Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Λαμόγια στο χακί» που παρουσιάζουμε εδώ Διονύσης Ελευθεράτος, Κεφαλονίτης – Ληξουριώτης στην καταγωγή, γιος του δημοσιογράφου και αντιστασιακού της κατοχής και κατά της χούντας Λευτέρη Ελευθεράτου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961 (σήμερα 55 ετών), σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο και δημοσιογραφεί από το 1986 αρχίζοντας από το εκπαιδευτικό ρεπορτάζ της τότε καθημερινής εφημερίδας «Πρώτη».
Συνέχισε ως αρθρογράφος και σχολιογράφος πάνω σε πολιτικά, κοινωνικά και αθλητικά θέματα σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά, όπως και σε πολλούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Σήμερα είναι ραδιοφωνικός παραγωγός του «Κόκκινου 105,5».
Από τις εκδόσεις «Τόπος» που κυκλοφορεί το παρουσιαζόμενο βιβλίο «Λαμόγια στο χακί», έχει κυκλοφορήσει το 2010 και το βιβλίο του: «Εξουσία τι μπάλα παίζεις;».
Μελετώντας αυτό το βιβλίο, δηλώνω προκαταβολικά πως πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά και οικονομικά έργα που έχουν γραφτεί για την 7χρονη δικτατορία, για τη χούντα και την πολιτεία της. Αυτόν τον ισχυρισμό μας θα επιχειρήσουμε να τεκμηριώσουμε.
Ο συγγραφέας αρχίζει με τη δήλωση Στέλιου Ράμφου, που θεωρείται και… φιλόσοφος, πως «το 1974, όταν έφυγε η χούντα, άφησε μηδέν δημόσιο χρέος». Αυτή του η δήλωση έγινε σε εκδήλωση του «Ποταμιού» του κ. Σ. Θεοδωράκη, σε ακροατήριο που τον άκουγε με «‘ευλαβική’ προσοχή στις 2 Νοεμβρίου 2014», όταν «ο ειδήμων ομιλητής έπνιγε κάθε ίχνος ιστορικής –και μη επιδεχόμενης «φιλοσοφικές» τροποποιήσεις– αλήθειας. Πόσοι από το κοινό να ήξεραν, όμως; Πόσοι συνειδητοποιούσαν το μέγεθος της αρλούμπας που είχαν μόλις ακούσει» (Εισαγωγή, σελίδα 11).
Κι αυτά, όταν ακόμα κι ο «οικονομικός εγκέφαλος» της χούντας Ν. Μακαρέζος «την άνοιξη του 1974 εκτιμούσε ότι η χώρα χρειαζόταν υπέρογκα δανεικά για να αποφύγει την κήρυξη χρεοστασίου», (ό.π. ίδια σελίδα).
Την παρόλα περί μηδενικού δημόσιου χρέους επί χούντας, την έχουν παιανίσει Μιχαλολιάκοι προεκλογικά στον Ασπρόπυργο το 2012 και Αδώνιδες Γεωργιάδες «Η οικονομία το 1974 ήταν κούκλα» τον Οκτώβρη του 2011 σε τηλεοπτική εκπομπή και πολλοί άλλοι. Κι όλα αυτά σε συνάρτηση με το «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται» και το «ο Έλληνας μόνο με το βούρδουλα καταλαβαίνει».
Αυτά αποτελούνε την καθημερινή τροφή στα εκτροφεία φανατικών μη σκεπτόμενων όντων της Χ.Α. και όχι μόνο, του αγριανθρωπιστικού εθνικισμού που αντικαθιστά ως ρατσισμός την κοινωνιολογία με τη ζωολογία (ανωτερότητα της ράτσας).
Είναι γεγονός πως η κοινοβουλευτική περίοδος που διέρρευσε στη χώρα μας από την πτώση της χούντας και μέχρι σήμερα βρίθει σκανδάλων, μιζών, καταχρήσεων και αθλιοτήτων.
Αλλά αυτή η περίοδος η μεταπολιτευτική δεν είναι κάτι το ενιαίο πολιτικά, ούτε η γενιά του Πολυτεχνείου αποτελεί ενιαίο σύνολο για να έχει σαν σύνολο ενιαία πολιτική ευθύνη για τις μετά τη χούντα εξελίξεις.
Ο διαφορισμός της κοινωνίας –της κάθε κοινωνίας– είναι ταξικός και τα πολιτικά επιτελεία των αστικών κομμάτων που κυβέρνησαν έκτοτε τη χώρα μας εκφράζανε και τα ρέστα τους εξακολουθούν να εκφράζουν και σήμερα τα ελληνικά καπιταλιστικά συμφέροντα εναντίον των εργαζομένων και του Ελληνικού λαού.
Έτσι, αυτήν την πολιτική των σκανδάλων και της αρπαχτής, την χρεώνονται τα ελληνικά αστικά (καπιταλιστικά) κόμματα, τελείως συγκεκριμένα και όχι γενικά και αόριστα η μεταπολίτευση και η «γενιά του Πολυτεχνείου».
Όμως όλα αυτά τα «οικονομικά πεπραγμένα» τους δεν μπορούν να πλησιάσουν και να φτάσουν τις ρεμούλες της «αδιάφθορης» χούντας, που δεν έχουν ούτε αρχή, ούτε τέλος, ούτε μέση, ούτε άκρη.
Παρακάτω θα παραθέσουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα και στοιχεία από το βιβλίο, τελείως ενδεικτικά, συντελώντας έτσι στη σωστή πληροφόρηση των αναγνωστών μας και κυρίως της Νεολαίας, που πέφτει θύμα παραπληροφόρησης από κάτι «διανοητές» τύπου Ράμφου, και όχι μόνο.
Τα ψεύδη των κάθε είδους φασιστοειδών απολογητών της χούντας είναι ατέρμονα, από το «αυτοί τουλάχιστον πέθαναν στην ψάθα» του Γ. Καρατζαφέρη, και το «στο Πολυτεχνείο δε σκοτώθηκε κανείς». Το ότι και στην Κύπρο δεν συνέβη τίποτα δεν μας το είπαν ακόμα.
Ο Γ. Παπαδόπουλος εκτός των άλλων, είχε κάμει διοικητή της Αγροτικής Τράπεζας τον τότε 76ετή Νίκο Κουρκουλάκο, τον «παλιό αιμοσταγή διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας και ανεκτίμητο σύμμαχο των ναζιστικών στρατευμάτων, στην Πελοπόννησο. Ήξερε όμως αρκετά για τις δραστηριότητες του Παπαδόπουλου επί Κατοχής, άρα «έπρεπε να νιώσει ευχαριστημένος…» (ό.π. σελ. 19).
Είναι γνωστό πως ο Παπαδόπουλος, ενταγμένος ως αξιωματικός στην Κατοχή στα Τάγματα Ασφαλείας του Κουρκουλάκου, συγκέντρωνε τη σοδειά, την αγροτική παραγωγή στην Πελοπόννησο, για τους κατακτητές.
Ο συγγραφέας μιλάει για την αντιδικία Μακαρέζου – Μαρκεζίνη και για την οικονομική κατάρρευση του 1973-1974.
Ο θεωρητικός της «ελεύσεως» της χούντας Σάββας Κωνσταντόπουλος, σε επιστολή του προς τον Κων/νο Καραμανλή στο Παρίσι, το 1967 ακόμα, μιλάει για «νέα φαυλοκρατία» και ο Κ. Μανιαδάκης της 4ης Αυγούστου και βουλευτής της ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή ως τη δικτατορία του Παπαδόπουλου το 1967, λέει κατά τον καθηγητή Θ. Κουλουμπή στις 27 Αυγούστου 1971: «Αυτός ο πούστης διέλυσε τα πάντα», χαρακτηρίζοντάς τον μανιακό που ζούσε μόνο για την εξουσία.
