Αναδημοσιεύσεις

Αναλογική απλή, χωρίς άλλα επίθετα

Η καθιέρωση της απλής αναλογικής ως πάγιου εκλογικού συστήματος αποτελεί διαχρονικό αίτημα της αριστεράς στη χώρα μας. Έχει συμπεριληφθεί τόσες φορές στα εκλογικά προγράμματά της και καταγράφεται με τόσο σταθερό τρόπο στις προγραμματικές διακηρύξεις της, που έχει φτάσει να αποκτήσει αξιακό χαρακτήρα.
Γιατί αυτή η επιμονή; Δεν είναι μόνο για λόγους δικαιοσύνης, για να έχει, δηλαδή, κάθε κόμμα των κοινοβουλευτική δύναμη που αντιστοιχεί στο εκλογικό ποσοστό του και να μην του κλέβουν τις ψήφους τα πιο ισχυρά κόμματα. Υπάρχει κι ένας βαθύτατα πολιτικός λόγος, που υποδεικνύει την απλή αναλογική ως το προσφορότερο εκλογικό σύστημα. Η ακριβής καταγραφή του πολιτικού συσχετισμού δύναμης και στο επίπεδο του κοινοβουλίου διευκολύνει το σχηματισμό κυβερνήσεων και τη διαμόρφωση κυβερνητικών προγραμμάτων που αντιστοιχούν σ’ αυτό το συσχετισμό, δεν υπολείπονται σε σχέση με αυτόν, ούτε και τον υπερβαίνουν με βολονταριστικό τρόπο. Σε αντίθεση με τα συστήματα ενισχυμένης ή υπερενισχυμένης «αναλογικής», τα οποία είτε παρεμποδίζουν τη σύνταξη και εφαρμογή προοδευτικότερων κυβερνητικών προγραμμάτων, είτε καλλιεργούν αυταπάτες για κυβερνητικά προγράμματα αναντίστοιχα με τον πραγματικό συσχετισμό.

Σύστημα ανοιχτό στις πολιτικές αλλαγές

Είναι αλήθεια, βέβαια ότι κάθε πολιτική δύναμη –και κάθε κυβέρνηση– έχει το δικαίωμα να επιχειρεί είτε την αξιοποίηση του συσχετισμού δύναμης μέχρι την έσχατη δυνατότητα που της προσφέρεται, και, ακόμα, να θέλει να μεταβάλει αυτό το συσχετισμό κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής-κυβερνητικής θητείας ακόμα και με την αξιοποίηση του παράγοντα του κοινωνικού κινήματος, αλλά η στέρεα βάση από την οποία μπορούν να εκκινήσουν όλα αυτά, είναι η ακριβής και χωρίς στρεβλώσεις καταγραφή του πολιτικού συσχετισμού δύναμης στις βουλευτικές εκλογές, ή και σε άλλες εκλογικές αναμετρήσεις.
Με άλλα λόγια, η απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα είναι η προσφορότερη για την αναζήτηση και την πραγματοποίηση των δυνατών πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών εκείνων, οι οποίες κάθε φορά αποτυπώνουν τη θέληση και τις δυνατότητες μιας κοινωνίας και ενός πολιτικού συστήματος να εκφράσει, να διατυπώσει, να υλοποιήσει με τον πιο πιστό τρόπο την εφαρμογή της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, όχι ως νομικής επιταγής μόνο, αλλά ως γενικού τρόπου λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η εφαρμογή της απλής αναλογικής είναι μια σχετικά απλή υπόθεση. Υπάρχουν δεκάδες νομοπαρασκευαστές εκλογικών συστημάτων που μπορούν να αξιοποιηθούν για τη σύνταξη ενός απλού και σαφέστατου νομοσχεδίου, που μπορεί πολύ απλά να περάσει από τη βουλή και να γίνει νόμος. Τότε γιατί τόσα χρόνια, τόσες δεκαετίες δεν έχουμε απαλλαγεί από τα συστήματα ενισχυμένης «αναλογικής»; Για τον απλούστατο λόγο ότι κάθε φορά η επιδίωξη των νομοθετούντων ήταν η ακριβώς αντίθετη από την ακριβή καταγραφή της λαϊκής θέλησης.

