Ένα κίνημα αλληλεγγύης υπέρ της αποφυλάκισης της Ηριάννας Β.Λ. έχει απλωθεί εδώ και κάποιο καιρό. Η υπόθεσή της, υπόθεση ποινικοποίησης των κοινωνικών της συναναστροφών, αναδεικνύει τις παθογένειες του δικαστικού συστήματος.
Μπορούν να μην δικάζονται μεγαλοσχήμονες πολιτικοί, να κωλυσιεργούν για χρόνια οι δίκες, να αποκαλύπτονται τα σκάνδαλα χωρίς ενόχους, να διαμορφώνονται συνθήκες συγκάλυψης. Να χρονίζουν σκάνδαλα όπως του Ντυνάν, των προμηθειών φαρμάκων των νοσοκομείων, με την πολιτική πρωτοβουλία για εξέτασή τους να έχει άδηλα αποτελέσματα. Αν στη ζυγαριά βάλουμε και τα σκάνδαλα του τραπεζικού (π.χ. ο τρόπος συγχώνευσης των συστημικών τραπεζών) και του πολιτικού συστήματος (π.χ. εξοπλιστικά, χρηματιστήριο) τότε το παζλ συμπληρώνεται και η εικόνα της βαθιάς διαφθοράς είναι ευκρινής: μερίδα του δικαστικού συστήματος διαπλέκεται με την πολιτική τάξη και το οικονομικό κατεστημένο με αποτέλεσμα συχνά να μην ικανοποιείται το περί δικαίου αίσθημα. Οι από κάτω συχνά δαγκώνονται, οι από πάνω συχνά αθωώνονται και αυτό συνιστά ανισονομία. Μερίδα του δικαστικού συστήματος αποτελεί αναγκαίο ακολούθημα που σβήνει τις ατέλειες που αφήνει πίσω του κατά τη διάρκεια της δράσης του το κυρίαρχο πλέγμα εξουσίας, είναι το ίδιο κόμβος του, συγκροτείται σε συνάφεια και εξάρτηση με τους υπόλοιπους κόμβους αυτού του πλέγματος.
Η φιλελεύθερη οπτική γωνία
Το φιλελεύθερο στρατόπεδο έχει βολικές δικαιολογίες για αυτά και πολλά άλλα. Τέτοια ζητήματα έχουν να κάνουν με το βαθμό ωριμότητας των θεσμών, πρόκειται, δηλαδή για ελλιπή θεσμική δυναμική ενός αδύναμου κράτους, ενώ σίγουρα αφορά και την πολιτισμική και κοινωνική καθυστέρηση σε σχέση με την προηγμένη Δύση. Οι θεσμοί, υπό αυτό το πρίσμα, είναι τέτοιοι που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην ελληνική κουλτούρα, συνηθισμένη όπως είναι στο ανατολίτικο ραχατλίκι της. Μάλιστα, οι πιο προωθημένοι οργανικοί διανοούμενοι της δεξιάς, θεωρούν κομμάτι αυτής της νοοτροπίας και την ίδια την αστική τάξη που δεν είναι παραγωγική. Στην τελική ανάλυση, όλα περνούν από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των οποίων η επιβολή στην ελληνική κοινωνία από τις μνημονιακές πολιτικές είναι ευλογία για τον τόπο. Στο αφήγημα αυτό κυριαρχεί μια αυθαίρετη, αρνητική ψυχολογιοποίηση σχεδόν του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς εργαλεία που να μπορούν να αποδείξουν του λόγου το αληθές, παρά μόνο έχουν αναφορά σε παρωχημένες συζητήσεις της δεκαετίας του 1980. Κι από την άλλη μεριά, χωρίς την παραμικρή επερώτηση ορίζεται και η αντίστιξη αυτής της ασφυκτικής συνθήκης, δηλαδή η ευρωπαϊκή πορεία, η θεσμική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική σύγκλιση με την προηγμένη Δύση. Κάθε άλλος δρόμος είναι απαράδεκτος και σηκώνει ακόμα και κινηματική διεκδίκηση του προαιώνιου πεπρωμένου της φυλής μας (σσ. αυτό… δεν είναι «εθνολαϊκισμός»). Εντελώς πρόσφατα ο πρώην πρωθυπουργός μας εξήγησε απλοϊκά πως η διαφθορά είναι… κοινωνικό φαινόμενο.
Νόμος και τάξη
Αν τα παραπάνω δίνουν περίπου την εικόνα, χρειάζεται να αναρωτηθούμε στα σοβαρά για την προσπάθεια επιβολής από τη Δεξιά, με αυτούς ακριβώς τους ταξικούς όρους, μιας ατζέντας Νόμου και Τάξης που προσπαθεί να ηγεμονεύσει ως κύριο θέμα συζήτησης εδώ και κάποιο καιρό. Είναι σαφές πως δεν μπορεί να επινοήσει κάτι άλλο και πως αυτή η θεματική όσο ανεβαίνει στη δημόσια σφαίρα, πυροδοτεί, με τον τρόπο που παρουσιάζεται, τα συντηρητικά αντανακλαστικά συγκεκριμένων μερίδων της κοινωνίας. Είναι προνομιακό της πεδίο, μπορεί να τη συντηρεί για καιρό και με πολλαπλά παραδείγματα, και είναι ισχυρός μοχλός πίεσης της κυβέρνησης για την περαιτέρω συντηρητική μετατόπισή της. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι σοβαρή πολιτική τακτική.
Μέρος μάλιστα της τακτικής αυτής εφαρμόστηκε και όταν η ΝΔ ήταν το κυβερνών κόμμα: η προσπάθεια για “ανακατάληψη” των πόλεων, η εντεινόμενη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας με κύριο στόχο την τεράστιου εύρους καταστολή των διαδηλώσεων εντάσσονταν σε ένα σχήμα μηδενικής ανοχής, με ταξικό πρόσημο πάντα. Οι σχέσεις μερίδας του δικαστικού σώματος με την παράταξη είναι άλλωστε γνωστές στην πιάτσα. Από τον Σαρτζετάκη που έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας επειδή τόλμησε να δικάσει δημοκρατικά την υπόθεση Λαμπράκη, μέχρι τις σαμαρικές παρεμβάσεις στον παναθηναϊκάκια. Ενώ το βάρος του παραδικαστικού κυκλώματος -όχι πολλά χρόνια πριν- βαραίνει το χώρο.
Από μέσα
Από το 2003 ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευάγγελος Κρουσταλάκης δήλωνε στην Απογευματινή: «Δεν είναι άξια επαίνων η Δικαιοσύνη. Υπάρχουν δικαστές που δεν έχουν ήθος… Μουσκεύουμε στην αμαρτία». Ο Α΄αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Παπανικολάου μιλώντας στον Κόσμο του Επενδυτή το 2010 ήταν εξαιρετικά ειλικρινής: « η Δικαιοσύνη, ως θεσμός της Δημοκρατίας, διέρχεται τη μεγαλύτερη κρίση που γνώρισε ποτέ στα τελευταία πενήντα χρόνια, βαρύτατα τραυματισμένη από φαινόμενα διαφθοράς, σήψης αναποτελεσματικότητας και αρνησιδικίας». Στην ίδια συνέντευξη, ο κ. Παπανικολάου σημείωνε για τους δικαστικούς λειτουργούς πως έφταναν στην: «εξυπηρέτηση άνομων συμφερόντων επωνύμων και ισχυρών, ιδίως πλουσίων επιχειρηματιών, είτε η άσκηση πιέσεων προς ακέραιους δικαστές, είτε οι συνεχείς και επιτηδευμένες αναβολές κρίσιμων υποθέσεων. Όπως επίσης, δεν τιμά τη δικαιοσύνη, το ότι ορισμένοι δικαστές -συνήθως θεσιθήρες και αριβίστες- επιδεικνύουν κραυγαλέο κομματικό ή και θρησκευτικό φανατισμό μεροληπτώντας ασύστολα χωρίς να κρατούν ούτε τα προσχήματα, είτε υπέρ πολιτικών συγκεκριμένου κόμματος, είτε υπέρ των θέσεων κληρικών ή μοναχών».