Και ως προς την οικονομία, τη χαρακτήρισε «σκατά» αν και σε ώρα φαγητού (ό.π. σελίδες 23-24).
Η χούντα των «σπαρτιάτικων» λαμογιών δεν υπήρξε καθόλου φειδωλή, ως προς την οικονομική της ικανοποίηση, σωστότερα τη βουλιμία των μελών της. Ίσα-ίσα, ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και υπερέβη κάθε όριο.
Σε είκοσι μέρες μετά το πραξικόπημά της, η χούντα με τον Α.Ν. 5/1967 (ΦΕΚ 10/5/67), κάνει τις μηνιαίες αποδοχές του πρωθυπουργού από 23.600 δραχμές που ήταν προδικτατορικά, από τις οποίες οι 20.000 αντιστοιχούσαν στη βουλευτική αποζημίωση, 45.000. 30.000 ο μηνιαίος μισθός και 15 τα έξοδα παράστασης, συν 1.000 δραχμές την ημέρα «εκτός έδρας».
Αλλά ο Παπαδόπουλος, εκτός από πρωθυπουργός, ήταν ταυτόχρονα και υπουργός Προεδρείας και Αντιβασιλέας. Και αυτά σίγουρα δεν ήταν αμισθί. Επομένως, αυτές οι μηνιαίες αποδοχές θα πρέπει να υπολογιστούνε τουλάχιστον στο τριπλάσιο.
Κι ακόμα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, πως η αμοιβή, η λεγόμενη χορηγία του βασιλιά Παύλου, βασιλιά της μικρής Ελλάδας, όπως είχε δημοσιεύσει στον καιρό του η εφημερίδα «Ελευθερία» του Π. Κόκκα το 1962, ήτανε μεγαλύτερη από αυτή του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, δηλαδή της ισχυρότερης και πλουσιότερης χώρας του Κόσμου. Χώρια το βασιλικό σκυλολόι.
Στην περίπτωση του Παπαδόπουλου και προηγούμενα του Ζωιτάκη, ποια ήταν η αντιστοιχία της βασιλικής χορηγίας και της χορηγίας της χουντικής Αντιβασιλείας και της παπαδοπουλικής πολυϋπουργείας;
Και ο μηνιαίος μισθός των υπουργών και υφυπουργών της χούντας, με τον ίδιο Α.Ν. έγιναν 35.000 δραχμές, από 22.400 που ήταν προδικτατορικά μαζί με τη βουλευτική αποζημίωση, συν 833 δραχμές την ημέρα στους χουντικούς ως εκτός έδρας.
Τότε (1967), ο μέσος μηνιαίος μισθός των υπαλλήλων βιομηχανίας και βιοτεχνίας ήταν 4.543 δραχμές.
Έτσι, οι προχουντικές πρωθυπουργικές και υπουργικές διαφορές σε σχέση με το μέσο εργατικό μισθό ήταν 5,2 και 4,9 φορές και οι χουντικές 9,9 και 7,7 φορές, παρά ένα δέκατο δέκα φορές παραπάνω. Εκτός από τις παπαδοπουλικές τριπλές.
Και οι αποδοχές της «συμβουλευτικής επιτροπής» της χούντας που ήταν στην αρχή 56μελής και μετά 75μελής, κατοχυρώνονται με το Ν.Δ. 959/ΦΕΚ 17/9/71. Η αμοιβή κάθε μέλους της μπορούσε να φτάσει μέχρι το μισθό γενικού γραμματέα υπουργείου» που πλησίαζε αυτήν των υπουργών και υφυπουργών της (ό.π. σελ. 27).
Ο Γ. Παπαδόπουλος «τακτοποίησε» και τον αδελφό του Χαράλαμπο, προσφέροντάς του πολλά αξιώματα και αυτό του συμβούλου στο Ανώτατο Συμβούλιο Δημοσίων Υπηρεσιών, με εξίσωση «κατά βαθμόν και μισθόν» με αρεοπαγίτη ισοβίως.
Αλλά και ο άλλος αδελφός του, ο Κώστας, δεν πήγε πίσω: Γεν. Γραμματέας του Υπουργείου Προεδρείας, Περιφερειακός Διοικητής Αττικής, «υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ» και στρατιωτικός ακόλουθος.
Τα σκάνδαλα με τις μεγάλες ξένες εταιρείες, όπως η Πεσινέ, που το ρεύμα που κατανάλωνε το πλήρωνε στο 43,2% του κόστους του και το πετρέλαιο το έπαιρνε χίλιες δραχμές φτηνότερο τον τόνο, απ’ όσο κόστιζε στο Δημόσιο, με χουντικό υπουργό Βιομηχανίας τον Κ. Κυπραίο, πρόεδρο και εντεταλμένο σύμβουλο της Εταιρείας Ετρέξ, «που είχε αναλάβει όλες τις επεκτάσεις της γαλλικής εταιρίας» (ό.π. σελ. 29).
Ο Γ. Παπαδόπουλος έμενε χαριστικά με τη Δέσποινά του, στη βίλα φρούριο του Α. Ωνάση στο Λαγονήσι.
Εδώ γίνεται χαμός σε όλα τα επίπεδα. Μετά το Μάη του 1970 στη βίλα καταργείται ο μετρητής, αυτή συνδέεται απευθείας με το δίκτυο και ο Παπαδόπουλος δεν πληρώνει ρεύμα. Στις 12.04.1971 ξαναμπήκε στη βίλα μετρητής και ο χουντικός αρχηγός πλήρωνε από 8 ως 15.000 δραχμές το μήνα. Η ενδεκάμηνη απαλλαγή του, είναι κατά τους μετριότερους υπολογισμούς γύρω στις 120.000 δραχμές.
Απαλλαγμένη ήταν η βίλα Ωνάση κατά τη χρήση της από τον Παπαδόπουλο, επί 3,5 χρόνια και ως προς την ηλεκτροδότηση της φρουράς της και των εγκαταστάσεων Ασφαλείας της, που ανερχόταν από 3 έως 6.000 δραχμές το μήνα. Και εκεί δεν υπήρχε επίσης μετρητής και ήταν όλο αυτό το διάστημα συνδεδεμένη απευθείας με το δίκτυο.
Ο Παπαδόπουλος, που στο «πόθεν έσχες» προς τον εαυτό του δήλωνε έσοδα από το 1967 ως το 1973 4.343.531 δραχμές, πλήρωνε ένα μικρό συμβολικό ενοίκιο 29.135 δραχμές το χρόνο, ενώ «τα υπόλοιπα έξοδα τα κάλυπτε η Ανώνυμη Κτηματική Εταιρεία «Μυκήναι» του επιχειρηματία, στον οποία ανήκε η έπαυλη».
Γι’ αυτό και ο Παττακός, σε έκθεσή του προς τον Παπαδόπουλο από 7.8.1968, που απαριθμεί «είκοσι σημεία κυβερνητικής πρακτικής για τα οποία η κοινή γνώμη στο εσωτερικό και το εξωτερικό είχε αρνητικότατη εικόνα», στο σημείο 15 αναφέρει: «Η χούντα καλοπερνά… Κλέβει… Φιλοξενείται…».
Και ο συγγραφέας σχολιάζει: «Ναι, ‘φιλοξενείται’. Πιο βιτριολικό υπονοούμενο για τη διαμονή του Παπαδόπουλου στη βίλα του Ωνάση δεν θα μπορούσε να έχει διατυπώσει μέλος της χουντικής τριανδρίας» (ό.π. σελίδες 31-32).
