Ανατρέχοντας πολλές φορές στα γεγονότα, πιστεύω πλέον ότι εκτιμούσαμε λάθος την «κανονικότητα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι δηλαδή θα λειτουργούσαν οι ιδρυτικές υποσχέσεις της Ένωσης για δημοκρατία και αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών που συγκροτούν την Ε.Ε. Δεν εκτιμούσαμε ότι η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση αποδομεί κάθε αρχή δημοκρατίας και ισονομίας. Αποδόμηση που βίωσαν η Ελλάδα και η Ιρλανδία, όπως και συνολικά η Νότια Ευρώπη. Δεν προβλέψαμε ότι κάποιες Βόρειες χώρες, με προεξάρχουσα τη Γερμανία (και τον Σόιμπλε), επιθυμούσαν την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, μια έξοδο καταστροφική για την Ε.Ε. και δυσβάσταχτη για τη χώρα μας, ιδιαίτερα για τα λαϊκά στρώματα και τη μισθωτή εργασία. Αλλά, παραφράζοντας τον Πιραντέλλο, «έτσι είναι, αν έτσι νομίζουνε», με την έννοια ότι ο Σόιμπλε υποεκτιμούσε τις συνέπειες που θα είχε η έξοδος της Ελλάδας στη συνοχή και την επιβίωση της ζώνης του ευρώ.
Με ρωτάτε για την προετοιμασία μας εν όψει της ανάληψης της κυβέρνησης. Σας απαντώ ότι κάναμε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα προγραμματική εμβάθυνση, της οποίας ο πυρήνας της είναι η ταξική μεροληψία. Πιστεύω ότι τον πυρήνα του προγράμματός μας τον υπερασπιστήκαμε, παρά τις αντίξοες και εκβιαστικές συνθήκες του μνημονιακού προγράμματος. Μάλιστα, μετά την έξοδο, τον Αύγουστο 2018, είχαμε τις ευκαιρίες να το αναπτύξουμε περισσότερο, παρά την επιτήρηση και τα δυσβάσταχτα πλεονάσματα. Βέβαια, θα ήμουν άδικος με εμάς, αν δεν σημείωνα ότι αυτό έγινε δυνατό χάρη στην μείωση των στόχων των πλεονασμάτων και της ελάφρυνσης του χρέους, τα οποία πετύχαμε χάρη και στο δημοψήφισμα του Ιουλίου. Θα ήταν αδύνατο να αναπτύξουμε οποιαδήποτε πολιτική υπέρ των λαϊκών στρωμάτων με πλεονάσματα του 4,5% (όπως ήταν η δέσμευση της χώρας όταν αναλάβαμε). Και χωρίς τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους οποιαδήποτε προσπάθεια εξόδου από την κρίση θα ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη.
Για να γυρίσω στο ερώτημά σας, πριν την ανάληψη της κυβέρνησης, δεν είχαμε συνειδητοποιήσει και τις δυσκολίες του ελληνικού αστικού κράτους, δηλαδή την έκταση της διαφθοράς, της παραοικονομίας, της φοροαποφυγής, της εξάρτησης του κράτους από ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα. Αργήσαμε να καταλάβουμε ότι οι άλλοι είχαν «μέγεθος» και περισσότερα όπλα: μεγάλους δικηγόρους και λογιστές, μεγάλη τεχνογνωσία, την ισχύ και τα μέσα να επιβάλουν τα συμφέροντα τους. Αυτή είναι μια μάχη που η έκβασή της δεν έχει κριθεί, χρειαζόμαστε, όμως, πολιτικό χρόνο, δηλαδή μια δεύτερη κυβερνητική θητεία.