Macro

Αλμα στο παγκόσμιο δημόσιο χρέος

Τα 71,6 τρισεκατομμύρια δολάρια αναμένεται να αγγίξει φέτος το δημόσιο χρέος παγκοσμίως, σύμφωνα με νέα μελέτη που είδε χθες το φως της δημοσιότητας. Στη δεύτερη ετήσια έκθεσή της για τις τάσεις του δημόσιου χρέους σε όλο τον κόσμο («Sovereign Debt Index»), η βρετανική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων «Janus Henderson» προέβλεψε χθες αύξηση του παγκόσμιου δημόσιου χρέους κατά 9,5% το 2022 έναντι του 2021 λόγω του υψηλότερου δανεισμού από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Κίνα αλλά και την πλειονότητα των κυβερνήσεων σε όλο τον κόσμο. Η άνοδος αυτή έρχεται σε συνέχεια της αύξησης 7,8% που σημειώθηκε πέρυσι, όταν το χρέος των κυβερνήσεων αυξήθηκε στα 65,4 τρισ. δολάρια από 62,4 τρισ. δολάρια το 2020.
Καθώς η μία μετά την άλλη οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη προχωρούν σε αύξηση των επιτοκίων τους και σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής, η «Janus Henderson» αναμένει σημαντική άνοδο του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους στη συνέχεια. Από το περσινό ιστορικό χαμηλό του 1,01 τρισ. δολαρίων, το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους αναμένεται να αυξηθεί παγκοσμίως στο 1,16 τρισ. δολάρια φέτος.
«Η πανδημία είχε τεράστιο αντίκτυπο στον κρατικό δανεισμό – και οι συνέπειες αναμένεται να συνεχιστούν για αρκετό καιρό ακόμα. Η τραγωδία που εκτυλίσσεται στην Ουκρανία είναι επίσης πιθανό να πιέσει τις δυτικές κυβερνήσεις να δανειστούν περισσότερα για να χρηματοδοτήσουν αυξημένες αμυντικές δαπάνες», επισήμανε η διαχειρίστρια χαρτοφυλακίου ομολόγων της «Henderson», Bethany Payne.
Σε ανάλογα συμπεράσματα όμως καταλήγει ακόμη μια έκθεση που δημοσιοποιήθηκε προχθές και πραγματοποιήθηκε από την S&P Global Ratings. Εκτιμά μεταξύ άλλων ότι ο νέος δανεισμός των κυβερνήσεων θα αγγίξει φέτος τα 10,4 τρισ. δολάρια, επίπεδο που είναι 33% πιο υψηλό από τον μέσο όρο πριν από την πανδημία. Η άνοδος αυτή αποδίδεται σύμφωνα με την εταιρεία στις υψηλές ανάγκες μετακύλισης δημοσίου χρέους που ωριμάζει, στην ομαλοποίηση των προκλήσεων που τροφοδότησε η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική στη διάρκεια της πανδημίας, στον υψηλό πληθωρισμό και τις πολωτικές κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις.
Οι μακροοικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία αναμένεται ότι θα ασκήσουν περαιτέρω πίεση ανόδου των χρηματοδοτικών αναγκών των κυβερνήσεων ενώ από την άλλη πλευρά οι πιο σφιχτοί όροι δανεισμού θα αυξήσουν το κόστος της χρηματοδότησής τους. Αυτό, όπως αναφέρει η έκθεση της S&P, δημιουργεί έναν επιπλέον πονοκέφαλο για τις κυβερνήσεις που αγωνίζονταν έως τώρα να αναθερμάνουν την ανάπτυξη και να μειώσουν την εξάρτησή τους από τον δανεισμό σε ξένο νόμισμα και από το βάρος των τοκοχρεολυσίων.
Η «Janus Henderson» υπογραμμίζει από την πλευρά της ακόμη ότι ενώ στη διάρκεια της πανδημίας η διευκολυντική νομισματική πολιτική και τα πολύ χαμηλά επιτόκια ήταν ο κανόνας, στην παρούσα φάση αναδύεται μια διαφοροποίηση. Από τη μια πλευρά οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Βρετανίας, των χωρών της Ευρώπης, του Καναδά και της Αυστραλίας, που προσπαθούν να σφίξουν την πολιτική τους για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό, ενώ από την άλλη βρίσκεται η Κίνα που συνεχίζει την προσπάθεια τόνωσης της οικονομίας της με πιο διευκολυντική πολιτική. Η διαφοροποίηση αυτή προσφέρει, σύμφωνα με τη «Henderson», ευκαιρίες για τους επενδυτές των βραχυπρόθεσμων τίτλων χρέους που είναι λιγότερο τρωτοί στις συνθήκες της αγοράς και ιδίως της Κίνας και της Ελβετίας.

Μπάμπης Μιχάλης