Αυτή η… φιλοξενία του Παπαδόπουλου από τον Ωνάση στη βίλα του στο Λαγονήσι, συνεπαγόταν όχι και λίγα οφέλη για τον δεύτερο:
Επτά αεροπλάνα Boeing 720, αξίας 20,2 εκατ. δολαρίων που αγοράστηκαν από τον Ωνάση, απαλλάχτηκαν κάθε φόρου, τέλους χαρτοσήμου, εισφορών υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων και στη σύμβαση της «Ολυμπιακής Αεροπλοΐας» γίνανε διάφορες τροποποιήσεις, όλες ευνοϊκές για τον Ωνάση, ενώ στο θέμα του τρίτου διυλιστηρίου, που ήταν το μήλο της έριδας των μεγάλων επιχειρηματιών και ευνοούμενων της χούντας, οι χουντικοί διχάστηκαν, ο Μακαρέζος με τον Νιάρχο και ο Παπαδόπουλος με τον Ωνάση.
Το 1970 η χούντα υπόγραψε σύμβαση για το «τρίτο διυλιστήριο» με τον Ωνάση, για εγκατάσταση διυλιστηρίου στην Πάχη Μεγάρων και επενδύσεις 600 εκατομμυρίων δολαρίων εκ μέρους του. «Τον Νοέμβρη του 1971 ακυρώθηκε το ‘Σχέδιο Ω’. Η ακύρωση του ‘Σχεδίου Ω’ έγινε κοινή συναινέσει και αυτό φάνταζε απολύτως λογικό: Η χούντα έδωσε στον Ω ως «αποζημίωση» 7.000.000 δολάρια, δίχως να την υποχρεώνει καμιά σχετική «συμβατική υποχρέωση», 2 εκατομμύρια δολάρια παραπάνω από το δώρο του Ωνάση στη χούντα στο πραξικόπημα, που της είχε κάμει. «Έτσι, για τα πρώτα της έξοδα» (ό.π. σελ. 32).
Φυσικά η υπαναχώρηση του Ωνάση από τη σύμβαση για το διυλιστήριο, οφείλεται και στην ηρωική αντίδραση και αντίσταση των Μεγαρέων κατά της κατασκευής του στην Πάχη. Οι δολοπλοκίες του Ωνάση και οι τρικλοποδιές του κατά των Ανδρεάδη – Λάτση, ομογάλακτων αλλά αντιπάλων του, έχουνε εξαιρετικό ενδιαφέρον και κυρίως ο ανταγωνισμός τους για την εύνοια της χούντας.
Ο Παπαδόπουλος δεν απογοήτευσε ποτέ τον Ωνάση, απόδειξη η μακρά διάρκεια της παραμονής του στη βίλα του, ενώ η Δέσποινα, κάνει με λεφτά της Ολυμπιακής, δωρεές 200.000 δραχμών στις Μητροπόλεις Θηβών και Χαλκίδας και στο Ορφανοτροφείο Χαλκίδας.
Αλλά αυτή η περιβόητη βίλα Ωνάση έχει πολλές πλευρές:
«Μελετώντας το ανακριτικό υλικό που συγκεντρώθηκε στη μεταπολίτευση για το «τρίτο διυλιστήριο» ο δημοσιογράφος-ερευνητής Γ.Θ. Κρεμμύδας έφτασε σε μια άλλη πτυχή της υπόθεσης «βίλα Ωνάση». Έγραψε: ‘Από την ανάκριση είχε διαπιστωθεί ότι ο Ωνάσης είχε ιδρύσει την εταιρεία «Ράουσον» με έδρα τον Παναμά και μοναδικό περιουσιακό στοιχείο τη βίλα. Είχαν εκδοθεί 1.100 μετοχές της εταιρείας αυτής, που ο Ωνάσης τις είχε προσφέρει στον Παπαδόπουλο. Έτσι, με τη δωρεά που έγινε με τον τρόπο αυτό, δεν καταβλήθηκε φόρος μεταβίβασης στο Δημόσιο… νομότυπα!» (ό.π. σελίδα 34. Κρεμμύδας 1984: σελ. 18).
Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στο χουντοωνάσιο άγος. Αλλά σε λίγο τελειώνουμε μ’ αυτό για να πάμε και παραπέρα.
Μετά την απελευθέρωση του Μίκη Θεοδωράκη με παρέμβαση του Ζαν Ζακ Σερβάν-Σρεμπέρ, ύστερα από αποτυχημένες προσπάθειές του για απελευθέρωση του Σάκη Καράγιωργα και του Ελληνογάλλου δημοσιογράφου Γιάννη Σταράκη, καταδικασμένων από τη χούντα, με αντάλλαγμα ευμενή κατάθεσή του υπέρ της χούντας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, και συνάντησή του με τον Ωνάση στο Σκορπιό, ο Ωνάσης αφηγείται μεταξύ άλλων πως του είπε:
«Τρελός είσαι να ζητάς να απελευθερωθούν αυτοί που είναι καταδικασμένοι με αποφάσεις δικαστηρίων. Αυτοί που έβαζαν βόμβες; … Κύριε Σρεμπέρ, υπεράνω όλων είναι η ελευθερία και η ανεξαρτησία του έθνους μας. Όταν αυτά τα δύο κινδυνεύουν, αξίζει να γίνεται και θυσία μερικών ατομικών ελευθεριών» (ό.π. σελίδες 35-36. Βλέπε και Σόλων Γρηγοριάδης 2010: 505-509).
Λέγεται πως ο Ωνάσης αντέδρασε στη συνωμοσία της χούντας επί Ιωαννίδη στην Κύπρο, λέγοντάς του πως «αυτός (ο Μακάριος), μια ολόκληρη ζωή κουνάει το θυμιατήρι και λέει χίλιες φορές την ημέρα ‘άκουσον, Κύριε, και ελέησον, Κύριε…’. Ε, λοιπόν μια φορά αν τον ακούσει, εσείς ξοφλήσατε…» (ό.π. σ. 36, «Η Καθημερινή», 21.7.1982 σε άρθρο του Γ. Καράγιωργα). Αλλά ο Ιωάννίδης δεν τον άκουσε, πιεζόμενος, όπως αναφέρει ο συγγραφέας «από τον… επιτηρητή του στη CIA, τον Γκραστ Αμπρακώτος», (μάλλον για αβράκωτο πρόκειται Β.Σ.) (ό.π. σ. 34).
Ο κολλητός της χούντας Ωνάσης και υπέρμαχος της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας του έθνους μας, έστω και με «θυσία μερικών ατομικών ελευθεριών», ήταν αυτός που «κάποτε χαρακτήρισε τον Φράγκο τη μεγαλύτερη διάνοια του κόσμου και τον οποίο δημοσιεύματα του δυτικού Τύπου κατέτασσαν ανάμεσα στους βασικούς χρηματοδότες της γαλλικής νεοφασιστικής οργάνωσης ΟΑΣ» (ό.π. σελίδα 37).
Τα προηγούμενα εντάσσονται στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου με τον τίτλο: «Σκάνδαλα και διαφθορά» και τον υπότιτλο: «Λεφτά υπάρχουν για όσους ‘εθνικώς’ άρχουν. Υπάρχει και Ωνάσης…», σελίδες 23-37.
Ακολουθεί το δεύτερο υποκεφάλαιο με τον τίτλο: Μαζί έτρωγαν! Εκείνοι 406 εκατομμύρια από το «Τάμα» κι ο κόσμος «μαύρα κρέατα».
Το «Τάμα του έθνους», σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Εστία» στις 19.01.1974, είχε συγκεντρώσει στα Ταμεία του 453,3 εκατομμύρια δραχμές. Απ’ αυτά το 45,5 προερχόταν από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα 230 εκατομμύρια από δάνεια, και τα υπόλοιπα από οικειοθελείς ή και αναγκαστικές δωρεές. Από τα 453,3 εκατομμύρια όμως, απόμειναν στο Ταμείο μόνο 47,3 εκατομμύρια. Αυτά διατέθηκαν, λέει, σε δαπάνες «μελετών», διοίκησης και λειτουργίας, απαλλοτριώσεων και «προπαρασκευαστικών έργων». Τα 406 εκατομμύρια «‘ανελήφθησαν εις τους ουρανούς’ ή μάλλον παρελήφθησαν από τους χουντικούς ‘αποστόλους’ που έλεγχαν και επόπτευαν το όλο εγχείρημα. Ποιος ξέρει με τι ποσοστό καθένας…», λέει ο συγγραφέας και συνεχίζει: «Είχαν ‘φύγει’ στην… προθέρμανση της ανέγερσης 406 εκατομμύρια. Ποσό ίσο με το 44,4% των άμεσων φόρων που εισπράχθηκαν απ’ όλες τις Ανώνυμες Εταιρίες της χώρας κατά το 1969, και οι οποίοι ανέρχονταν σε 915 εκατομμύρια δραχμές» (ό.π. σελ. 40, «Οικονομική ιστορία του ελληνικού κράτους», 2011: 259).
Έτσι, η θεοσεβής «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» μάσησε για τα καλά όλο το ποσό του «Τάματος», που το θυμήθηκε και το ξέθαψε κι αυτό, «για το καλό του έθνους», ύστερα από 140 χρόνια. Το ιλιγγιώδες αυτό ποσόν των 406 εκατομμυρίων αναλώθηκε χωρίς να αφήσει επαρκή ίχνη, πλην 3.650.000 δραχμών που δόθηκαν σε επαίνους, προκειμένου να επιβραβευτούν οι λίγοι πρόθυμοι αρχιτέκτονες που είχαν πάρει μέρος στους τρεις διαδοχικούς σχετικούς διαγωνισμούς, ενώ, όπως σχολιάζουν «Τα Νέα» στις 26.01.1974, «και οι πιο ολιγόπιστοι θαύμασαν το γεγονός ότι με εντελώς κανονικό τρόπο αναλώθηκε ολόκληρο το τεράστιο αυτό ποσόν [Σ.τ.Σ. τα 406 εκατ. δραχ.] για ένα έργο του οποίου ακόμα δεν κατάφεραν οι υπεύθυνοι να έχουν ούτε το σχέδιο.
»Αυτά τουλάχιστον τα πράγματα και θαύματα μας πληροφορεί ο νέος Πρόεδρος του Ειδικού Ταμείου Ανεγέρσεως του Ιερού Ναού του Σωτήρος, ο κ. Αριστείδης Σκυλίτσης [Σ.τ.Σ. ο δήμαρχος του Πειραιά], ο οποίος έκθαμβος από τη διαπίστωση ότι είναι άδειο το ταμείο του Ταμείου, έσπευσε να ανακοινώσει προς το πανελλήνιο τον καταπληκτικό ισολογισμό του, που αποδεικνύει ότι είναι περίπου πανί με πανί και με χρέος προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων 230 εκατομμυρίων» κ.λπ. (ό.π. σελίδα 41).
Αυτά ανακοίνωσε ο χουντικός Σκυλίτσης, που σύμφωνα με το συγγραφέα είναι ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε το πουλί ως έμβλημα της χούντας.
Κατά τ’ άλλα, η ρεμούλα και η αρπαγή, πήγε γόνα και σ’ αυτό το τεράστιο ποσόν του ιερού «Τάματος» της χούντας.
Ακολουθεί η υπόθεση των κρεάτων. Τα «μαύρα» κρέατα, οι χρυσές δουλειές, οι προμήθειες και τα κέρδη σε συνάλλαγμα.
Διατεθήκανε «το ταχύτερον εις την αγοράν», με διαταγή του Παττακού το Σεπτέμβρη του 1972 κρέατα Αργεντινής σκούρου χρώματος.
Σε ρεπορτάζ του Γιάννη Καψή στον «Ταχυδρόμο» της 24ης 5ου 1974 με τίτλο «Τα ‘μαύρα κρέατα’ και η κάθαρση» αναφέρεται:
«Η διαφορά τιμής του ροδεσιανού κρέατος, από τις διεθνείς τιμές ήταν 200-300 δολάρια κατά τόνο. (Εκτός από την Αργεντινή εισάγανε κρέατα και από τη Ροδεσία. Β.Σ.). Και τη διαφορά αυτή την κέρδιζαν οι εισαγωγείς σε ελεύθερο συνάλλαγμα. Μόνον η εταιρία «Τσώνη ΑΕ» εισήγαγε 24.000 τόνους (με 20 φορτηγά σκάφη και 150 αεροπλάνα) και κέρδισε σε ελεύθερο συνάλλαγμα 4.700.000 δολάρια, που πουλήθηκαν με τιμή των 32 δραχμών κατά δολάριο. Καθαρό κέρδος 10 εκατομμυρίων περίπου».
Άλλη κομπίνα ήταν οι λαθραίες εισαγωγές κρέατος εκλεκτής ποιότητας, που πέρναγε ως κοινό και απαλλασσόταν από δασμούς.
Το καθεστώς Ιωαννίδη, στα πλαίσια της «λελογισμένης κάθαρσης», κάθισε στο σκαμνί του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών στο Ρουφ στις 5.06.1974 σαράντα άτομα.
Απ’ αυτούς δικάστηκαν ο υφυπουργός Εμπορίου της χούντας επί Παπαδόπουλου Μ. Μπαλόπουλος 3,5 χρόνια, ισοβίτης στη δίκη των πρωταίτιων του πραξικοπήματος, ο Ζ. Παπαμιχαλόπουλος 10 χρόνια και ο επιχειρηματίας Τσώνης 13 χρόνια (ό.π. σελ. 44-48).
Ο «μαύρος ταξίαρχος» πριν επιφέρει την κυπριακή καταστροφή με τρομερές συνέπειες και άγνωστη χρονική διάρκεια, επιδίωξε στα κρέατα «λελογισμένη κάθαρση», κάτι που δεν τόλμησε για το «Τάμα», θεωρώντας επικίνδυνες τις συνέπειες και για τη δική του κυριαρχία. Αναφερθήκαμε ως τώρα στα Ωνασιακά, στο «Τάμα» και στα κρέατα.
Ακολουθεί η πολιτεία Τοτόμη, που η ρεμούλα οργιάζει και πάει γόνατο που λένε, το περίφημο τρίο: Τοτόμης – Λαδάς – Ρουφογάλης, οι πληρωμένοι ξένοι δημοσιογράφοι και οι εφοπλιστές.
Μόνο τα χορηγηθέντα «θαλασσοδάνεια του Τοτόμη, διοικητή της ΕΤΒΑ, έφτασαν τα 454.050.000 δραχμές. Αυτός έπαιρνε ως προμήθεια μερικά εκατομμύρια από κάθε δάνειο που εξασφάλιζε.
Ανάλογη και η συμπεριφορά του Μιχάλη Μπαλόπουλου ως διοικητή του ΕΟΤ: Αυτός ενέκρινε δάνειο στην εταιρία «Α.Ε. Καναβός», για ανέγερση ξενοδοχείου 402.715.000 δραχμές, ενώ τα κεφάλαιά της ήταν μόνο 30 εκατομμύρια. Δηλαδή 13,4 φορές περισσότερα. Γενικά, τα «θαλασσοδάνεια» της χούντας είναι κάτι το αδιανόητο.
Όλοι οι καπαδόκες της, μηδέ του Ρουφογάλη εξαιρουμένου, που κάρφωνε τους άλλους στον Παπαδόπουλο, ούτε και του Παττακού, που έκανε το ίδιο, ενώ οι γαμπροί και συμπέθεροί του Παύλοι, ήταν βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στα αγύριστα «θαλασσοδάνεια», επιδίδονταν σ’ αυτό το όχι επιζήμιο γι’ αυτούς σπορ, της εξασφάλισης για τους ημετέρους τους τέτοιων δανείων.
Έτσι, και πάλι ο Μπαλόπουλος δια του ΕΟΤ, «φρόντισε να πάρουν 231.565.000 δρχ. οι «Ξενοδοχειακαί και Τουριστικαί Επιχειρήσεις Δωδεκανήσου». «Αλλεπάλληλοι εκδόσεις συνηγοριών εκ μέρους του ΕΟΤ χαρακτηρίζονται ως χαριστικαί», έγραψε η ΚΥΠ, δηλαδή ο Ρουφογάλης.
Αλλά και ο ινστρούκτορας της χούντας Βύρων Σταματόπουλος δεν πήγε πίσω. Έπραξε κι αυτός το κατά δύναμη: 36.450.000 δραχμές στην «ΑΕ Πάπυρος – Γραφικαί Τέχναι», παρά τη δυσμενή γνωμάτευση της ΚΥΠ (οικονομική στενότης δια συμμετοχή, ανεπάρκεια ασφαλειών, υψηλόν ύψος χρηματοδοτήσεως), αλλά και 24,5 εκατομμύρια στην «Βιομηχανία Γραφικών Τεχνών και Δημοσιότης Α.Ε.», ενώ η ΚΥΠ ανάφερε στον Παπαδόπουλο: «Δυσμενείς πληροφορίαι φερεγγυότητος, αδυναμία συμμετοχής, ανεπάρκεια ασφαλειών». Σύνολο 60.950.000 (ό.π. σελ. 54).
Κατά δημοσίευση δε του φιλοχουντικού «Ελληνικού Βορρά» της Θεσσαλονίκης, ο ελληνικός λαός γνώριζε πολλούς και εκεί και στην Αθήνα και αλλού «που συνέπηξαν εταιρείαν περιορισμένης ευθύνης, δηλαδή εταιρείαν 200.000 δραχμών, και επήραν δάνεια εκατό και διακοσίων εκατομμυρίων» (ό.π. σελίδες 59-60).
Πακτωλός χρημάτων διατέθηκε από τη χούντα για την προβολή της στο εξωτερικό με την εξαγορά δημοσιογράφων.
Μόνο στο Γραφείο Δημοσίων σχέσεων του Μόρις Φρέιζερ του Λονδίνου, «ένα από τα πολλά του εξωτερικού που συνεργάσθηκε η χούντα», διατέθηκαν 100.000 λίρες, με σύμβαση που υπογράφτηκε κρυφά την 1.01.1968, για πληρωμένα άρθρα στο διεθνή Τύπο και προσπάθεια επηρεασμού ξένων πολιτικών και άλλων προσώπων του Τύπου, της διανόησης και των Τεχνών, υπέρ της χούντας.
Έτσι, σε έκθεση αυτού του Γραφείου προς τον Παπαδόπουλο, αναφέρονται μεταξύ άλλων, πως «ένας Άγγλος, μέλος του Κοινοβουλίου, εργάζεται παρασκηνιακά για να επηρεάσει άλλα μέλη του Κοινοβουλίου». Αποστάλθηκαν πέντε Βρετανοί οικονομικοί συντάκτες στην Ελλάδα, που έγραψαν «ιδιαίτερα ευνοϊκά άρθρα για την οικονομική κατάσταση» στη χώρα, «πέντε Γάλλοι οικονομικοί συντάκτες που θα γράψουν», στείλανε έξι Άγγλους βουλευτές το Σεπτέμβρη του 1968 για την παρωδία του «δημοψηφίσματος» του χουντικού «Συντάγματος», και υπολόγιζαν για «30 τουλάχιστον άτομα βαρύνουσας γνώμης».
Ήταν σ’ επαφή με τον Δρ. Πουτκάμερ, προσωπικό βοηθό του τότε υπουργού εξωτερικών της Δ. Γερμανίας Βίλυ Μπραντ, που του ζήταγε να του επιτρέψει να επισκεφθεί την Ελλάδα, συνέντευξη του τότε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας στον εκδότη του ευρωπαϊκού περιοδικού «Μπάνκερ», δημοσίευση πολύ επαινετικού άρθρου για την Ελλάδα της χούντας στην «Ντέιλι Τέλεγκραφ» του Λονδίνου, και έστειλαν στην Αθήνα έξι Γερμανούς οικονομικούς συντάκτες (ό.π. σελ. 67-69).
Μελλοντικοί στόχοι τους, να φέρουνε στην Ελλάδα Γερμανούς τραπεζίτες και εξακολούθηση της «προσπάθειας για τη μετάδοση προγραμμάτων από τη γερμανική τηλεόραση, με σκοπό να επηρεάσουμε τους Έλληνες της Δυτικής Γερμανίας», μυστική προώθηση του διευθυντή του Γραφείου Φρέιζερ «στη Σκανδιναβία στη θέση ενός φίλου, εκδότη της μεγαλύτερης εβδομαδιαίας εφημερίδας στην αγγλική, που εκδίδεται στη Σκανδιναβία, με σκοπό να πετύχουμε τη δημοσίευση ευνοϊκών άρθρων. Αυτή τη στιγμή επιχειρούμε μέσω τρίτων την επαφή με μια σημαντική προσωπικότητα του BBC, με σκοπό τη μείωση, από εδώ και εμπρός της εχθρικής στάσεώς του» (ό.π. σελίδα 69).
Αυτά είναι τα έργα ενός μόνο Γραφείου, από τα πολυάριθμα που χρησιμοποιούσε η χούντα στο εξωτερικό, στην προσπάθειά της να εδραιωθεί και να μειώσει την κακή φήμη της.
Τότε δημοσιεύτηκε και κατάλογος Γερμανών δημοσιογράφων, που ο καθένας τους έπαιρνε 1.000 μάρκα για κάθε φιλοχουντικό άρθρο του στον γερμανικό τύπο. Δημοσιεύονται τα ονόματα έντεκα. Όλοι αυτοί οι «λαδωμένοι» ήταν ακροδεξιά στοιχεία, οι περισσότεροι μέλη του βαυαρέζικου CSU (Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος του Γιόσεφ Στράους), που τις μόνιμες επαφές με αυτό τις είχε ο Γιάννης Ροδινός Ορλάνδος, άνθρωπος του Μακαρέζου.
Και ένας Φώτης Γκούρας, είχε ιδρύσει τότε στο Μόναχο την Ελληνική Χριστιανοκοινωνική Ένωση, κέντρο χουντικής προπαγάνδας.
Σχετικές αποκαλύψεις έκαμε τότε ο «Spiegel”, αναφερόμενος σε ένα μυστικό ετήσιο κονδύλι 4.000.000 δραχμών το χρόνο, για το φτιάξιμο του προφίλ της χούντας (ό.π. σελίδες 70-71).
Η χούντα φρόντιζε και για το μέλλον της. Με το Ν.Δ. 802/71 παράγραφε η ίδια τα εγκλήματά της για τα οποία δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη «άμα τη συγκροτήσει» της μελλοντικής Βουλής, όπως πρόβλεπε το πρώτο άρθρο αυτού της του διατάγματος.
Παπαδόπουλος προς εφοπλιστές:
«Έλθετε προς ημάς και θέσατε τι θέλετε. Εκ προοιμίου σας βεβαιώ ότι η κυβέρνησις θα σας το δώσει. Συγκροτήσατε επιτροπήν, προσλάβατε επιστήμονας, ζητήσατε να σας δώσουν αντιπροσώπους του κράτους, επεξεργαστείτε τους θεσμούς και παν ό,τι άλλο απαιτείται».
Στην Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών το Μάρτη του 1968 και σε ανταπόδοση, η ΕΕΕ τον ανακήρυξε ισόβιο πρόεδρό της (ό.π. σελίδα 83).
Παρά το σβήσιμο των χρεών των αγροτών, με την καθήλωση των τιμών των προϊόντων τους η επιβίωσή τους στην ελληνική ύπαιθρο έγινε προβληματική και στράφηκαν εκ νέου σε καινούργια εξωτερική μετανάστευση ή στην εσωτερική μετανάστευση, με τη διαρκή κίνηση του πληθυσμού της υπαίθρου προς τα αστικά κέντρα.
Στο υποκεφάλαιο «Ένοπλες δυνάμεις», σελίδες 108-109, παρατίθεται στην αρχή απόσπασμα κειμένου του καθηγητή Θ. Κουλουμπή, από 21.4.1972, στη σελίδα 108, που αναφέρει:
«Από τις συζητήσεις που έκανα μέχρι τώρα με ηγέτες και στελέχη, επισημαίνω τις ακόλουθες τάσεις: 1) Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν τους συνταγματάρχες και, επίσης, είναι αυτές που τους ανέβασαν στην εξουσία. 2) Οι συνταγματάρχες δεν έχουν πρόθεση να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία. 3) Ο τιμάριθμος ανεβαίνει. 4) Οι ένστολοι όλων των ειδών ευημερούν. 5) Οι εργάτες και οι μικροί επιχειρηματίες δεν είναι ευτυχείς. 6) Η διαφθορά καλπάζει…».
Και στην επόμενη σελίδα 109, ο συγγραφέας:
«Η Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΣΑ) του Ιωαννίδη είχε αναχθεί σε κεντρικό μηχανισμό καταστολής, φθάνοντας τον αριθμό των 25.000 οπλιτών και αξιωματικών και αντιπροσωπεύοντας το 16% περίπου του στρατεύματος (ό.π. σελ. 109 σημ. 83. Χαραλάμπης 1985: 308).
»Οι Εσατζήδες έφτασαν τους 25.000 σε μια χώρα στην οποία το 1973 δεν ξεπερνούσαν τις 14.935 οι καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τις 16.984 οι γιατροί» (Ιστορικό Λεύκωμα «Καθημερινής», τόμος για το 1973, σελ. 167).
Δηλαδή οι ΕΣΑτζήδες, άξιοι μιμητές των ES ES στα βασανιστήρια και όχι μόνο, ήταν σχεδόν διπλάσιοι και από τους καθηγητές και από τους γιατρούς, υπό την διεύθυνση των χτηνανθρώπων Ιωαννίδηδων, Θεοφιλογιαννάκων και άλλων.
Ακολουθεί η περιγραφή της ακαταλόγιστης κατασκευής ξενοδοχείων και των εκπλειστηριασμών τους και το κεφάλαιο 3: Συμβάσεις, αναθέσεις, ανταγωνισμοί.
Ενώ ο Μακαρέζος δηλώνει: «Δια πρώτην φοράν εις την οικονομικήν ιστορίαν της Ελλάδος παρατηρείται τόση προθυμία εις επενδύσεις ξένων κεφαλαίων», ο Ρόμπερ Μ. Άλαν, υπεύθυνος για το «πρόγραμμα» της Litton στην Ελλάδα, γνωστής από τις σκανδαλώδεις συμβάσεις της με την Ελλάδα της χούντας, πολλαπλά επιζήμιες για τη χώρα, δηλώνει επίσης στο περιοδικό «Ramparts» το Δεκέμβρη του 1968:
«Το κέρδος μας είναι φυσικά δυσανάλογα μεγάλο, διότι δεν έχουμε κάμει βασική επένδυση» (ό.π. σελίδα 131).
Αυτή η Litton μάσησε με χίλιες μασέλες από τις συμβάσεις της με τη χούντα, που κάθε μήνα της υπόβαλε λογαριασμό για τα έξοδά της, συν κέρδος 11% και τα εισέπραττε σε 15 ημέρες.
Και όταν «λύθηκε» αυτή η σύμβαση, που είχε προκαλέσει ακόμα και αντιδράσεις Αμερικανών γερουσιαστών, η χούντα με ανακοίνωσή της της 15ης 10ου 1969, δήλωσε πως: «Αι ελληνικαί υπηρεσίαι είναι εις θέσιν να συνεχίσουν άνευ ειδικής εξωτερικής βοηθείας τας προσπαθείας δια την ανάπτυξιν» (ό.π. σελίδα 135).
Και ο συγγραφέας, αμέσως μετά, στην ίδια σελίδα, σχολιάζει: «Αυτή ήταν η επίσημη, γελοιωδέστατη ‘αιτιολόγηση’ της λύσης της σύμβασης με την Litton. Το φιάσκο παρουσιαζόταν ως… ολοκλήρωση της αποστολής!…
»Η Litton που επί δύο χρόνια τσέπωνε δημόσιο χρήμα για επενδύσεις… αόρατες, θα εισέπραττε το 11% ακόμη και στο τέλος του… τέλους!». Επενδύσεις που ποτέ δεν έκαμε.
Και παραθέτει την τελευταία σχετική δήλωση της χούντας: «Η κυβέρνησις θα αποκαταστήσει επί των τερματισμώ της συμβάσεως άπασας τας δαπάνας της Λίττον, τας πραγματοποιουμένας υπ’ αυτής κατά την περίοδο τερματισμού ή οιασδήποτε παρατάσεως ταύτης…» (ΦΕΚ Α/268), ό.π. στην ίδια σελίδα).
Ο Αμερικανός εργολάβος Ρόμπερτ Μακντόναλντ υπόγραψε στις 29.10.1968 σύμβαση με τη χούντα, για την κατασκευή της Εγνατίας οδού που θα ένωνε Ηγουμενίτσα-Θεσσαλονίκη-Τουρκία, έργο που προϋπολογίστηκε 150.000.000 δολάρια, 45 από τα οποία θα ήταν η συμμετοχή του ελληνικού κράτους.
Έλληνες υπεργολάβοι θα διεκπεραίωναν το έργο. Ο Μακντόναλντ θα φρόντιζε για δάνεια και μελέτες, με αμοιβή 14% επί των εξόδων.
Εάν το ποσόν δεν επαρκούσε θα έβρισκε επιπρόσθετη χρηματοδότηση ή «να θεωρηθεί εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις δολάρια ΗΠΑ 150.000.000» (ό.π. σελίδα 136).
Ενώ ο Μακντόναλντ δεν εισήγαγε στην Ελλάδα ούτε ένα δολάριο, η χούντα κατάθεσε σε ελβετικές τράπεζες ομόλογα αξίας 105.000.000 δολαρίων, ποσό ίσο με αυτό που θα εισήγαγε ο Μακντόναλντ και του έδωσαν και άλλα 33,4 εκατομμύρια δολάρια σε ομόλογα, «υπογραμμένα από τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών Ανδρουτσόπουλο – μελλοντικό πρωθυπουργό του Ιωαννίδη» (ό.π. σελίδα 136).
Ο… «εργολάβος» πήρε και μετρητά 4,8 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το Δημόσιο ζημιώθηκε συνολικά 1,4 δις δραχμές, συμπεριλαμβανομένης και της κοινοπραξίας ελληνικών εταιριών το 1972, χωρίς δημοπρασία, που αγόρασε τα «δικαιώματα» του Μακντόναλντ και έλαβε ως εγγύηση ομόλογα 23,8 εκατομμυρίων δολαρίων και προκαταβολή σε μετρητά 175 εκατομμύρια δραχμές.
Σχετικά έγραψε την άνοιξη του 1975 (21.05.1975) ο «Ταχυδρόμος», σε άρθρο του Θ. Οικονόμου, με τον τίτλο «Για ποιον δούλευε το μυστρί του Παττακού»:
«Με τα λεφτά που έφαγε ο Μακντόναλντ, που πήρε η κοινοπραξία και με τις προσαυξήσεις λόγω τόκων, το Ελληνικό Δημόσιο έχει υποστεί ως τώρα ζημιά από το «έργο» της Εγνατίας 1.372.000.000 δραχ.! Και κάθε μήνα το δημόσιο επιβαρύνεται με 4.000.000 δραχ., εκτός του ότι οι τιμές της Κοινοπραξίας είναι τουλάχιστον 20% ανώτερες από τις τρέχουσες» (ό.π. σελίδα 137).
