Ο έντυπος τύπος, εδώ και πολλά χρόνια, δεν περνάει τις καλύτερες μέρες του. Και όχι μόνο στην Ελλάδα. Ωστόσο, αν κάποιος μας έλεγε πριν από ένα χρόνο ότι θα κινδύνευαν να κλείσουν εφημερίδες σαν τα «Νέα», το «Βήμα» ή το «Έθνος», θα σκεφτόμασταν ότι διαθέτει μεγάλη φαντασία. Κι όμως, αυτός ο κίνδυνος ορθώνεται απειλητικός μπροστά στους εργαζόμενους του κλάδου. Οι οποίοι έχουν ήδη υποστεί τις συνέπειες της κρίσης με απολύσεις, περικοπές αμοιβών, δυσμενείς μεταβολές στο εργασιακό καθεστώς.
Αυτοί, λοιπόν, οι εργαζόμενοι, έχοντας σχεδόν ένα χρόνο να δούνε κανονική πληρωμή των κόπων τους, κι αφού έκαναν μεγάλη υπομονή και κατέβαλαν προσπάθειες να αλλάξουν τα πράγματα, καταφεύγουν στο έσχατο μέσο, την απεργία. Λέμε έσχατο, γιατί, λόγω της ιδιομορφίας και λόγω της κατάστασης στην οποία έχουν οδηγηθεί τα έντυπα αυτά, η διακοπή της παραγωγής από προσωρινή μπορεί να γίνει μόνιμη. Αυτό το ξέρουν καλύτερα από κάθε άλλον οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, αλλά φαίνεται ότι δεν έχουν άλλη επιλογή. Γιατί το να δουλεύεις χωρίς να πληρώνεσαι, δεν είναι λύση, παρότι αποτελεί το ιδανικό του νεοφιλελεύθερου.
Οι παχιές αγελάδες και τα χρόνια της κρίσης
Είναι αλήθεια ότι οι κυκλοφορίες έχουν πέσει κατακόρυφα και η διαφημιστική δαπάνη έχει περιοριστεί στο ελάχιστο, αλλά οι ιδιοκτήτες αυτών των μέσων έχουν περάσει πρόσφατα από περιόδους όχι απλώς παχειών αγελάδων, αλλά παραδείσιες γι’ αυτούς. Να θυμίσουμε μόνο την περίοδο της εισόδου των εταιριών στο χρηματιστήριο, που τους επέτρεψε να οικειοποιηθούν την αποταμίευση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων ουσιαστικά χωρίς αντάλλαγμα, ή την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, κατά την οποία έρευσαν άμεσα και έμμεσα δισεκατομμύρια στα θυλάκιά τους, αλλά και την περίοδο που τα δάνεια από τις τράπεζες μοιράζονταν αφειδώς σ’ αυτούς απλώς με τον «αέρα» και μ’ ένα τηλεφώνημα.
Προφανώς, αυτή η πλεονεκτική θέση στην οποία βρέθηκαν για μεγάλο διάστημα, δεν αξιοποιήθηκε με γνώμονα την πιθανότητα να έρθουν πιο δύσκολες μέρες. Τα πολύπλευρα κέρδη αλλού κατευθύνθηκαν. Και η δυνατότητα που τους παρείχε η πλεονεκτική θέση τους να αποκομίζουν οφέλη και από άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, αποδείχθηκε μονόδρομος, όχι διπλής κατεύθυνσης. Δεν φαίνονται σήμερα διατεθειμένοι να επιστρέψουν στην άλλοτε χρυσοτόκο όρνιθα μέρος των κερδών που τους χάρισε.
Η «λογική» της αγοράς είναι τεχνητή
Σε εποχές που το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα διεκδικεί απόλυτη κυριαρχία, τέτοιες σκέψεις μπορεί να προκαλούν ειρωνικά χαμόγελα. Άλλωστε, με τα ίδια τους τα χέρια ορισμένοι από τους ιδιοκτήτες και τους κοντυλοφόρους τους έχουν υποστηρίξει τη λογική της «αγοράς»: όποιος δεν μπορεί να επιβιώσει στον ανταγωνισμό, ας κλείσει, για να αναδυθεί στη θέση του ένας πιο υγιής οργανισμός. Αυτά, βέβαια, που έλεγαν, μπορεί να αφορούσαν άλλους, αλλά μπορεί να τροφοδοτούν σκέψεις και για το σήμερα, τουλάχιστον στα μυαλά όσων έχουν ήδη φροντίσει για την πάρτη τους.
