυνο μάθημα για έναν οργανισμό που χτίστηκε με βάση το αξίωμα ότι το πεπρωμένο του ήταν μια ιδεατή (και ουτοπική) Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, ένα μάθημα στο οποίο, προφανέστατα, δεν αριστεύει επί του παρόντος. H αρχή της επικουρικότητας, λοιπόν, οφείλει να είναι η πυξίδα για τα επόμενα βήματα. Και αξίζει να επισημανθεί ότι η εν λόγω αρχή είναι ήδη κατοχυρωμένη στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες. Επομένως, αντί αυτές να αναθεωρηθούν εκ νέου, ίσως θα ήταν σκόπιμο να ερμηνευτούν και να εφαρμοστούν με τρόπο συμβατό με τις προκλήσεις του 21ου αιώνα.