Ακολουθεί η σύμβαση με τη Nestle, 16.10.1972, για την κατασκευή δύο εργοστασίων γάλακτος, που στην πραγματικότητα ήταν «κλοτσιά στην καρδάρα με το γάλα» (σελ. 143), που κατάληξε σε 30% ακριβότερο διατηρημένο γάλα.
Όσο για τη σύμβαση του Μόρνου για την ύδρευση της Αθήνας, αυτή που είχε γίνει αρχίζοντας προδικτατορικά από κοινοπραξία έμπειρων Ελλήνων τεχνικών, την αρτιότητα της οποίας δεν αμφισβήτησε ο Μακαρέζος στο βιβλίο του, και το κόστος της είχε προϋπολογιστεί σε 4 δις δραχμές, με περάτωση του Δεκέμβρη του 1975, πετάχτηκε από τη χούντα στα σκουπίδια. Αυτή αγκαζάρισε τη γερμανική εταιρία Lahmeyer για το φράγμα και για το υδραγωγείο τη γαλλική Gersar, με 12,5 δις δραχμές κόστος, δηλαδή 212% ανατίμηση (ό.π. σελίδες 146-149).
Σύμβαση επένδυσης 34 εκατομμυρίων δολαρίων με την αυστριακή Steyr Daimler Puch το 1972 για τη δημιουργία εργοστασίου τρακτέρ, φορτηγών αυτοκινήτων, μοτοποδηλάτων, μοτοσυκλετών κ.λπ., σε τεράστιους αριθμούς, κατέληξε, σύμφωνα με τον καθηγητή Σπύρο Ζευγαρίδη «σε αδρομολόγητη και αφορολόγητη εισαγωγή έτοιμων προϊόντων, που παρ’ όλα αυτά πωλούνται στις ίδιες τιμές με τα κανονικά εισαγόμενα» (ό.π. σελίδα 151).
Ακολουθεί η επιβράβευση κρατικοδίαιτων μηχανικών και αρχιτεκτόνων και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, με χουντικούς νόμους και ύμνους.
Όταν τον Απρίλη του 1973, ο αρχηγός της χουντικής ΚΥΠ ταξίαρχος Μιχ. Ρουφογάλης «ενώθηκε επισήμως» δι’ αρραβώνος με την κ. Ρούνικ, την επιλεγόμενη Ντέλλα, και το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς παντρεύτηκαν, ολόκληρη η οικονομική ελίτ της χώρας και σύμπασα η χούντα ήταν παρούσες σε αυτά τα δύο «εξαιρετικά» κοσμικά γεγονότα, που αφορούσαν έναν άνθρωπο «κλειδί» για τις δουλειές τους.
Η ίδια η νύφη περιγράφει:
«Καινούργια δώρα, καινούργιες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ’ όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια από την Αλάσκα καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω. Γεμίζω μια βαλίτσα με όλες τις σπάνιες λιχουδιές και πηγαίνω στη Βέροια. Μου το ζήτησαν επίμονα οι γονείς μου από το τηλέφωνο» (ό.π. σελίδα 168).
Οι προσκεκλημένοι, γνωστά τζάκια και οι καραβανάδες της χούντας, είναι αυτοί που εργολαβία 165 εκατομμυρίων δραχμών, τη φτάσανε στα 5,7 δις και άλλη 26 εκατομμυρίων, χρειάστηκε 500 εκατομμύρια για να ολοκληρωθεί. Η ρεμούλα, η κραιπάλη και η αρπαγή είναι χωρίς προηγούμενο.
Τεράστιο ήταν και το κύμα φυγής, η νέα μετανάστευση, τον καιρό της χούντας. Η ανακοίνωση του Μακαρέζου στις 28.12.1967, για «δημιουργία 350.000 περίπου ευκαιριών απασχολήσεως», τα χρόνια 1968-1972 κατάληξε στη μετανάστευση 392.218 Ελλήνων εργατών στο εξωτερικό (κυρίως στη Δυτική Γερμανία), για δουλειά σ’ όλη τη διάρκεια της χούντας, αφαιρουμένων των παλινοστησάντων την ίδια περίοδο, 158.701, έχουμε καθαρή μετανάστευση 233.517 άτομα, και μόνο 9.000 «ευκαιρίες απασχολήσεως» σε όλη τη χουντική περίοδο. Δηλαδή πραγματοποιήθηκαν οι χουντικές υποσχέσεις μόνο κατά 2,6%, ενώ έχουμε άνοδο του τιμάριθμου, στασιμοπληθωρισμό (στασιμότητα στις οικονομικές συναλλαγές και πληθωρισμό) και γενικό φρενάρισμα της ανόδου των αποδοχών.
Μετά τον Γ. Παπανδρέου, που το 1964 δήλωνε στη Βουλή πως «αναγνωρίζομεν το δικαίωμα των πορειών, εάν επρόκειτο να συμβαίνουν σπανίως», και «δηλώ ότι στο εξής θα γίνονται εις το πεζοδρόμιον», ο Μακαρέζος, γράφοντας το βιβλίο του στη φυλακή συμπληρώνει: «Ολοσχερής επιτεύχθηκε εξάλειψη, από την οικονομική και κοινωνική ζωή, των γενεσιουργών αιτιών της ανωμαλίας, των ταραχών, των απεργιών».
Ο συγγραφέας αναφέρεται στις… «κοινωνικές» επιδιώξεις της «εθνοσωτηρίου» («επαναστάσεως»), που «κάνει μετάσταση στην εποχή των ‘σωτηρίων’ μνημονίων», παραθέτοντας ως μότο στην κεφαλίδα του υποκεφαλαίου το εξής απόσπασμα από το Πενταετές Σχέδιο, 1968-1972, του υπουργείου Συντονισμού:
«Δια την βελτίωσιν της κινητικότητος της εργασίας […] προβλέπεται η λήψις των κάτωθι μέτρων: […] Απαλλαγή της επιχειρήσεως εις σημαντικόν βαθμόν εκ των ισχυόντων περιορισμών απολύσεως πλεονάζοντος προσωπικού και μείωσις των καταβαλλομένων αποζημιώσεων. Μακροχρονίως πρέπει να αντιμετωπισθεί σημαντικός περιορισμός καταβολής αποζημιώσεως εις απολυμένους» (ό.π. σελίδα 225).
Και παρακάτω: «Η κατάργηση του οκταώρου, τα ωράρια-λάστιχο, η αντεπίθεση των εμποροϋπαλλήλων το 1973» (ό.π. σελίδες 227-237).
Τα δυστυχήματα επί χούντας στους τόπους της δουλειάς, πολλαπλασιαστήκανε και ήταν πολυπρόσωπα. Π.χ.: Ναυπηγεία Ελευσίνας στις 6.04.1972, εννέα άνθρωποι καταπλακώθηκαν από υπό συναρμολόγηση γερανογέφυρα 400 τόνων απ’ τους οποίους δύο ήταν Γερμανοί μηχανικοί. Η γερμανική εταιρία Krupp είχε αναθέσει τη συναρμολόγησή της στην ελληνική Βιέξ.
Στις 14.01.1974, στις εγκαταστάσεις της ΔΕΗ στη Μεγαλούπολη σκοτώθηκαν δέκα άνθρωποι, που πέσανε από ύψος 130 μέτρων, στο εσωτερικό καπνοδόχου που θα γινόταν 180 μέτρα.
Αλλά το δραματικότερο απ’ όλα ήταν στις 15.11.1972 όταν το πελώριο δεξαμενόπλοιο του Νιάρχου «World Hero» («Παγκόσμιος Ήρωας») «στις τρεις και τέταρτο το μεσημέρι, πέντε μίλια από τις ακτές του Παλαιού Φαλήρου… έπεσε πάνω σ’ ένα πολύ μικρότερο αρματαγωγό σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού, το «Μέρλιν». Σχεδόν το έκοψε στα δύο. Σε ένα δεκάλεπτο το «Μέρλιν» είχε βυθιστεί μαζί με τους 44 από τους 58 ανθρώπους που επέβαιναν σ’ αυτό».
Ήταν όμως πλοιοκτήτης του «Παγκόσμιου Ήρωα» ο Σταύρος Νιάρχος κι έτσι το θέμα κουκουλώθηκε κι «ούτε γάτα ούτε ζημιά», με θύματα 44 άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού, αξιωματικούς και οπλίτες (ό.π. σελίδες 244-245).
«Από το 1958 μέχρι το 1967, ο αριθμός των θανάτων από εργατικά ατυχήματα εκυμαίνετο από 20 έως 40 το χρόνο. Το 1968 ξεπέρασαν τους 70, το 1969 τους 100 και το 1970 έφθασαν τους 141». «Οικονομικός Ταχυδρόμος» 10.1.1974.
Στο κεφάλαιο αυτό συμπεριλαμβάνεται η, από το χουντικό Γενικό Επιτελείο Στρατού, με αρχηγό τον Οδυσσέα Αγγελή, διάλυση όλων των εργατικών σωματείων και συνδικάτων, παντοειδών συλλόγων, εξωραϊστικών και αθλητικών, ποδοσφαιρικών ομάδων κ.λπ. και κατάσχονται οι όποιες κινητές και ακίνητες περιουσίες τους.
Ακολουθεί το κεφάλαιο 5: «Το ελληνοχριστιανικό κοινωνικό κράτος» α) Η Διεθνής Συνομοσπονδία Συνδικάτων κάνει βούκινο τα «κλέη» της χούντας (ό.π. σελίδες 239-277).
Και 6ο και τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο: «Τα γερά χαρτιά, η κατάρρευση (1973-1974), η επόμενη μέρα», (σελίδες 279-322), που περιλαμβάνει τα εξής υποκεφάλαια: Επτά καυχήματα της επταετίας: αλήθειες και ψέματα, Το Βατερλό του 1973-1974: Οι αιτίες, τα συμπτώματα, η διαμάχη διαρκείας Μακαρέζου-Μαρκεζίνη, Μια ομολογία στο αυτί του αρχιεπισκόπου (Αμερικής) και δύο ετεροχρονισμένοι μύθοι. Μετά το 1974: από τον ελεήμονα Λάτση στον συνεπή Παναγιώταρο.
Ακολουθεί ο Επίλογος (σελίδες 323-329) Περί διαφθοράς «γενιάς Πολυτεχνείου» και άλλων δαιμονίων. Και τελειώνει με τρεις σελίδες (331-333) Βιβλιογραφία.
Ως προς το ότι η χούντα άφησε φεύγοντας το 1974 κατά τους οπαδούς και νοσταλγούς της μηδέν δημόσιο χρέος, ο Ν. Μακαρέζος, τον Απρίλη του 1974 είπε στον αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο, πως «δεν αποκλείεται επανάστασις, αυτήν την φορά προερχομένη εκ του λαού» και πως «κατά τους μετριώτερους υπολογισμούς η Ελλάς προ του Σεπτεμβρίου θα χρειασθεί ποσόν 1.800.000.000 δολαρίων, δια να δυνηθεί να αποφύγει την κήρυξιν χρεοστασίου» (ό.π. σελ. 303).
Η εξέλιξη του δημόσιου χρέους, στην περίοδο 1960-1966, αυτό αυξανόταν, «παραμένοντας όμως κάτω του 20% του ΑΕΠ» (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν). Επί δικτατορίας έφτασε το 1972 το 26,77 του ΑΕΠ. Ο ετήσιος μέσος όρος 1967-1973 ήταν 24,54% και το 1974-1977 κινήθηκε με μέσο όρο 23,51%, περίοδος της πρώτης διεθνούς οικονομικής (πετρελαϊκής) κρίσης της δεκαετίας.
Το δημόσιο έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, προδικτατορικά, από 3% το 1960-1962, μειώθηκε στο 2,1% το 1966. Επί χούντας έφτασε το 4,8% το 1972 και το 1974 έκλεισε με 4,4%.
Στη μεταπολίτευση μειώθηκε στο μισό το ειδικό βάρος της δανειοδότησης από το εξωτερικό για την κάλυψη των ελλειμμάτων δημοσιονομικής διαχείρισης. Επί χούντας ήταν 30,5% και στην πενταετία 1975-1979, 15,7% (ό.π. σελίδες 304-305).
Αυτά είναι τα επίσημα στατιστικά επιστημονικά δεδομένα. Το δημόσιο χρέος, από κάτω του 20% επί του ΑΕΠ προδικτατορικά, επί δικτατορίας έφτασε το 26,77 το 1972 και ο ετήσιος μέσος όρος 1967-1973 ήταν 24,54%. Δηλαδή επί χούντας η αύξηση ήταν τεράστια.
Όσο για το δημόσιο έλλειμμα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, το προδικτατορικό 2,1% η χούντα το έφτασε στο 4,8%. Δηλαδή ήταν κι αυτό τεράστιο. Πολύ πάνω από το διπλασιασμό. Από 2,1% σε 4,8%. Δηλαδή 2,7% επάνω.
Και ο συγγραφέας τονίζει: «Ο μύθος της συνετής χουντικής διαχείρισης ‘φύτρωσε’ δεκαετίες αργότερα, επί μνημονίων, όταν το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα εξελίχθηκαν σε επίκεντρο των πάντων» (σελ. 306).
Και διευκρινίζει πως η χούντα κερδίζει τη δεύτερη θέση σε διαγωνισμό μυθοπλασίας σχετικά με το δημόσιο χρέος, γιατί την πρώτη την κερδίζουν οι νεοφιλελεύθεροι που λένε πως «η χώρα δεν θα αντιμετώπιζε σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα αν παρέμενε στην πρωθυπουργία για μερικά χρόνια (ή μερικές δεκαετίες) ακόμη ο… Κ. Μητσοτάκης», που πήρε το δημόσιο χρέος το 1990 στο 69,9% επί του ΑΕΠ και το παρέδωσε σε τριάμισι μόλις χρόνια, το 1993, στο 111,6%, δηλαδή αυξημένο κατά 40 ποσοστιαίες μονάδες, που το ΠΑΣΟΚ στην επταετία 1982-1988 το είχε αυξήσει κατά 35 μονάδες.
Χρειάζεται λοιπόν απύθμενο θράσος, όταν δεν πρόκειται για αδαείς που καταναλώνουνε άκριτα χοντροειδείς μπαρούφες, των διάφορων Στέλιων Ράμφων, ενώπιον ακροατηρίου του «Ποταμιού» του Σταύρου Θεοδωράκη, κάποιος Γ. Σπηλιώτης στη μέση ποιητικής συλλογής (αχταρμά) και κάθε άλλος χουντικός, χρυσαυγίτης ή «κοινοβουλευτικός» αλα Άδωνι Γεωργιάδη, σας διαβεβαιώνουν για το αντίθετο.
Στο βιβλίο περιέχονται 26 στατιστικοί πίνακες με στοιχεία της εποχής, έγκυρων επιστημονικών πηγών, όπως η «Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους, ΕΣΥΕ, ΣΕΒ, Καζάκος, European Communities, Eurostat, Statistics Luxembourg», ΥΠΕΘΟ, Υπουργείο Εργασίας και International Labour Organization.
Το έργο αυτό του Διονύση Ελευθεράτου φωτίζει όσο λίγα την εποχή της χούντας. Πρόκειται για πολύ αξιόλογο πολιτικό και οικονομικό έργο, που παρά την εξαιρετική σοβαρότητά του και τη διαχρονική σημασία και αξία του, δεν του λείπει και το κεφαλονίτικο – ληξουριώτικο – λασκαράτειο χιούμορ, από το οποίο εμφορείται, και λόγω ιδιαίτερης τοπικής καταγωγής, ο συγγραφέας.
Βαγγέλης Σακκάτος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών