Η χώρα εισέρχεται βαθμιαία στην τελική φάση πριν την έξοδο από το μνημόνιο. Δεν είναι μόνο οι ημερομηνίες που το προσδιορίζουν. Κυρίως είναι οι εξελίξεις στην οικονομία που θεμελιώνουν, εν μέσω βέβαια πολλών άγνωστων δεδομένων και αβεβαιοτήτων, αυτή την πορεία. Είναι μια προοπτική σημαντική που θα επηρεάσει καθοριστικά και τις πολιτικές εξελίξεις. Ασφαλώς, η τελική φάση πριν την έξοδο δεν θα είναι στρωμένη με ρόδα. Η τελευταία αξιολόγηση, τότε, ύστερα από δύο προγενέστερες, κάτω από την πίεση των δανειστών θα θέτει δύσκολα —αναδρομικά— προαπαιτούμενα για δήθεν κενά και συγχρόνως θα επιχειρεί να ελέγξει όσο μπορεί την πορεία μετά τον Αύγουστο του 2018, πέραν των διασφαλίσεων των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και των πρόσθετων μέτρων των ετών 2019 και 2020. Όπως σωστά το προσδιόρισε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δεν θα περάσουμε από την μια, φάση σε μια άλλη εντελώς διαφορετική. Ωστόσο, πάντα σε συνάρτηση των εξελίξεων της οικονομίας και της πολιτικής της κυβέρνησης, δηλαδή του έργου που θα υλοποιεί, θα συνιστά μια νέα περίοδο.
Χωρίς πανηγυρισμούς
Η εικαζόμενη έξοδος για δανεισμό της χώρας στις αγορές την εβδομάδα που αρχίζει αύριο είναι ένα σαφές βήμα της πορείας προς την έξοδο. Δεν είναι το άπαν, βεβαίως, ούτε και ανοίγει κανέναν εύκολο δρόμο. Φαίνεται, όμως, να έχει την ενθάρρυνση ή την μη αποθάρρυνση των δανειστών και αυτό είναι κάτι που συνδέεται και με δικούς τους πολιτικούς σχεδιασμούς που περιλαμβάνουν την Ελλάδα, όχι δανειοδοτούμενη από τους εταίρους ή το ESM, αλλά από τις αγορές, ελεγχόμενη. Ωστόσο, αν αποφασιστεί και αν είναι θετική, αυτό που πρέπει να αποφύγει η κυβέρνηση είναι οι πανηγυρισμοί. Για λόγους ουσίας ως προς την —περιορισμένη σ’ αυτή τη φάση— οικονομική σημασία της εξόδου. Η κατάσταση που βιώνει εξάλλου η κοινωνία και η δύσκολη διαδρομή που μας απομένει δεν το δικαιολογούν.
Η προοπτική εξόδου από το μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018 εγείρει μια σειρά ζητήματα που συνδέονται με τους όρους που θα επιτευχθεί, μ’ άλλα λόγια με τα περιθώρια, που αυτό θα αφήνει ή θα δημιουργεί για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων να υλοποιήσει μέρος του προγράμματός της. Μπορεί κανείς να αντιπαραθέσει τις δύο εκδοχές; Δηλαδή να πει ότι πρέπει να επιλέξει είτε την αποδοχή όρων που θα διασφαλίζουν το τέλος του μνημονίου είτε να επιλέξει την αποφασιστική προσπάθεια υλοποίησης εμβληματικών πτυχών του κυβερνητικού σχεδίου; Νομίζω όχι.
Κατ’ αρχάς, ύστερα από 7-8 χρόνια μνημονιακής πολιτικής που προκάλεσε τόσες πληγές στο κοινωνικό σώμα, που κατέστρεψε μεγάλο μέρος της παραγωγικής βάσης, που αχρήστευσε τη λαϊκή κυριαρχία η έξοδος, έστω και με ουσιαστικούς περιορισμούς, από το μνημόνιο δεν είναι μικρής σημασίας ζήτημα. Είναι ιστορικό βήμα που θα πιστωθεί στην Αριστερά, στον ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και αν στις επικείμενες εκλογές ηττηθεί. Γι’ αυτό, εξάλλου, η ΝΔ, κυρίως, αντιδρά λυσσασμένα σ’ αυτό το ενδεχόμενο και έχει δίκιο. Όλα τα περί ανικανότητας, τυχάρπαστων, αντιευρωπαίων κ.τ.λ. κ.τ.λ. αχρηστεύονται, μένουνε στον αέρα.
Να σπεύσουμε να πούμε, όμως, ότι αυτό θα είναι ένα βήμα, αν μείνει μόνο, που δεν αντιστοιχεί στις αντιλήψεις και τους σχεδιασμούς της Αριστεράς, της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής πολύ περισσότερο. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένοι να εργαστούν και στα δυο επίπεδα. Και να διασφαλίσουν την έξοδο από το μνημόνιο, με σταθερούς όρους και να επιμείνουν στην υλοποίηση του σχεδίου τους, του παράλληλου προγράμματος, των τομών με αριστερό πρόσημο, με επίλυση των πάμπολλων προβλημάτων που συναντά ο πολίτης στην καθημερινότητά του. Επιμένοντας, κυρίως, παρά τα περιορισμένα μέσα, να προστατεύσει τον περιθωριοποιημένο από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική κόσμο, να σταθεί δίπλα στα μεσαία στρώματα, να ανακόψει την έξοδο των νέων. Δεν θα είναι κάτι εύκολο, θα απαιτηθεί επιμονή και το πιο πιθανό μέτρα πολιτικής που δεν θα έχουν τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών. Ή θα επιβάλλεται στάση αντίστασης, μη αποδοχής απαράδεκτων όρων που θα απαιτηθούν, ενδεχομένως, όταν θα συζητιέται το κλείσιμο της τελευταίας αξιολόγησης που θα κλείνει και τη μνημονιακή περίοδο αυτής της μορφής.