Τώρα, όμως, δεν φτάνει να αναλύουμε τον τρόπο σκέψης των αφεντικών. Χρειάζεται να βοηθήσουμε τη σκέψη και τη δράση των εργαζομένων. Και επειδή ήδη ακούγονται σκέψεις για λύσεις τύπου Μαρινόπουλου, καλό είναι να θυμίσουμε ότι για μια τέτοια τροπή των πραγμάτων, αφενός πρέπει να συναινεί χωρίς ανταλλάγματα η σημερινή ιδιοκτησία, αφετέρου να υπάρξει επίδοξη νέα. Τέτοιες διαθέσεις δεν έχουν κάνει την εμφάνισή τους μέχρι στιγμής. Αν και ο αρμόδιος υπουργός Ν. Παππάς, όταν ρωτήθηκε σχετικά, είπε πως η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να βοηθήσει να βρεθεί και τέτοια λύση, αν είναι δυνατόν.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια άλλη εκδοχή, που δοκιμάστηκε και αποδείχτηκε οικονομικά βιώσιμη επί τέσσερα χρόνια. Δεν αποτελεί ουτοπία. Πρόκειται για το πρότυπο της συνεταιριστικής έκδοσης, που επέλεξαν οι εργαζόμενοι της «Εφημερίδας των Συντακτών», ως άνεργοι τότε της καταρρέουσας «Ελευθεροτυπίας». Δεν είναι γνωστό αν υπάρχουν τέτοιες σκέψεις από την πλευρά των εργαζομένων ή τέτοιες διαθέσεις από την πλευρά των ιδιοκτητών. Κάποιος θα έπρεπε ίσως να το διερευνήσει. Γιατί , αν υπάρξουν οι προϋποθέσεις, θα είναι μια λύση κατά πολύ προτιμότερη από αυτές που φαντάζονται οι εθισμένοι στις εξυπηρετήσεις της στιγμής, οι οποίες, όμως, προϋποθέτουν «διευκόλυνση» της ιδιοκτησίας των εντύπων, ώστε να βγει από τη δύσκολη θέση, δίχως να υποστεί οποιοδήποτε κόστος. Για να μπορέσει κάποια στιγμή να πει το γνωστό «και πάλι ωραίοι είμαστε».
Χωρίς αλλότριους σκοπούς
Είναι διατεθειμένοι ΕΣΗΕΑ, ΕΠΗΕΑ, εκπρόσωποι των εργαζομένων στα συγκεκριμένα έντυπα, οι ιδιοκτήτες, η κυβέρνηση και, βέβαια, η αντιπολίτευση, ιδίως η αξιωματική, να εμπλακούν σε μια τέτοια συζήτηση; Μπορούν να δοκιμάσουν να διασώσουν τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό θέσεων εργασίας και να επιχειρήσουν να κρατήσουν στη ζωή τις ιστορικές εφημερίδες του ΔΟΛ και του Πήγασου, που θα μπορούσαν να αποδειχθούν βιώσιμες, αν ενδιαφέρονταν οι διαχειριστές τους κυρίως γι’ αυτό και όχι για αλλότριους σκοπούς;
Για να μη μένουν στον αέρα αυτές οι δύο λέξεις «αλλότριοι σκοποί», ας θυμίσουμε μερικά πράγματα, που πιθανότατα έχουν σχέση με τη σημερινή κατάληξη. Όπως η πολιτική της ιδιοκτησίας του ΔΟΛ να απορροφά και να εξαφανίζει από την αγορά μεγάλο αριθμό εντύπων και ασθενέστερων επιχειρήσεων, για να μην τις έχει στα πόδια της. Ή η επιμονή της να διαμορφώνει όχι σαν δημοσιογραφικός παράγοντας, αλλά σαν άμεσος παίκτης την εξέλιξη του πολιτικού γίγνεσθαι, γεγονός που άφησε τα ίχνη του σε πολλές κρίσιμες περιόδους της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητα (π.χ. Ιουλιανά, σκάνδαλο Κοσκωτά, εποχή μνημονίων…) Ή η τακτική της εξόφθαλμης προώθησης των γενικότερων συμφερόντων των ιδιοκτητών μέσα από τα έντυπα, γεγονός που μείωνε διαρκώς την ανθρωπίνως δυνατή αντικειμενικότητα και συνεπώς την αξιοπιστία και την ελκυστικότητά τους.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κι άλλα πολλά, αλλά δεν είναι τώρα η ώρα του απολογισμού, είναι η ώρα της διάσωσης των θέσεων εργασίας. Κι αυτά τα ελάχιστα που υπαινιχθήκαμε, σκοπό έχουν να τονίσουν τις ευθύνες των ιδιοκτητών και να μειώσουν κοντά στο μηδέν τις απαιτήσεις τους σε μια διαδικασία αναζήτησης λύσης στο πρόβλημα.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Εποχή