Ο πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Στέφανος Ματθίας, δημοσίευσε στο περιοδικό «Ελληνική Δικαιοσύνη» της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων επικριτικό άρθρο σχετικό με τη διαπλοκή δικαστικών και εκκλησιαστικών παραγόντων στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000. Η Κλειώ Παπαντολέων, στο βιβλίο που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Χριστόπουλος «Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία», σημείωνε σε συνέντευξή της στα Ενθέματα της Αυγής που απαντούσε για το κεφάλαιο της Δικαιοσύνης: «Σκοπός της έρευνας ήταν να χαρτογραφήσει ρατσιστικές, εθνοκεντρικές, ξενοφοβικές και θρησκόληπτες ιδέες και τάσεις στον δικαστικό μηχανισμό μέσα από τις ίδιες τις δικαστικές αποφάσεις. Οι φορείς της εγχώριας δικαιοσύνης άλλωστε σπανίως τοποθετούνται δημοσίως. Μιλούν δια των αποφάσεων τους, αποτυπώνουν εκεί, αναπόδραστα, πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, κυρίαρχες ιδεολογίες και αναπαράγουν στερεοτυπικές κατασκευές. Ως εκ τούτου, εάν η έρευνα αυτή κομίζει κάτι νέο, είναι η ανάλυση και κριτική προσέγγιση δικαστικών αποφάσεων, όχι με κριτήρια αμιγώς νομικά, ούτε δημοσιογραφικά, αλλά δικαιοπολιτικά, τοποθετώντας τις δικαστικές πρακτικές μέσα στον κοινωνικό συσχετισμό και την πολιτική συγκυρία».
Το τώρα και το μετά
Η πρόσφατη αρνητική απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τους συμβασιούχους των Δήμων, η ιστορία των τηλεοπτικών αδειών και της απόφασης του ΣτΕ γι’ αυτό, η υπόθεση της Ηριάννας Β.Λ. τώρα, οι αρκετές υποθέσεις μελών του αντιεξουσιαστικού χώρου που καταδικάζονται διαχρονικά εδώ και 43 χρόνια από τα ελληνικά δικαστήρια δείχνουν πως η ηγεμονία μιας ορισμένης συντηρητικής ιδεολογικής, ταξικής φοράς στο δικαστικό σώμα υφίσταται αν δεν αυξάνεται κιόλας. Και μάλιστα τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, υποθέσεις εξαιρετικά μεγάλης πολιτικής σημασίας εκκρεμούν, όπως η δίκη της ναζιστικής Χρυσής Αυγής. Με αυτήν την έννοια, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα.
Μάλιστα είναι τόσο μεγάλο που η καραμανλική ερώτηση «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο» μας αφορά και σήμερα. Τότε ένα παράλληλο νομοθετικό σύστημα, το επονομαζόμενο «παρασύνταγμα», έκανε εξαιρετική δουλειά για την προαγωγή της καχεκτικής δημοκρατίας του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Σήμερα, η μνημονιακή επιτροπεία και το εγκαθιδρυμένο από δεκαετίες πλέγμα εξουσίας κάνει μια δουλειά άλλη: προάγει μια παράλληλη μεροληπτική νομική λογική που δε συνάδει με το αμερόληπτο κράτος δικαίου, παρακάμπτει με διάφορα τεχνάσματα την εκλεγμένη κυβέρνηση, ριζώνει τους όρους της αέναης αναπαραγωγής του. Αν δεν υπάρξει πίεση για αλλαγή αυτής της από παλιά δημιουργημένης ροπής, τότε εκείνο που θα συμβεί θα είναι η εγκαθίδρυση μιας σκληρότερης και περισσότερο από ποτέ νομιμοποιημένης συνθήκης ιδεολογικής και πολιτικής ποινικοποίησης των όποιων δυνάμεων τίθενται με τη χειραφέτηση. Στις νεορηγκανικές ΗΠΑ η συνθήκη αυτή είναι ήδη σε πλήρη εξέλιξη και πολιτικά εντελώς νομιμοποιημένη.
Η μεγάλη -όσο και ευρεία, και αυτό είναι κρίσιμο- αλληλεγγύη προς την Ηριάννα Β.Λ. χρειάζεται να ενταθεί όχι μόνο γιατί είναι καταφανής η αδικία, αλλά γιατί είναι μόνο μια από τις πολλές υποθέσεις που χρειάζεται να κερδηθούν προκειμένου να αλλάξει η τάση.
Αγάπη και Δύναμη στη Ηριάννα!
Βασίλης Ρόγγας