Ενισχυμένη: αδιατάρακτη εναλλαγή στην κυβέρνηση

Όλα τα συστήματα ενισχυμένης, υπερενισχυμένης και διαφόρων μιγμάτων τους με πλειοψηφικά στοιχεία που δοκιμάστηκαν ιδίως από τη μετεμφυλιακή περίοδο ως τη δικτατορία του 1967 αποσκοπούσαν στον αποκλεισμό της αριστεράς «εις την γωνίαν», γι’ αυτό και ευνοούσαν την ενίσχυση κάθε είδους συνδυασμών και συνεργασιών της δεξιάς με το συντηρητικό κυρίως κέντρο. Μετά τη δικτατορία, πάντοτε με προμετωπίδα την πολιτική σταθερότητα, βασικό μέλημα των κυρίαρχων δυνάμεων του πολιτικού συστήματος ήταν η εξασφάλιση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της δεξιάς. Πράγμα που μπορούσε, βέβαια, στις αρχές της μεταπολίτευσης να εξασφαλιστεί και με την απλούστερη αναλογική, αλλά ο φόβος πάντοτε φυλάει τα έρημα… Έτσι, το ίδιο το σύστημα εξασφάλισης της αυτοδύναμης πλειοψηφίας της δεξιάς ήρθε η στιγμή που έδωσε στο ΠΑΣΟΚ τη δυνατότητα να αποκτήσει κοινοβουλευτικά αυτοδυναμία αξιοποιώντας το. Έκτοτε, πολλά «συστήματα απλής αναλογικής» επιχείρησαν να κρύψουν τις «αρετές» της ενισχυμένης, παρότι η επαγγελία του ΠΑΣΟΚ ήταν η απλή αναλογική.
Το ενισχυμένο εκλογικό σύστημα, που υποτίθεται ότι καθιστούσε «αυτοδύναμο» το κόμμα που κυβερνούσε, δεν εμπόδισε ούτε τη μεταστροφή του ΠΑΣΟΚ, ούτε την καθοδική πορεία του, ούτε τη συνεργασία του αργότερα με τη ΝΔ, ούτε και την επιστροφή της «αυτοδύναμης» ΝΔ στην κυβέρνηση. Τα πολύπλοκα και στρεβλωτικά εκλογικά συστήματα, λοιπόν, δεν διαθέτουν μαγικές ικανότητες, ούτε υπηρετούν καμία άλλη σταθερότητα εκτός από τη σταθερότητα μιας αδιατάρακτης εναλλαγής στην εξουσία, που γίνεται κατά συνθήκην περισσότερο, παρά ως αποτέλεσμα πραγματικής αλλαγής των κοινωνικών διαθέσεων και των πολιτικών συσχετισμών.

Η παγίωση καταστάσεων, εχθρός της αριστεράς

Αυτό που αποκαλύπτεται από την πολύχρονη σχετική εμπειρία, είναι ότι το ενδιαφέρον δήθεν για την πολιτική σταθερότητα δεν είναι παρά ενδιαφέρον για τη διαιώνιση ενός συστήματος νομής της εξουσίας, που αποβάλλει κάθε δυνατότητα «εκτροπής», διεξόδου, δηλαδή, του πολιτικού και κοινωνικού συσχετισμού σε ένα άλλο πεδίο, πιο ανοιχτό σε προοδευτικές λύσεις, πιο πρόσφορο για υπερβάσεις, για την πραγματοποίηση ώριμων αλλαγών και αλμάτων σε ανώτερα επίπεδα πολιτικού ανταγωνισμού, με πιο προωθημένους στόχους και με πιο σύνθετες πολιτικές σχέσεις για την εξυπηρέτησή τους. Στο σχήμα αυτό πολιτική σταθερότητα σημαίνει παγίωση μιας κατάστασης πραγμάτων με την ενίσχυση κάθε φορά του εκλογικού εκείνου σχηματισμού που «παίρνει κεφάλι», με προφανή στόχο να μην υπάρξει η παραμικρή ρωγμή που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε διέξοδο προς ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό.
Η αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να διαιωνίσει ένα τέτοιο σύστημα. Θα προκαλούσε την αυτοακύρωσή της, γιατί είναι η μόνη που έχει θεμιτό και παράλληλο προς τις ανάγκες της κοινωνίας συμφέρον να επιδιώκει την ακριβή καταγραφή του συσχετισμού δύναμης και με βάση αυτή να σχεδιάζει τα βήματα που θα της επιτρέψουν να προωθήσει την εφαρμογή βασικών στοιχείων του προγράμματός της. Όσοι θέλουν τη συντήρηση του υπάρχοντος συστήματος νόθευσης των πραγματικών συσχετισμών, δεν έχουν κανένα λόγο να επιζητούν οποιαδήποτε «αναταραχή». Η κοινωνική και πολιτική ανάδευση, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ευνοεί την αριστερά.