Δύο καθοριστικοί παράγοντες
Απ’ αυτή την άποψη δυο παράμετροι θα είναι καθοριστικές ως τότε. Ο ένας είναι η πορεία της οικονομίας. Για δεύτερη φορά, όπως το περιπετειώδες 2015, η ελληνική οικονομία επιδεικνύει ένα δυναμισμό, όχι μόνο λόγω τουριστικού ρεύματος. Τα δημοσιονομικά στοιχεία, όπως φάνηκε το πρώτο εξάμηνο, ανταποκρίνονται στους στόχους, αν και η επίδοση των εσόδων είναι συγκρατημένη κάπως. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι οι θετικοί δείκτες της πραγματικής οικονομίας —βιομηχανική παραγωγή, εξαγωγές, οικοδομική δραστηριότητα κ.α— και πάνω απ’ όλα η αύξηση της απασχόλησης και επομένως η βαθμιαία μείωση της ανεργίας. Αυτό σημαίνει ότι θα αυξηθεί η ζήτηση και σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση των επενδύσεων το πιο πιθανό είναι το 2017 η άνοδος του ΑΕΠ να προσεγγίσει το 2%. Συνολικά, η πορεία της οικονομίας διαμορφώνει ένα θετικό κλίμα, παρά τα παραμένοντα τεράστια προβλήματα.
Ο άλλος παράγοντας που θα κρίνει τη διαδρομή προς την ποιότητα της εξόδου από το μνημόνιο, αλλά και την πορεία προς τις εκλογές είναι η επιτυχία της προσπάθειας της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, να εμπλέξει τμήματα της κοινωνίας στις πρωτοβουλίες της, να θεμελιώσει με νέους θεσμούς την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων όπως υγεία, παιδεία, τοπική αυτοδιοίκηση, δημόσια διοίκηση, παραγωγική ανασυγκρότηση, δικαιώματα κ.α. Το κατά πόσον θα παρακινηθούν τμήματα της κοινωνίας να υπερασπίσουν κατακτήσεις που θα απειλούνται άμεσα από τη ΝΔ.
Αυτό είναι και το πιο δύσκολο σημείο. Όχι μόνο για αντικειμενικούς λόγους, η δυσκολία, δηλαδή, να προσεγγίσεις κοινωνικά στρώματα που είτε δεν τα κατάφερες να προστατεύσεις είτε πλήγωσες κι εσύ λόγω του μνημονιακού εξαναγκασμού σου. Φαίνεται ότι είναι δύσκολο και για υποκειμενικούς λόγους. Αυτές τις ημέρες ζούμε ένα θέατρο του παραλόγου με τη συμβολή της κυβέρνηση, του Μαξίμου. Ενώ η ΝΔ είναι σε καταφανή δυσκολία να επανακαθορίσει γραμμή πλεύσης μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Ενώ οι οικονομικοί δείκτες επαληθεύουν, στη συνείδηση της κοινωνίας, την άποψη της κυβέρνησης ότι διακρίνεται, πλέον, η έξοδος του μνημονιακού τούνελ και αποδιαρθρώνει το έδαφος που στηρίζεται η γραμμή της ΝΔ, ότι οι εκλογές και η απομάκρυνση της κυβέρνησης με κορμό την Αριστερά θα σώσει τη χώρα, οι χειρισμοί της κυβέρνησης, βγάζουν πρόσκαιρα από το αδιέξοδο την προπαγάνδα της ΝΔ. Η δεξιά εξασφαλίζει το έδαφος για να αντεπιτεθεί αφενός, απωθεί, αφετέρου, από την επικαιρότητα τις οικονομικές εξελίξεις που ευνοούν την κυβέρνηση.
Αστοχίες
Εκ του μη όντος η κυβέρνηση δημιούργησε ευνοϊκό έδαφος για την προπαγάνδα της ΝΔ. Από ποια πρακτική της Αριστεράς προκύπτει ότι κάθε υπουργός μπορεί να παρεμβαίνει σε θέματα εκτός της αρμοδιότητάς του και μάλιστα λανθασμένα; Τι είναι εκείνο που επέβαλλε στον υπουργό Άμυνας να κάνει έστω και ένα τηλεφώνημα πέραν του να δεχθεί το πρώτο και να ενημερώσει αμέσως τον αρμόδιο υπουργό, με αποτέλεσμα να δημαγωγεί τώρα η αντιπολίτευση, καταγγέλλοντας μας ότι φοβόμαστε τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής; Το άστοχο της επιλογής της κ. Θάνου στη θέση νομικού συμβούλου του πρωθυπουργού, ενώ υπάρχουν νομικοί, προσωπικότητες της Αριστεράς, που μπορούσαν να αξιοποιηθούν σ’ αυτή τη θέση συμπληρώθηκε με την ακατανόητη δικαιολογία ότι έτσι έκαναν και οι άλλοι. Μα εμείς δεν είμαστε οι άλλοι.
Παύλος Δ. Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή