Macro

Ερνέστο Λακλάου: Λαϊκισμός, εθνικισμός και ταξική πάλη

Με αφορμή τα 82 χρόνια από τη γέννηση του θεωρητικού του λαϊκισμού Ερνέστο Λακλάου (6 Οκτ. 1935 – 13 Απρ. 2014) αξίζει να επανέλθουμε στη σχέση του αριστερού λαϊκισμού με τον εθνικισμό και την παραδοσιακή Αριστερά.

Ας μην ξεχνάμε ότι η δουλειά του Λακλάου και της Σαντάλ Μουφ, με την οποία συνέγραψε το «Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική», το 1985, επηρέασε τα ριζοσπαστικά κόμματα που προέκυψαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, συμπεριλαμβανομένων των Ποδέμος της Ισπανίας, του κόμματος του Ζαν-Λικ Μελανσόν Ανυπότακτη Γαλλία και, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτές τις μέρες, το αίτημα του λαού (ή μέρους του) της Καταλονίας για ανεξαρτησία και η ωμή βία του ισπανικού κράτους επαναφέρουν (δυστυχώς) στο προσκήνιο όχι μόνο τη συζήτηση περί λαϊκισμού και εθνικής ταυτότητας, αλλά και τις δυσκολίες προσδιορισμού του φαινομένου.

Τι είναι λοιπόν ο «λαϊκισμός»; Τα ΜΜΕ και οι καταγγελίες των κομμάτων εναντίον των εκάστοτε αντιπάλων τους χρησιμοποιούν τον «λαϊκισμό» ως μομφή: ως την ανεύθυνη χειραγώγηση των ανόητων και παράλογων (αν όχι άλογων) μαζών με σκοπό την εκλογική νίκη.

Για τα συστημικά κόμματα τις Δεξιάς και του σοσιαλδημοκρατικού Κέντρου, όπως τουλάχιστον έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία 30 χρόνια, η ιδέα του «κυρίαρχου λαού» είναι αστεία αν όχι επικίνδυνη.

Και είναι όντως επικίνδυνη όταν χρησιμοποιείται από ακροδεξιά μορφώματα που προσβλέπουν σε αυταρχικές, «ομοιογενείς» κοινωνίες, βασισμένες σε σειρά αποκλεισμών.

Ομως και η παραδοσιακή Αριστερά βλέπει τα νέα, αριστερά ριζοσπαστικά κόμματα με καχυποψία: γι’ αυτούς, ο αριστερός «λαϊκισμός» δεν είναι συμβατός με την ταξική πάλη, τον μόνο δρόμο για μια σοσιαλιστική κοινωνία.

Σε αντίθεση με αυτές τις χρήσεις του όρου, ο Λακλάου και η Μουφ ορίζουν τον «λαϊκισμό» διαφορετικά: σαν μια πολιτική λογική, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά, με πολύ διαφορετικό περιεχόμενο και πολιτικό στόχο στη μια και στην άλλη περίπτωση.

Αυτό που έχουν κοινό οι «λαϊκισμοί» (δεξιοί και αριστεροί) είναι ότι δίνουν ψυχή στον «λαό», αυτούς δηλαδή που διαχωρίζονται από το εκάστοτε πολιτικό σύστημα, το κατεστημένο, την ελίτ, δημιουργώντας έτσι ένα ανταγωνιστικό μέτωπο, «εμείς» και «αυτοί».

Η προσπάθεια δημιουργίας αυτού του διαχωριστικού μετώπου είναι κοινή μεταξύ Λεπέν και Μελανσόν, λ.χ., αλλά η ομοιότητα σταματάει εκεί. Ο δεξιός ξενοφοβικός λαϊκισμός ουδεμία σχέση έχει με τον αριστερό που προσβλέπει σε μια κοινωνία δημοκρατίας, ισότητας και ανεκτικότητας.

Το πρόβλημα είναι ότι και ο δεξιός και ο αριστερός λαϊκισμός φαίνεται να κινούνται συχνά γύρω από το έθνος και εθνικά αιτήματα που δυνητικά μπορούν να συμπεριληφθούν τόσο μέσα σε ένα αριστερό όσο και δεξιό αφήγημα.

Παραδείγματος χάρη, ο εθνικισμός μπορεί να εκφραστεί είτε ως αίτημα για τη διασφάλιση της «καθαρότητας» της εθνικής ταυτότητας (κατά των Γάλλων μουσουλμάνων, λ.χ) είτε σαν εθνικό αίτημα ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας (με, ας πούμε, αντιιμπεριαλιστικό, αντιαποικιοκρατικό πρόσημο).

Παρ’ όλο που και οι δυο εκφάνσεις του «εθνικισμού» δεν θεωρούνται απαραίτητα και αναγκαία προνόμιο της Δεξιάς ή της Αριστεράς, η «καθαρότητα» της εθνικής ταυτότητας είναι ασφαλώς χαρακτηριστικό ακροδεξιών λαϊκισμών, όπως και ο αντιιμπεριαλιστικός εθνικισμός (ή «πατριωτισμός»), από την άλλη, πείθει καλύτερα σε ένα αριστερό αφήγημα.

