Macro

Αθηνά Αθανασίου: Ο αποδεκατισμός των κοινών: Η νεοφιλελεύθερη ακρότητα ενάντια στο Πανεπιστήμιο

Το νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί θεσμική διολίσθηση που προδίδει την αδαή και ιδεοληπτική απομίμηση των πιο αποτυχημένων και προβληματικών μοντέλων επιχειρηματοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης. Αποτελεί μια νεοφιλελεύθερη ακρότητα ενάντια στην κοινωνία, το κράτος δικαίου, τη δημοκρατία και το συλλογικό αγαθό της μόρφωσης.
 
 
Το ότι το νομοσχέδιο αυτό κατατίθεται στο κοινοβούλιο έναν χρόνο μετά το έγκλημα των Τεμπών, στο οποίο τόσοι νέοι άνθρωποι, μεταξύ τους και φοιτήτριες/φοιτητές, έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της εγκατάλειψης των δημόσιων υποδομών, είναι θλιβερή αποτύπωση της ιδεολογικής μεροληψίας αυτής της κυβέρνησης.
 
 
Αναγκαία η ενίσχυση, όχι η αποεπένδυση
 
 
Απόλυτη προτεραιότητα κάθε επιχειρούμενης μεταρρύθμισης στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης θα έπρεπε να είναι το να πάψει η Ελλάδα να είναι η τελευταία χώρα στην Ευρώπη ως προς τη δημόσια χρηματοδότηση των πανεπιστημίων. Επομένως μέριμνα της πολιτείας θα έπρεπε να είναι η ενίσχυση και αναβάθμιση του δημόσιου Πανεπιστημίου –ενός Πανεπιστημίου που ενώ οι υποδομές και οι προϋπολογισμοί του ασθμαίνουν, έχει να επιδείξει υψηλή ποιότητα και διεθνείς διακρίσεις [ακόμη και με τους αμφιλεγόμενους όρους μετρησιμότητας που χρησιμοποιεί η ΕΘΑΑΕ (Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης), η οποία, ας σημειωθεί, πήρε χαμηλή αξιολόγηση από την ευρωπαϊκή αρχή διασφάλισης ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης -European Association for Quality Assurance in Higher Education].
 
 
Αντί όμως να αντιμετωπίσει τα σοβαρά ελλείμματα στη φοιτητική μέριμνα, τη φοιτητική στέγη, τις υποδομές, και την ερευνητική επισφάλεια που προκύπτει από τις ελαστικές μορφές σχέσεων εργασίας νέων ερευνητών/ερευνητριών και υποψηφίων διδακτόρων, η κυβέρνηση θεσπίζει την απο-επένδυση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και στο μέλλον μιας δημοκρατικής κοινωνίας χωρίς ανισότητες.
 
 
Η νέα αντι-μεταρρύθμιση δεν αφορά μόνο τον ίδιο τον χώρο του Πανεπιστημίου. Αφορά την κοινωνία, το κράτος δικαίου, την ίδια την έννοια και την πράξη της δημοκρατικής πολιτειότητας. Η ουσιαστική ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμικών αντίβαρων, όπως είναι το δημόσιο Πανεπιστήμιο, θα ήταν ουσιαστική απάντηση στην ακροδεξιά απειλή που ευνοείται και ενισχύεται από τις κοινωνικές ανισότητες.
 
 
Ευθύνη μας η υπεράσπιση του Συντάγματος
 
 
Γι’ αυτό είναι ιστορική ευθύνη η υπεράσπιση του άρθρου 16 του Συντάγματος και η υπεράσπιση και προωθητική αναβάθμιση της δημόσιας και δωρεάν Ανώτατης Εκπαίδευσης.
 
 
Το σχέδιο νόμου που κατέθεσε η κυβέρνηση είναι ασυμβίβαστο με το πνεύμα και το γράμμα του άρθρου 16 του Συντάγματος. Οι διατάξεις του Δ ́ μέρους ειδικότερα δεν εμπίπτουν στη νομοθετική αρμοδιότητα της παρούσας Βουλής, αφού θα απαιτούσαν διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης. Πρόκειται για τις διατάξεις που προβλέπουν την παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση (άρθ. 16 παρ. 5), την απαγόρευση της ίδρυσης ανωτάτων σχολών από ιδιώτες (άρθ. 16 παρ. 8) και την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού για τους καθηγητές / τις καθηγήτριες ΑΕΙ (άρθ. 16 παρ. 6).
 
 
Μια από τις πιο αμφιλεγόμενες «καινοτομίες» που εισάγει το νομοσχέδιο είναι ο ανυπόστατος όρος «Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης». Αυτά τα νομικά πρόσωπα ειδικού σκοπού, που δεν αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημόσιου Δικαίου, δεν «θυμίζουν» καθ’ οιονδήποτε τρόπο Πανεπιστήμιο, αφού: α) δεν εγγυώνται την αρχή της αυτοδιοίκησης, δεδομένου ότι η όλη διάρθρωσή τους, από τα προγράμματα σπουδών μέχρι τις διαδικασίες επιλογής διδακτικού προσωπικού και τις εργασιακές σχέσεις, ευθυγραμμίζεται με τις προδιαγραφές του μητρικού ιδρύματος (μέρος Ζ’ του νομοσχεδίου) και β) δεν κατοχυρώνουν την ακαδημαϊκή ελευθερία: η ελευθερία στην έρευνα, τη διδασκαλία, την επιστημονική σκέψη και την παραγωγή νέας γνώσης, που δεν επιδέχεται εξωγενείς παρεμβάσεις, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ακαδημαϊκότητας και του δημόσιου πανεπιστημίου.
 
 
Παράλληλα με τη θεσμοθέτηση της ακόμη μεγαλύτερης απόσυρσης της πολιτείας από τη συνταγματική υποχρέωση χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το σχέδιο νόμου απομειώνει την αρχή της συμμετοχικής δημοκρατικής διοίκησης, προβλέποντας αυξημένη διοικητική εξουσία των μονοπρόσωπων οργάνων έναντι των συλλογικών για τα δημόσια πανεπιστήμια (μέρος Γ ́του νομοσχεδίου).
 
 
Καταπατώντας το αυτοδιοίκητο και υπερρυθμίζοντας την εσωτερική διοίκηση του πανεπιστημίου, η κυβέρνηση επιδιώκει να καταλύσει το δημοκρατικό ήθος του δημόσιου πανεπιστημίου που κατακτήθηκε με αγώνες δεκαετιών ως συνθήκη δυνατότητας για κριτική γνώση και έρευνα. Επιπλέον, πλήττοντας ιδιαίτερα τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, αυτή η αντι-μεταρρύθμιση θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στο επίπεδο του κοινωνικού αναστοχασμού και της συλλογικής δημοκρατικής πολιτειότητας, στο πώς η κοινωνία αναρωτιέται για τον εαυτό της, πώς οραματίζεται το μέλλον της.
 
 
Νόμος κατά της ισότητας
 
 
Το νομοσχέδιο αυτό αποτυπώνει τη νεοφιλελεύθερη αποστροφή προς καθετί δημόσιο και τελικά προς το κοινωνικό κεκτημένο και επίδικο της Μεταπολίτευσης, θεμελιώδης διάσταση του οποίου είναι η ισότητα πρόσβασης στην παιδεία και στην επιστημονική γνώση ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη και οικονομική κατάσταση, καταγωγή, φύλο και σωματική ικανότητα.
 
 
Η ισότητα πρόσβασης είναι το απροϋπόθετο συστατικό του σύγχρονου δημόσιου, δωρεάν και δημοκρατικού πανεπιστημίου. Αυτή η βαλβίδα κοινωνικής κινητικότητας χωρίς φραγμούς ταξικής καταγωγής καταλύεται σήμερα, στα 50 χρόνια ελληνικής δημοκρατίας. Το φάντασμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και του «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» στοιχειώνει αυτή τη μετα-δημοκρατική, νεοσυντηρητική αντι-μεταρρύθμιση.
 
