Και ποιοι είναι οι «επιρρεπείς» νέοι και νέες, αυτή η απείθαρχη νεολαία που κάποτε την λέγανε γενιά του καναπέ; Έχουν ταξική ταυτότητα και ζουν σε στιγματισμένες συνοικίες που προδιαγράφουν το μέλλον τους, όπως ο ψυκτικός από το Περιστέρι στην απαξιωτική αναφορά του κ. Μητσοτάκη πριν τις εκλογές. Πασχίζουν να τελειώσουν ένα λύκειο ή ένα πανεπιστήμιο με τηλεμαθήματα και τηλεφροντιστήρια μέσω ενός smart phone. Σε διαλυμένα ιδρύματα με ανεπαρκές προσωπικό, αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη συντηρητική παλινόρθωση της τελευταίας δεκαετίας. Νέοι και νέες που μεγάλωσαν και εκπαιδεύτηκαν στην Ελλάδα, αλλά τους αρνούνται την ιθαγένεια εκτός και αν γίνουν διάσημοι παίκτες του ΝΒΑ. Εκείνοι οι οποίοι τους φθονούν και τους κατηγορούν τους προετοιμάζουν ή ήδη τους έχουν οδηγήσει στην μεγαλύτερη μεταπολιτευτική εργασιακή και οικονομική επισφάλεια ή στη ξενιτιά, παρά το γεγονός ότι είναι η περισσότερο μορφωμένη γενιά, τώρα ντελιβεράδες. Όσες είχαν κάποια δουλειά, πρώτες την έχασαν γιατί ήταν εποχιακές, περίμεναν τηλέφωνο για να δουλέψουν, αναπληρώτριες στην επαρχία της μοναξιάς, σε μια χώρα που ακόμα δεν έχει επουλώσει τις πληγές των μνημονίων.
Αυτοί και αυτές γεννούν το φθόνο, όχι γιατί συνωστίζονται στις πλατείες διασκεδάζοντας με ένα κουτί μπύρα, αλλά γιατί αναβλύζουν νεότητα και ελευθερία προσπαθώντας να τη χαρούν στο δυστοπικό και αντιδημοκρατικό παρόν, σχεδόν κατάστασης πολιορκίας, που έχουν φτιάξει οι κατήγοροι των 50+. Ένα βήμα χωρίζει το φθόνο από την κακία που συχνά κρύβει θαυμασμό, μας θυμίζει ο Βικτώρ Ουγκό: «οι κακοί άνθρωποι φθονούν και μισούν. Είναι ο δικός τους τρόπος να θαυμάζουν».