Macro

Εθνική παρανόηση

Την ώρα που στην ευρωβουλή εξελισσόταν η κοινή πρωτοβουλία, όλων των ομάδων και των ελλήνων ευρωβουλευτών, για την υιοθέτηση ψηφίσματος υπέρ της απελευθέρωσης των δύο ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνται στην Αδριανούπολη, στην Αθήνα ο τομεάρχης εξωτερικών της ΝΔ έκανε, με αφορμή τον ισχυρισμό της τουρκικής πλευράς ότι τα Ίμια αποτελούν τουρκικό έδαφος, μια εξαιρετικά προβληματική δήλωση: αφού απέρριψε, όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό τον ισχυρισμό, δεν παρέλειψε να επιρρίψει ευθύνες και στην ελληνική κυβέρνηση για την έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας.
Ήταν άλλη μια εκδήλωση της τακτικής που εφαρμόζει εδώ και μήνες η ΝΔ, να εσωτερικεύει τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εντάσσοντάς τα άμεσα στο πεδίο της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση. Όχι με τον συνήθη τρόπο, δηλαδή με τη σαφή δήλωση της διαφορετικής θέσης όταν υπάρχει, αλλά με την αναφορά στην ανικανότητα της κυβέρνησης να χειριστεί τέτοια σοβαρά ζητήματα.

Εσωτερίκευση της εξωτερικής πολιτικής

Είδαμε αυτή την επιχειρηματολογία να χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη ένταση στους χειρισμούς για το μακεδονικό. Ακούστηκαν βαριές κουβέντες, για ανίκανη και επικίνδυνη κυβέρνηση. Αλλά και στα ελληνοτουρκικά ακούσαμε τον αναπληρωτή εκπρόσωπο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ισχυρίζεται ότι ενέργειες της κυβέρνησης είναι αυτές που εντείνουν την τουρκική προκλητικότητα! Η αλήθεια είναι ότι το τελευταίο διάστημα που σοβάρεψαν τα πράγματα στο Αιγαίο, οι διατυπώσεις είναι πιο προσεκτικές (γι’ αυτό και προκαλεί αρνητική εντύπωση η δήλωση που αναφέραμε πιο πάνω). Δεν έχουν, πάντως, εκλείψει, γιατί πολλά στελέχη φαίνεται ότι κινούνται με κεκτημένη ταχύτητα.
Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί ότι παρόμοια στάση δεν έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όποια κριτική κι αν ασκούσαν σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, φρόντιζαν να μην υπερβαίνουν τα εσκαμμένα και να εμφανίζουν έτσι την εικόνα μιας χώρας στην οποία ακόμα και τα ου παικτά της εξωτερικής πολιτικής παίζονται στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Και τα κόμματα της αριστεράς, που κατά τεκμήριο έχουν ριζικότερες διαφορές στα ζητήματα αυτά, δεν τις προβάλλουν μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της εσωτερικής αντιπαλότητας, αλλά σαν αντίθεση στα ζητήματα γενικότερου προσανατολισμού της εξωτερικής πολιτικής. Και σήμερα, το ΚΚΕ για παράδειγμα, δεν διανοείται να επιρρίψει την ευθύνη για την ένταση στο Αιγαίο στην κυβέρνηση και τους χειρισμούς της ή να την χαρακτηρίσει ανίκανη ή ενδοτική, παρά το γεγονός ότι της ασκεί κριτική για επικίνδυνη πρόσδεση στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

Το μολυσματικό συμβάν

Αυτή η στάση της ΝΔ απαιτεί μια ερμηνεία. Δεν είναι μόνο η γενικότερη στροφή της υπό την επιρροή της δεξιάς και εθνικιστικής πτέρυγάς της, η οποία την ωθεί να θεωρεί επικίνδυνη εθνικά κάθε πρωτοβουλία συνεννόησης και επίλυσης προβλημάτων με γειτονικές χώρες. Ούτε μόνο η διάθεσή της να μην αποκοπεί από ένα εκλογικό κοινό, που βρίσκεται υπό την επήρεια μιας κινδυνολογικής και φοβικής ρητορικής. Είναι, περισσότερο, η άρνηση εκ μέρους της σημερινής ηγεσίας της να αποδεχτεί ότι είναι δυνατόν να αποφασίζει για τέτοια κρίσιμα ζητήματα μια κυβέρνηση που δεν συντίθεται από τις συστημικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν την αποκλειστικότητα της διακυβέρνησης επί μισό αιώνα και πλέον.
Δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα η άρνηση για συμβολή στην επίλυση σοβαρών εξωτερικών και εσωτερικών ζητημάτων, που συνοδεύεται επίμονα και σταθερά από την… εθνική ανάγκη να φύγει αυτή η κυβέρνηση —και ύστερα βλέπουμε. Αυτή η επιχειρηματολογία αναπτύσσεται τόσο για το μακεδονικό όσο και για την αναθεώρηση του συντάγματος. Είναι σαν να φοβούνται ότι ακόμα και η άσκηση τρέχουσας κυβερνητικής πολιτικής θέτει υπό αμφισβήτηση μια συνθήκη που ίσχυε επί μισό και πλέον αιώνα στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα του εμφύλιου πόλεμου και της κατάληξής του («η ΕΔΑ εις την γωνίαν» ήταν το σύνθημα που τα λέει όλα…) Πολύ περισσότερο, η επίλυση κρίσιμων ζητημάτων, που αφορούν την εσωτερική ή την εξωτερική πολιτική, ή την έξοδο από το πρόγραμμα και τα μνημόνιά του. Με αυτή τη λογική έχει καταντήσει εμμονικό ρεφραίν η απαίτηση «να φύγει αυτή η κυβέρνηση».
Ένα ακόμα στοιχείο που ενισχύει μια τέτοια ερμηνεία, είναι οι επιθέσεις που δέχτηκε πρόσφατα ο περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας, κ. Μπακογιάννης, γιατί τόλμησε να τιμήσει τον καπετάν Ερμή ως μορφή της Εθνικής Αντίστασης. Ήταν κι αυτή, φαίνεται, μια επικίνδυνη απερισκεψία, που συμβάλλει στην κατάργηση του υγειονομικού αποκλεισμού που θέλουν να επιβάλουν σ’ αυτό το μολυσματικό συμβάν, την ανάδειξη και την παραμονή στην κυβερνητική εξουσία ενός παρείσακτου, ενός κατά συνθήκην αποδιοπομπαίου.

Ποιος δίνει τον τόνο

Όσα είπαμε πιο πάνω, δεν έχουν μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, σαν ένα θέμα για ενδιαφέρουσα συζήτηση. Ενδέχεται, αν δεν αναπτυχθούν σχετικά αντισώματα, να έχουν αρνητικές πρακτικές συνέπειες. Μπορεί να παρασύρουν και την κυβέρνηση σε μια ρητορική, που θα επιδιώκει κάποια προσαρμογή, ώστε τέτοιες επιθέσεις εναντίον της να μην έχουν απήχηση σε τμήματα του εκλογικού σώματος. Μια ρητορική όχι μόνο ξένη με την ως τώρα στάση της στα κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αλλά και επικίνδυνη για τη θετική εξέλιξή τους ,ή, έστω, τη μη αρνητική. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, κοντά στο νου κι η γνώση, θα έχει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Και την αξιοπιστία της κυβέρνησης στα μάτια ευρύτατων στρωμάτων θα έπληττε, και αρνητικές εξελίξεις σε κρίσιμα ζητήματα, όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το μακεδονικό, θα μπορούσε να δρομολογήσει, οξύνοντας μια ήδη τεταμένη κατάσταση. Αν η κυβέρνηση και τα κόμματα που τη στηρίζουν θέλουν να έχουν θετικά αποτελέσματα τόσο στο εσωτερικό όσο και στις εξωτερικές σχέσεις, θα το πετύχουν συνειδητοποιώντας και εμμένοντας στο ρόλο του αουτσάιντερ, που διεκδικεί να δώσει το δικό του τόνο στις εξελίξεις. Το νόημα της «εθνικής συνεννόησης» μπορεί να είναι διαφορετικό για τον καθένα, αλλά δεν μπορεί να σημαίνει εγκατάλειψη της βασικής κυβερνητικής κατεύθυνσης. Ας αφεθεί στη ΝΔ το δικαίωμα της εμμονής σ’ αυτή την παρανόηση.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή