Από πολλές μεριές ακούγεται ότι η κρίση περιορίζει τις δυνατότητες κρατικής πολιτικής, κοινωνικής μέριμνας, ειδικών μέτρων και δομών στην Παιδεία και την Υγεία, που χρειάζονται οι μετανάστες και οι μετανάστριες. Για την Αριστερά, όμως, το ζητούμενο είναι να περιλάβει στην πολιτική της για έξοδο από την κρίση, στο μέτρο του δυνατού, μέτρα και ρυθμίσεις που είναι υπέρ των λαϊκών τάξεων και των καταπιεσμένων. Ακριβώς επειδή η πολιτική της συρρίκνωσης του κράτους και της μείωσης των δαπανών του παράγει κρίση (και επομένως αυτή η πολιτική πρέπει να αντιστραφεί). Γι’ αυτό είναι δυνατό και αναγκαίο, στο πλαίσιο μιας πολιτικής οικονομικής και κοινωνικής ανόρθωσης, να αυξηθούν οι ρυθμίσεις και οι πρόνοιες υπέρ των μεταναστών και μεταναστριών. Είναι μέτρα και ρυθμίσεις που δημιουργούν θέσεις εργασίας και συμβάλλουν στην ανάπτυξη αμέσως (δια του πολλαπλασιαστή των δημόσιων δαπανών), αλλά και εμμέσως, γιατί οδηγούν στην κοινωνική ένταξη πολλών, κυρίως νέων, ανθρώπων και στη βελτίωση του μορφωτικού τους επιπέδου και των επαγγελματικών τους δεξιοτήτων –είναι, όπως το ονόμαζε ο Μαρξ, αναπαραγωγικές δαπάνες. Οι ενστάσεις εναντίον αυτής της προοπτικής δεν είναι καλοπροαίρετες, αλλά αποσκοπούν να υπερασπίσουν τα μεγάλα εισοδήματα και τις μεγάλες περιουσίες, από τη φορολόγηση των οποίων και μόνο μπορούν να προέλθουν τα αναγκαία έσοδα. Ιδιαίτερα η ένσταση ότι εάν υπάρξουν ρυθμίσεις υπέρ των μεταναστών και μεταναστριών, τότε αναγκαστικά θα περιοριστούν οι κοινωνικές δαπάνες υπέρ των ντόπιων, υποβάλλει την ανοησία ότι υπάρχει ένα δεδομένο ύψος κοινωνικών δαπανών, ένα ορισμένο ποσοστό του ΑΕΠ, μια οροφή, και ότι αυτό η κοινωνία μας τον έχει ήδη φτάσει.
Ο κίνδυνος της έλλειψης υποδομών υποδοχής
Το μεταναστευτικό, και κυρίως το προσφυγικό ρεύμα, δημιουργεί σε χώρες σαν την Ελλάδα, που αποτελούν την πύλη εισόδου στην Ευρώπη, δυσεπίλυτα προβλήματα, κυρίως λόγω των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων (Δουβλίνο) και της άρνησης των κοινοτικών οργάνων να αναλάβουν το βάρος και τη δαπάνη μιας αξιοπρεπούς και τελεσφόρας μεταναστευτικής πολιτικής για όλη την Ένωση. Ειδικά για την Ελλάδα, το μεταναστευτικό αποτελεί πηγή έντασης των σχέσεων κυρίως με την Τουρκία, ενώ θα μπορούσε να αποτελεί πεδίο συνεργασίας: όχι για την απώθηση, αλλά για την υποδοχή και ένταξη αυτών των ανθρώπων στις δύο κοινωνίες. Και γι’ αυτό χρειάζεται ανάλογη ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά βέβαια και ανάλογη πολιτική βούληση κι από τις δύο ακτές του Αιγαίου και τις δύο όχθες του Έβρου.