Γιατί; Διότι το περιεχόμενο κάθε λαϊκισμού ναι μεν καθορίζεται και διαμορφώνεται από τα αιτήματα που προκύπτουν σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλα μπορούν να συνταιριαστούν με όλα.

Με άλλα λόγια, το περιεχόμενο του αφηγήματος μιας λαϊκιστικής Δεξιάς είναι πολύ διαφορετικό από αυτό μιας λαϊκιστικής Αριστεράς. Αν όχι, κάποιος, κάπου διαπράττει πολιτικό σφάλμα.

Ο Ούγκο Τσάβες ήταν ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα αριστερού λαϊκισμού της Λατινικής Αμερικής, με έντονη εθνική (και ηπειρωτική), αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση.

Και για όσους έχουν επηρεαστεί από αυτούς τους αγώνες, ίσως μια ανάλογη αριστερή εθνικο-λαϊκή πολιτική στην Ευρώπη να είναι αναγκαία. Μόνο που οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές και η απάντηση δεν μπορεί να είναι η ίδια.

Οπως εξηγεί η Μουφ στον Ινιέχο Ερεχόν, το νούμερο 2 των Ποδέμος, στη Νότια Αμερική οι εθνικο-λαϊκές κυβερνήσεις κατ’ αρχάς δεν είχαν να αντιμετωπίσουν δεξιά και ακροδεξιά λαϊκιστικά κόμματα.

Κατά δεύτερον, το ζητούμενο για τα αριστερά εθνικο-λαϊκά κόμματα ήταν η ένταξη των λαϊκών στρωμάτων στις δημοκρατικές διαδικασίες, στρώματα που είχαν αποκλειστεί από τις ολιγαρχικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής.

Αντίθετα στην Ευρώπη, αυτά τα στρώματα δεν είναι αποκλεισμένα (τουλάχιστον όχι με τον ίδιο τρόπο) από την πολιτική εξουσία.

Μια άλλη λύση, χωρίς εθνικό αλλά με διακρατικό χαρακτήρα μπορεί να είναι πιο κατάλληλη για την Ευρώπη. Η εθνικο-λαϊκή στροφή του Μελανσόν και οι τρίχρωμες γαλλικές σημαίες που κυματίζουν στις ομιλίες του για πολλούς είναι προβληματικές – και κατά τη γνώμη μου, ορθώς. Το ίδιο ίσως να συνέβαινε και με την ανεξαρτησία της Καταλονίας, αν ο Μαριάνο Ραχόι δεν είχε αντιμετωπίσει με πρωτοφανή βιαιότητα τα αιτήματα των Καταλανών.

Ομως ο ευρωπαϊκός αριστερός λαϊκισμός έχει να αντιμετωπίσει και μια επιπλέον σοβαρή κριτική από τα αριστερά. Την απομάκρυνση των αριστερών λαϊκιστικών κομμάτων από τη ρητορική της ταξικής πάλης.

Σε παλιότερη συνέντευξή του ο Λακλάου είχε αναφερθεί στις συνθήκες που έβαλαν τις οργανώσεις της εργατικής τάξης σε δεύτερη μοίρα κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα: στην αλλαγή της ευρωπαϊκής οικονομίας από βιομηχανική σε αυτή της παροχής υπηρεσιών, στην αποδυνάμωση της εργατικής κουλτούρας και στην αλλαγή των συμμαχιών μεταξύ των μη προνομιούχων. Εν κατακλείδι, αυτές οι συνθήκες οδήγησαν στην επανεμφάνιση των λαϊκισμών.

Η ενίσχυση λοιπόν του αριστερού λαϊκισμού, ειδικά μετά την κρίση, οφείλεται στην κατανόηση και αυτών των συνθηκών.

Σε καμία περίπτωση, όμως, ο αριστερός λαϊκισμός δεν παύει να μάχεται για τους μη προνομιούχους, που μπορεί να μη δουλεύουν πια στη φάμπρικα, αλλά αντιμετωπίζουν την αυξανόμενη ανεργία, τη φτωχοποίηση, την επισφαλή εργασία και την εξάλειψη του κράτους πρόνοιας.

Μόνο που η δημιουργία συλλογικών ταυτοτήτων που θα αμφισβητήσουν το υπάρχον άδικο πολιτικό σύστημα δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε προκαθορισμένη και διασφαλισμένη με βάση τη θέση του καθένα μας στην οικονομία.

Η ανάγκη για δημοκρατία, δικαιοσύνη και ισότητα στις μέρες μας δεν θα εκπληρωθεί με θεωρητικές επικλήσεις στην καπιταλιστική εκμετάλλευση του 19ου και 20ού αιώνα, αλλά με τη δημιουργία συμμαχιών που θα φέρουν στο προσκήνιο και θα αγωνιστούν για τον μη προνομιούχο «λαό».

H Μαρίνα Πρεντούλη διδάσκει Πολιτική και Πολιτικές Επικοινωνίας στο University of East Anglia

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών