Macro

«Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει», του Τζέιμς Μπόλντουιν

Αν οι δρόμοι μπορούσαν να μιλήσουν, απελπισμένοι θα ζητούσαν: «Επιτέλους καθαρίστε μας!». Κι αν η ομιλία τους είναι κάτι ανέφικτο, η βρωμιά που κουβαλάνε είναι εκεί, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Το εύκολο ξόδεμα των ανθρώπων που νομίζουν ότι ο κόσμος τους ανήκει, των ανθρώπων που διαχειρίζονται την εξουσία του καταπιεστικού, εκμεταλλευτικού συστήματος, του καπιταλισμού. Οι ασύδοτοι, οι αμοραλιστές, λερώνουν τον δρόμο και ως βρωμιά αντιμετωπίζουν αυτούς που θεωρούν κατώτερους: τους εργάτες που παράγουν τον πλούτο. Η υποκρισία και η ψευδεπίγραφη αστική ηθική τους, τους δίνουν δικαιολογία, μερικές φορές. Τους δίνουν την αφορμή και την «εξήγηση» για να επιβάλλουν τη βάρβαρη συμπεριφορά τους, τους δίνουν το πέπλο για να ντύσουν το σιδερένιο γάντι. Αν οι δρόμοι μιλούσαν θα έλεγαν «είδα το μαύρο γάντι να χτυπάει τον μαύρο, τον άλλο, τον εργάτη». Ο δρόμος όμως δεν μιλά, μόνο ακούει και είναι ο ήχος του μπλε που αγγίζει τα σώματα, το σώμα του δρόμου, τα σώματα των μαύρων, των εργατών, των εκτοπισμένων, των σκλάβων. Ο ήχος γίνεται λόγος ανελέητος, λυτρωτικός, γίνεται αγάπη που όλα τα σκοτώνει και όλα τα σώζει. Ο λόγος του Τζέιμς Μπόλντουιν στο «Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει» (Εκδόσεις Πόλις).

Ο Μπόλντουιν ρίχνει το βλέμμα του βαθιά στο παρελθόν και εντοπίζει κάθε στεναγμό, κάθε δάκρυ, κάθε πόνο, κάθε κραυγή του σώματος των μαύρων. Η σκλαβιά της εποχής που έγραφε ήταν πιο ύπουλη. Η αλυσίδα είχε κοπεί, όμως η απειλή και τα σημάδια της έκαιγαν τις ψυχές και τα σώματα των μαύρων. Ακόμη και σήμερα. Οι λευκοί εξουσιαστές χτυπούν με τη μισθωτή σκλαβιά, με τις διακρίσεις, τον διαχωρισμό και τη μόνιμη ενοχή που ρίχνουν στους μαύρους. Το βιβλίο κυκλοφορεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και αρκεί ένα βλέμμα, μια χειρονομία, μια λάθος κίνηση για να καταδικαστεί ο μαύρος αδερφός. Ο Μπόλντουιν ποτέ δεν έκλεισε τα μάτια και περιέγραψε με αμεσότητα και ευαισθησία τα βάσανα της φυλής του.

Αν «Το κουαρτέτο του Χάρλεμ» (Εκδόσεις Πόλις, μτφρ. Χρήστος Οικόνομου) ήταν η απόλυτη περιπλάνηση στον κόσμο των ταλαιπωρημένων, αλλά περήφανων, Αφροαμερικανών, εδώ μας δίνει την απόλυτη αγάπη των περήφανων Αφροαμερικανών. Αυτή είναι που δοκιμάζεται μέσα από τη σχέση της Τις και του Φόνι. Δυο νεαροί παλεύουν να μείνουν όρθιοι εν μέσω κατακλυσμού. Ο άντρας κατηγορείται για βιασμό που δεν έχει κάνει. Η γυναίκα, η οικογένεια της, ο πατέρας του άντρα κάνουν τα πάντα για να τον αθωώσουν. Η Τις είναι έγκυος και το μωρό θα επιβεβαιώσει τον θάνατο, τη ζωή και θα σφραγίσει τη μοίρα του ζευγαριού.

Ο θυμός και η οργή σιγοβράζουν και στα ξεσπάσματα εκτονώνουν και ανατροφοδοτούν το μίσος και τον οίκτο για τον λευκό δυνάστη, για την αντιδραστική εκκλησία, για την τύφλωση των ομόφυλων, ακόμη και μέσα στην οικογένεια. Ο δίκαιος, άρα σκληρός, ποιητικός λόγος του Μπόλντουιν διατρέχει το κείμενο, το φλερτ με το ανεξέλεγκτο και η αντικειμενική καταγραφή του εαυτού καθορίζουν το ύφος. Το πάθος του συγγραφέα «δένει» τις φιλοδοξίες, τις προθέσεις, τους σκοπούς του όπως αυτοί εμφανίζονται στο κείμενο. Ο Μπόλντουιν φιλοδοξεί να μιλήσει για την αξιοπρέπεια των μαύρων, πρόθεση του να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια των μαύρων και σκοπός του να μη σταματήσει ποτέ να το κάνει. Ο ήχος του μπλε δεν σταματά. Η Άλκηστις Τριμπέρη στη μετάφραση και πρέπει να της αναγνωρίσουμε την καλή προσπάθεια. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2018.

Αλέξανδρος Στεργιόπουλος

Πηγή: Το Περιοδικό