Η αναγκαιότητα των συμμαχιών

Μια απόφαση, όμως, για υποστήριξη και ψήφιση της απλής αναλογικής ως εκλογικού συστήματος είναι ανάγκη να συνοδεύεται από μια καλά επεξεργασμένη, πειστική και στηριγμένη στις πραγματικές δυνατότητες πολιτική συμμαχιών. Όχι επειδή αποκλείεται να υπάρξουν κοινοβουλευτικές αυτοδυναμίες με την απλή αναλογική –αν υπάρχει πραγματική κοινωνική πόλωση, δεν θα την εμποδίσει το εκλογικό σύστημα να εκδηλωθεί. Εκείνο που επιβάλλει με ακόμη πιο επιτακτικό τρόπο μια επεξεργασμένη πολιτική συμμαχιών, είναι η ανάγκη της συσπείρωσης των ευρύτερων δυνάμεων, πολιτικών και κοινωνικών, για τη στήριξη της εφαρμογής ενός κυβερνητικού προγράμματος – ιδίως όταν αυτό επιχειρεί προοδευτικές, δημοκρατικές αλλαγές και δεν επιδιώκει τη συντήρηση μιας δεδομένης πραγματικότητας.
Πολιτική συμμαχιών δεν σημαίνει λείανση των προγραμματικών διακηρύξεων στη λογική του «μίνιμουμ προγράμματος». Στην αναζήτηση συμμαχιών η αριστερά πηγαίνει με όλο το πρόγραμμά της. Διεκδικεί την ηγεμονία των θέσεών της. Δεν το κρύβει ακόμα κι όταν καλλιεργεί το έδαφος για συνεργασίες εκλογικές ή για το σχηματισμό κυβέρνησης. Με αναπεπταμένο το πρόγραμμά της θα τις επιδιώξει. Και ανάλογα με τον πραγματικό συσχετισμό θα τις πραγματοποιήσει εξηγώντας με ειλικρίνεια στο λαό πού έμεινε, για λόγους αρχής ή συσχετισμών, ανυποχώρητη και πού έκανε πίσω.
Για να γίνει πειστική και αποτελεσματική μια πολιτική συμμαχιών, χρειάζεται να καλλιεργηθεί και ως πνεύμα, αλλά και ως συγκεκριμένη πρόταση μέσα στον κόσμο. Να εξηγηθεί και να αιτιολογηθεί πειστικά και όχι μόνο… λογιστικά. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί η αριστερά όχι μόνο να καλλιεργήσει το έδαφος για την ευόδωση προωθητικών συνεργασιών, αλλά με πολιτικές πρωτοβουλίες να διαμορφώσει και τους δυνάμει συμμάχους της δημιουργώντας μια πολιτική δυναμική γύρω από τους στόχους και το πρόγραμμά της.

Ο Παύλος Κλαυδιανός είναι δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης της εφημερίδας Εποχή.

Ο Χαράλαμπος Γεωργούλας είναι δημοσιογράφος.

Πηγή: Εποχή