Συχνά αναφέρονται το «κύμα», η «πλημμύρα», η «κατάληψη των χωρών μας» κ.λπ., σαν να υπάρχει αριθμητικό πρόβλημα και οι κοινωνίες μας να έχουν περιορισμένη δυνατότητα υποδοχής από στενότητα χώρου. Στην πραγματικότητα είναι ζήτημα δαπανών και υποδομών και, βέβαια, ζήτημα παιδευτικό: η έλλειψη υποδομών υποδοχής και ένταξης και η αποδοχή της εξαθλίωσης των μεταναστών και μεταναστριών, η εξ αρχής τοποθέτηση πολλών μεταναστών και μεταναστριών εκτός νόμου, καλλιεργούν και αναπαράγουν το ρατσισμό, αλλά αναπαράγουν κιόλας, και μάλιστα σε διευρυμένη κλίμακα, την εγκληματικότητα. Αυτά, με τη σειρά τους, εκτρέφουν πιέσεις για «σκληρή αντιμετώπιση», «περισσότερη αστυνόμευση», «ερμητικό κλείσιμο των συνόρων» και αρδεύουν την καλλιέργεια νεοναζιστικών απειλών για τις δημοκρατίες μας.
Οι μετανάστες ευεργετούν την Ευρώπη
Παρά την κρίση, την ανεργία και τη φτώχεια που αυξάνεται στην Ευρώπη, η ήπειρός μας θα συνεχίσει να είναι τόπος υποδοχής μεταναστών και μεταναστριών, πρώτον γιατί η φτώχεια, οι πόλεμοι και η καταπίεση σε γειτονικές περιοχές είναι φαινόμενα απείρως εντονότερα από την κρίση, αλλά και, δεύτερον, γιατί η Ευρώπη χρειάζεται μετανάστες και μετανάστριες. Η γήρανση των ευρωπαϊκών κοινωνιών –κι αυτή αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό της συρρίκνωσης των κοινωνικών δαπανών που κάνει τη γέννηση παιδιών ρίσκο–, αλλά και η κατάπτωση της Παιδείας στον όψιμο καπιταλισμό, θέτουν όρια στη δυνατότητα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στην Ευρώπη και δυσεπίλυτα προβλήματα στην κοινωνική πολιτική και στους Οργανισμούς Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Αυτό είναι κοινός τόπος πια και κατά διαστήματα μας το υπενθυμίζουν και οι ίδιοι οι καπιταλιστές, που βλέπουν τη μάζα της εργασιακής δύναμης που μπορούν να εκμεταλλευτούν να μειώνεται. Ήδη μέτρα σαν την «μπλε κάρτα», που είχε αρχίσει να εφαρμόζεται πριν έρθουν οι πρόσφυγες των πολέμων, την πρόσκληση δηλαδή ειδικευμένων ανθρώπων από τρίτες χώρες να εγκατασταθούν στις χώρες της Ένωσης, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Αυτή η πρόσκληση αποσκοπεί, βέβαια, επίσης στη μείωση των μισθών, αφού οι μετανάστες και οι μετανάστριες με τη «μπλε κάρτα» υποχρεούνται έμμεσα ή άμεσα να δεχτούν μικρότερη αμοιβή από τους ντόπιους και τις ντόπιες με ανάλογη ειδίκευση. Επίσης, είναι μέτρο μετάθεσης του κόστους της εκπαίδευσης σε φτωχές χώρες, που κατόπιν γίνονται προμηθευτές φτηνής εκπαιδευμένης εργασιακής δύναμης –δηλαδή μέτρα αναπαραγωγής της φτώχειας και της υπανάπτυξης, που γεννούν μεταναστευτικά ρεύματα. Ταυτόχρονα, τα παιδιά των μεταναστών και μεταναστριών στις χώρες υποδοχής καταδικάζονται να αποτελούν φορείς ανειδίκευτης και φτηνής εργασιακής δύναμης, καθώς οι κυβερνήσεις αρνούνται να αναλάβουν το κόστος μέτρων για την ισότιμη ένταξή τους στην εκπαίδευση. Η απάντηση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς σε φωνές που μιλούν για «αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας» δεν μπορεί να είναι άλλη παρά: «Η δική σας πολιτική απέτυχε!». Αντί για τα μέτρα καταστολής που προτείνονται, χρειάζονται περισσότερα μέτρα υποδοχής και περισσότερες και ισχυρότερες δομές ένταξης.
