Τι είναι εκείνο που κάνει το ΜΙΕΤ ξεχωριστό; Κατά τη γνώμη μου, εκτός από το εύρος και την ποιότητα, η δουλειά υποδομής. Ας δούμε την εκδοτική του δραστηριότητα: έκανε αυτό ακριβώς αυτό που οφείλει ένας θεσμός ο οποίος δεν λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή εξέδωσε θεμελιώδεις τίτλους, που ένας ιδιώτης δεν θα μπορούσε. Και τους εξέδωσε με όλους τους κανόνες της επιστημονικής, εκδοτικής και τυπογραφικής δεοντολογίας – ανάμεσα τους και ο σεβασμός προς τους συνεργάτες, που εκδηλωνόταν με πολλούς τρόπους, μεταξύ των οποίων και οι καλές αμοιβές. Παράλληλα, κατάφερε να μην περιοριστεί σε κλασικούς τίτλους, να καθηλωθεί σε μνημειώδεις εκδόσεις, αλλά να συστήσει άγνωστα στο ελληνικό κοινό έργα, ανοίγοντας δρόμους. Και δεν μπορώ να σκεφτώ φοιτητή ή φοιτήτρια των ανθρωπιστικών επιστημών, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στα ράφια και στα διαβάσματά του οποίου να μην κατέχουν περίοπτη θέση τα βιβλία του ΜΙΕΤ.
Με όλα αυτά, το ΜΙΕΤ διαμόρφωσε το πεδίο και έδωσε τον τόνο. Ας δούμε το Εργαστήριο Επιμέλειας Εκδόσεων. Το να βγαίνουν καμιά δεκαριά καλοί επιμελητές κάθε διετία μπορεί να μοιάζει λίγο, αλλά δεν είναι: είμαστε μικρή χώρα, κι οι άνθρωποι αυτοί, δουλεύοντας στη συνέχεια στον εκδοτικό χώρο λειτουργούν ευεργετικά και πολλαπλασιαστικά: με τα βιβλία που επιμελούνται, αλληλεπιδρώντας με συναδέλφους, διαχέοντας γνώση. Ακόμα, το να βγαίνουν δεκαπέντε σημαντικά βιβλία τον χρόνο (εκτός των ανατυπώσεων) λειτουργώντας σωρευτικά ιδίως, κάνει διαφορά.
Το ΜΙΕΤ λειτούργησε ως πρότυπο για πολλούς εκδοτικούς οίκους. Σκέφτομαι τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, που κατάφεραν σήμερα να το συναγωνίζονται, και μάλιστα καλύπτοντας και τις θετικές επιστήμες· αμφιβάλω αν θα είχαν δημιουργηθεί, και κυρίως αν θα είχαν τον ίδιο χαρακτήρα, χωρίς το προηγούμενο του ΜΙΕΤ. Επίσης, οι σημαντικές εκδόσεις των ιδρυμάτων των τραπεζών που ακολούθησαν (Εμπορική, Αγροτική, Πειραιώς), επηρεάστηκαν καθοριστικά από το ΜΙΕΤ· ειδάλλως, είναι πιθανό οι τράπεζες να είχαν περιοριστεί σε λαμπρές εκδηλώσεις για γεγονότα εθνικής σημασίας, πολυτελή λευκώματα, ημερολόγια τέχνης και coffee table books.
Το δεύτερο ερώτημα προκύπτει αβίαστα: Γιατί απαξιώνεται κάτι, κατά κοινή ομολογία τόσο επιτυχημένο; Κι όμως, όσο κι αν μας λυπεί, μας εξοργίζει και μας αναστατώνει, η απαξίωση του ΜΙΕΤ δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Εντάσσεται σε ένα γενικότερο διεθνές τοπίο συρρίκνωσης των ανθρωπιστικών επιστημών και επέλασης ενάντια ό,τι δεν λειτουργεί με σκληρούς ιδιωτικοοικονομικούς όρους, με σταθερή αιτιολογία-τροπάριο την «περικοπή δαπανών», τον «εξορθολογισμό», τη «λειτουργικότητα» κλπ.
Στα καθ’ ημάς, άλλωστε, έχουμε ένα μελανό προηγούμενο. Επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993) έκλεισαν τα πολιτιστικά ιδρύματα της Εμπορικής και της Αγροτικής Τράπεζας, όπως το Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας (ΙΑΕΝ). Παρότι μετά το 1993 έγιναν προσπάθειες να επανέλθουν, στην ουσία αυτό (με μερική εξαίρεση το ΙΑΕΝ), δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Το πλήγμα υπήρξε καίριο. (...)
Πέρα από τις απαραίτητες αναλύσεις και τις δίκαιες καταγγελίες, εκείνο που με καίει είναι πώς μπορεί να διασωθεί το ΜΙΕΤ και να συνεχίσει το έργο του με τρόπο αντάξιο της παράδοσής του, και όχι να καταντήσει κέλυφος. Χρειάζεται ευρεία κινητοποίηση, εντός και εκτός των τειχών – ήδη έχουμε αργήσει πολύ. Είναι υπόθεση όλων όσοι νοιάζονται για τα γράμματα, τον πολιτισμό, την παιδεία. Όσοι λοιπόν νοιαζόμαστε γι’ αυτά, και νομίζω ότι είμαστε πολλοί και πολλές, οφείλουμε να το αποδείξουμε έμπρακτα. Και κάτι παραπάνω: η υπεράσπιση του ΜΙΕΤ –το γράφω όπως το λέγανε παλιά, κι ας ακούγεται βαρύγδουπο– αποτελεί κομμάτι του αγώνα για το μέλλον και την προκοπή του τόπου.