 
Τα πανεπιστήμια έχουν υπάρξει στο παρελθόν δομές εδραιωμένων προνομίων που οργανώνονταν γύρω από μορφές κυριαρχίας, όπως η θεοκρατική ή η μοναρχική. Ένα πανεπιστήμιο εξάρτημα της οικονομίας της αγοράς είναι αναχρονισμός, ακριβώς γιατί πισωγυρίζει σ’ ένα πανεπιστήμιο υπό όρους και προϋποθέσεις.
 
 
Το σύγχρονο ακαδημαϊκό δημόσιο πανεπιστήμιο δεν είναι μοχλός της οικονομίας της αγοράς και της επιχειρηματικής «ελευθερίας». Είναι το πολιτισμικό και θεσμικό αντιστάθμισμα στον δογματισμό της αγοράς. Αυτό έχει δείξει και η ευρωπαϊκή εμπειρία: όπου έγινε, η ιδιωτικοποίηση κόστισε ακριβά στην ακαδημαϊκή ποιότητα και τελικά στην «ανταγωνισιμότητα» της έρευνας.
 
 
Απέναντι σ’ αυτή την ιστορική πρόκληση, η πανεπιστημιακή κοινότητα, με το φοιτητικό κίνημα στην πρωτοπορία, υπερασπίζεται έναν πυλώνα του κράτος δικαίου: τους μη εμπορεύσιμους δημόσιους φορείς μάθησης ως κοινό δικαίωμα και κοινωνικό αγαθό. Η πανεπιστημιακή κοινότητα έχει εκφράσει την κατηγορηματική αντίθεσή της στις κυβερνητικές παρεμβάσεις στο αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ. Έχει επίσης καταγγείλει τις εισαγγελικές διώξεις, την αστυνομική καταστολή, την ποινικοποίηση των αγώνων και την αντισυνταγματική απόπειρα να επιβληθεί η διαδικτυακή εξεταστική με μια πρωτοφανή εγκύκλιο που παραβίασε την αρχή ότι την αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων εγγυώνται τα όργανα διοίκησής τους. Με τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις και τις μαζικές συνελεύσεις της, η πανεπιστημιακή κοινότητα δείχνει στην πράξη ότι το διδακτικό προσωπικό έχουμε την υποχρέωση τήρησης του Συντάγματος.
 
 
Το πανεπιστήμιο είναι ο έσχατος τόπος κριτικής σκέψης που παραμένει αδέσμευτη από κάθε μορφή εξουσίας, συμπεριλαμβανομένης της επιχειρηματικής, και είναι ανάχωμα στον μετα-δημοκρατικό δεξιό αυταρχισμό και την ακροδεξιά απειλή.
 
 
Ας θυμηθούμε την ταινία Fahrenheit 451 (1966) του Φρανσουά Τρυφώ, βασισμένη στο φουτουριστικό μυθιστόρημα του Ray Bradbury (1953), που διαδραματίζεται σε μια υποθετική ολοκληρωτική και αντιδιανοητική κοινωνία όπου η κυβέρνηση καταδιώκει τη λογοτεχνία. Η ταινία παρακολουθεί μια ομάδα ανθρώπων που περιπλανιούνται μέσα στο δάσος και απαγγέλλουν βιβλία για να τα απομνημονεύσουν, προκειμένου να τα κρατήσουν ζωντανά. Είναι ιστορική ευθύνη να βρούμε άλλους τρόπους να κρατήσουμε ζωντανά τα κοινά της γνώσης και τη δημόσια και ισότιμα προσβάσιμη δημοκρατική ανώτατη εκπαίδευση.
 
H Αθηνά Αθανασίου είναι καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.