Ανούσιος ο διαχωρισμός προσφύγων και μεταναστών
Είναι ανούσιο να επιμένουμε στο διαχωρισμό προσφύγων και μεταναστών. Οι πρόσφυγες είναι μετανάστες, ανεξάρτητα αν πολλοί από αυτούς έχουν αρχικά σχεδιάσει να γυρίσουν στις πατρίδες του μόλις καλυτερέψουν τα πράγματα. Τα πράγματα, όπως βλέπουμε, δεν θα καλυτερέψουν σύντομα, και ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων θα κοιτάξει να φτιάξει τη ζωή του στα μέρη μας, θα γίνουν δηλαδή μετανάστες. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα: πρώτον, η έγνοια για την επίλυση προβλημάτων που δημιουργούνται με την αλλόφρονα φυγή από εστίες πολέμου (δηλαδή η αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης με γρήγορη στέγαση, περίθαλψη, γεωγραφική κατανομή κ.λπ.) και, δεύτερον, η πολιτική για την κοινωνική ένταξη των ανθρώπων που έρχονται από άλλες κοινωνίες. Πρόκειται, δηλαδή, για μια διάκριση πρόσκαιρα αναγκαία για ένα συγκεκριμένο λόγο. Με την παγίωσή της θα εθελοτυφλούσαμε –κάποιοι εκ του πονηρού, προκειμένου να θεωρήσουν όλους και όλες προσωρινούς και να περιορίσουν τα μέτρα (και τις δαπάνες) στο ελάχιστο αναγκαίο για την αντιμετώπιση της «προσφυγικής κρίσης». Το ζητούμενο, όμως, είναι πώς οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μας θα μετασχηματιστούν σε χωνευτήρια πολιτισμών και συνηθειών.
Επομένως, το ερώτημα δεν είναι πώς τα ευρωπαϊκά κράτη θα συνεργαστούν για την «επαναπροώθηση», «επανεισδοχή» στις χώρες προέλευσης ή όπως αλλιώς εξωραΐζεται λεκτικά η προσπάθεια να ελέγχει το καπιταλιστικό κράτος τη ροή εργασιακής δύναμης. Το ερώτημα για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά είναι πώς θα ενταχθούν στις πλούσιες κοινωνίες οι άνθρωποι που θα συνεχίσουν να έρχονται.
Ζητούμενο η ένταξη
Ο σεβασμός των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, της θρησκείας και της γλώσσας των ανθρώπων από άλλες χώρες και ηπείρους, δηλαδή η πολυπολιτισμικότητα, είναι αναγκαίος όχι μόνο για τις γενικές αρχές της Αριστεράς και του πολιτισμού. Εάν δεν υπάρχει αυτός ο σεβασμός και δεν υποστηρίζεται από την κρατική πολιτική, δημιουργείται και αναπαράγεται μια κάστα πολιτισμικά ανισότιμων ανθρώπων στις εργαζόμενες τάξεις των κοινωνιών μας και καλλιεργούνται σε ένα τμήμα της εργατικής τάξης, στους μετανάστες και τις μετανάστριες, συμπλέγματα κατωτερότητας για τη γλώσσα, την καταγωγή, τον πολιτισμό και τις πολιτισμικές τους συνήθειες, με αποτέλεσμα να παράγεται εξ αντιδράσεως εγκληματικότητα, αλλά και να κατακερματίζονται και να υποβαθμίζονται συνολικά οι εργαζόμενες τάξεις και να διευκολύνεται η αστική κυριαρχία. Αυτό δεν μπορεί να αντικρουστεί με παραδείγματα απεχθών συνηθειών και πεποιθήσεων (όπως είναι η υποδεέστερη θέση της γυναίκας στο Ισλάμ), γιατί και αυτά –δηλαδή η καταπολέμησή τους– χρειάζεται να γίνουν αντικείμενο πολιτικής. Στο κάτω κάτω και στον Χριστιανισμό αυτό έτσι ήταν και άλλαξε, όσο άλλαξε.
Σε αυτά τα ζητήματα δεν έχουμε εμβαθύνει επαρκώς, κι έτσι η αντιμετώπισή τους γίνεται από μια «ανθρωπιστική» σκοπιά, δηλαδή από τη σκοπιά των αισθημάτων και των ιδεών. Δεν είναι να υποτιμήσει κανείς την ανθρωπιστική σκοπιά –στο κάτω κάτω σώζει ζωές. Ωστόσο, αυτή η σκοπιά δεν αρκεί για να αντιμετωπίσει το εργατικό κίνημα και η Αριστερά την αστική πολιτική στο ζήτημα της μετανάστευσης. Η στρατηγική του κεφαλαίου, με τη διπλή στόχευση: να ρυθμίζεται η ροή της εργασιακής δύναμης, ώστε να μη δημιουργούνται μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες (που συνεπάγονται αύξηση του μεριδίου του κράτους στον παραγόμενο πλούτο) και να υπάρχει διαρκώς ένα μειονεκτικό και ως εκ τούτου υποταγμένο τμήμα της εργατικής τάξης –τους μετανάστες και τις μετανάστριες– για εξουσιαστικούς και μισθολογικούς λόγους. Αυτή η στρατηγική ακουμπάει και αναπαράγει προκαταλήψεις και εμμονές στους δικούς μας ανθρώπους, δηλαδή στις λαϊκές τάξεις και εξουδετερώνει έτσι ανθρωπιστικά αισθήματα και ιδέες. Από την άλλη πλευρά, της Αριστεράς, λοιπόν, είναι επιτακτικά αναγκαίο να συγκροτήσουν τη δική τους θεωρία και τη δική τους πρακτική. Δηλαδή να ερμηνεύσουν όλα αυτά τα φαινόμενα γύρω από την προσφυγιά και τη μετανάστευση από τη δική τους σκοπιά, ώστε να εξουδετερώσουν με τη σειρά τους τη στρατηγική του αντιπάλου. Κι αυτό είναι μέλημα των διανοούμενων της Αριστεράς, των μαρξιστών και του συνδικαλιστικού κινήματος που πάει να ξαναφτιαχτεί.
Η πολιτική του σεβασμού και της καλλιέργειας των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, της θρησκείας και της γλώσσας των ανθρώπων από άλλες χώρες και ηπείρους δεν είναι «κοινοτισμός», αλλά προϋπόθεση για την ανθρώπινη συμβίωση. Για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά είναι ζωτική ανάγκη για να πετύχει το δικό της σχέδιο και όχι των άλλων.
Όλα αυτά, τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, η σχέση με τη θρησκεία, ακόμα και η γλώσσα θα αλλάξουν –με βραδείς ρυθμούς, με εντάσεις, αλλά θα αλλάξουν. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης, τούρκους, άραβες, αφρικανούς εργάτες, καταστηματάρχες, τραπεζίτες, ποιητές, ζωγράφους, πολιτικούς τους ξεχωρίζεις μονάχα από την όψη και το όνομα. Βέβαια είναι λίγοι σε σύγκριση με τη μεγάλη μάζα των μεταναστών και των μεταναστριών –αλλά όχι πια αμελητέα ποσότητα. Η γενική τάση προς τα εκεί δείχνει. Και το ζητούμενο είναι πώς αυτή η εξέλιξη μπορεί να υπάρξει με τις λιγότερες συγκρούσεις και το λιγότερο πόνο –κι αυτό είναι άκρως πολιτικό ζήτημα.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος
Πηγή: Η Εποχή