Ο πανεπιστημιακός Κύρκος Δοξιάδης μίλησε στην Αφροδίτη Φράγκου λίγο πριν ξεκινήσει η δεύτερη δίκη της Χρυσής Αυγής
Πλησιάζει η έναρξη του δευτέρου βαθμού της δίκης της ΧΑ. Πανεπιστημιακοί υπογράφουν κείμενο – κάλεσμα στην πρώτη μέρα της δίκης 15/6. Ποια η σημασία μιας τέτοιας κίνησης; Τι ρόλο μπορούν να παίξουν οι πανεπιστημιακοί, καθώς και τα πανεπιστήμια εν γένει, στη μάχη για την καταδίκη των ναζί;
Στο πρώτο σας ερώτημα δυσκολεύομαι να απαντήσω, διότι δεν μπορώ να μιλήσω ούτε εκ μέρους όσων πανεπιστημιακών υπέγραψαν το κείμενο, ούτε –πόσο μάλλον- εκ μέρους των πανεπιστημιακών ή των πανεπιστημίων γενικά. Εγώ το υπέγραψα ως αντιφασίστας πολίτης. Επί πλέον, συμφωνώ προφανώς ότι έχει ιδιαίτερη σημασία να φαίνεται πως το πανεπιστήμιο συμμετέχει στον αντιφασιστικό αγώνα. Ο φασισμός, σε επίπεδο ιδεών, εκδηλώνεται πρώτα και κύρια ως μανιώδης αντιπαλότητα απέναντι σε όλες τις αρχές του Διαφωτισμού. Ενώ το πανεπιστήμιο ως μηχανισμός τις ενσωματώνει. Ιδίως τώρα, που για μία ακόμη φορά, ως δημόσιο πανεπιστήμιο -διότι μόνον αυτό ενσωματώνει γνήσια τις αξίες του Διαφωτισμού-, δέχεται για πολλοστή φορά την ανελέητη επίθεση του καθεστώτος, με το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας και με την εγκαθίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας, είναι ιδιαίτερα κρίσιμο το πανεπιστήμιο να πρωτοστατήσει στον αντιφασιστικό αγώνα. Σε όλα τα επίπεδα των συμμετεχόντων σε αυτό: διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, φοιτητές/ήτριες, εργαζόμενοι/ες, διοικητικοί/ές υπάλληλοι.
Ποιος ο ρόλος των τελευταίων κυβερνήσεων, σε Ελλάδα και Ευρώπη, στην άνοδο της φασιστικής απειλής; Πώς πρέπει να δράσει η αριστερά για να την αντιμετωπίσει;
Η άνοδος της φασιστικής απειλής δεν είναι τόσο ζήτημα συγκεκριμένων κυβερνητικών πολιτικών, όσο συνέπεια της κρίσης του ευρύτερου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, δηλαδή του καπιταλισμού. Ιστορικά, ο φασισμός-ναζισμός εμφανίστηκε αρχικά μετά την πιο καταστροφική κρίση στη μέχρι τότε ιστορία του καπιταλισμού, που ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο οποίος, πέρα από τις άμεσα καταστροφικές του συνέπειες, δεν είχε μόνον ολέθριες οικονομικές επιπτώσεις, αλλά και βαθύτατα ιδεολογικο-πολιτικές. Η αστική τάξη απώλεσε μεγάλο μέρος της ηγεμονίας της. Γι’ αυτό και η κατάσταση εξελίχθηκε κατά ανεξέλεγκτο τρόπο και η ανθρωπότητα οδηγήθηκε σε έναν ακόμη πιο καταστροφικό Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αστική τάξη ανέκτησε την ηγεμονία της στη δυτική Ευρώπη διά μέσου του κοινωνικού κράτους και της σοσιαλδημοκρατίας. Ταυτόχρονα, φρόντισε η διεθνοποίηση του κεφαλαίου να προσλάβει και θεσμικό χαρακτήρα (ΕΟΚ), ούτως ώστε να αποφεύγονται οι έντονοι εθνικοί ανταγωνισμοί που οδηγούν και σε ανεξέλεγκτους εθνικισμούς. Ο φασισμός στην Ευρώπη παρέμενε σε περιφερειακό επίπεδο (Ιβηρική Χερσόνησος και αργότερα, το 1967, Ελλάδα), ενώ παράλληλα ήταν το «εξαγόμενο προϊόν» του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σε τριτοκοσμικές χώρες και στη Λατινική Αμερική – στρατιωτικά πραξικοπήματα με έκδηλο φασιστικό ιδεολογικό προσανατολισμό. Αυτό σημαίνει ότι τον φασισμό το καπιταλιστικό σύστημα ήταν λίγο-πολύ σε θέση να τον ελέγχει – μέχρι την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση της μεταπολεμικής περιόδου, κατά τη δεκαετία του 1970, ήταν μια ευκαιρία για το καπιταλιστικό καθεστώς να επιβάλει τον νεοφιλελευθερισμό πείθοντας τον κόσμο ότι για την κρίση έφταιγαν ο κρατικός παρεμβατισμός και τα εργατικά συνδικάτα. Τα πράγματα δυσκόλεψαν όταν με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ο κόσμος πλέον σταμάτησε να είναι τόσο εύπιστος. Υπάρχει ένας διάχυτος φασισμός, που κυμαίνεται σε ένταση και σε κοινωνικο-πολιτική ισχύ, από τον «αντισυστημικό» ρατσιστή αλλά άκρως νεοφιλελεύθερο Τραμπ, τον αντιευρωπαϊστή Φάραζ, τη ρατσίστρια Λεπέν και τον «μη φιλελεύθερο» Όρμπαν, μέχρι τη Χρυσή Αυγή, που ως ακραιφνώς ναζιστική οργάνωση είχε κατορθώσει να έχει ισχυρή εκπροσώπηση στο ελληνικό κοινοβούλιο. Επί πλέον, η διάχυση του φασισμού ενισχύθηκε σε βαθύτερο επίπεδο, με την πρωτοφανή υγειονομική κρίση του κορωνοϊού. Για πρώτη φορά από την εποχή του Διαφωτισμού, κλονίστηκε τόσο έντονα η πίστη του κόσμου στην επιστημονική ορθολογικότητα. Και τούτο οδηγεί σε έναν ευρέως διαδεδομένο ανορθολογισμό, όπως αυτός εκφράζεται με το αντιεμβολιαστικό κίνημα, που δημιουργεί κατάλληλο υπέδαφος για την περαιτέρω εξάπλωση του φασισμού. Το ερώτημα επομένως δεν είναι πλέον αν ο φασισμός ελέγχεται από το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά κατά πόσο λειτουργεί προς όφελός του.
Και έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος. Με ρωτάτε πώς πρέπει να δράσει η αριστερά για να αντιμετωπίσει την άνοδο της φασιστικής απειλής. Και πάλι θα ήταν σκόπιμο να εξετάσουμε τα πράγματα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Πριν μιλήσουμε για δράση της αριστεράς ως προς το «από δω και πέρα», μήπως θα έπρεπε να δούμε πού ήταν η αριστερά κατά την επάνοδο του φασισμού. Υποστηρίζω μια άποψη την οποία νομίζω πως συμμερίζονται πολλοί: ότι αδυναμία της αριστεράς και ισχυροποίηση του φασισμού είναι οι δύο όψεις του ίδιου φαινομένου, που έχει να κάνει με το πώς αντιδρά ο κόσμος στην κρίση του καπιταλισμού. Ο φασισμός στρέφει τη δυσαρέσκεια και την οργή του κόσμου μακριά από το σύστημα: στους αλλόθρησκους, στους «αλλόφυλους», στους αλλοεθνείς, στους διαφορετικούς εν γένει. Κάθε θυμωμένος ή απελπισμένος, που δεν μπορεί να τον προσεταιριστεί μια επαρκώς πειστική αντικαπιταλιστική αριστερά εξηγώντας του ποιος είναι ο πραγματικός αντίπαλος, είναι δυνάμει οπαδός ή μέλος του φασιστικού κινήματος. Κατά συνέπεια, ένας βασικός τρόπος δράσης της αριστεράς εναντίον του φασισμού είναι να διατηρεί τον ριζοσπαστικό, δηλαδή τον αντικαπιταλιστικό της χαρακτήρα. Αν ο οργισμένος κόσμος βλέπει σε αυτήν έναν ακόμη διαχειριστή του συστήματος, οι πόρτες είναι ανοιχτές για την προσχώρηση στον φασισμό.
Ένας άλλος τρόπος είναι η θεσμική παρέμβαση. Όπως έδειξε η πρώτη μεγάλη καταδίκη της ΧΑ, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης των ίδιων των φασιστών είναι η εφαρμογή της δημοκρατικής νομιμότητας. Τούτη όμως δεν μπορεί να περιορίζεται σε δικαστικούς αγώνες – δεδομένου ότι το φαινόμενο είναι διάχυτο και δεν εκδηλώνεται πάντα με άμεσα εγκληματικές ενέργειες. Είναι γνωστό ότι οι φασίστες δεν είναι απλώς κάποιοι περιθωριοποιημένοι «λούμπεν» τύποι. Έχουν προσβάσεις στον κρατικό μηχανισμό – και εκεί ίσως βρίσκεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Σε άρθρο που είχα γράψει στην Αυγή το 2018 με αφορμή την υπόθεση Ζακ Κωστόπουλου, είχα υπενθυμίσει κάτι που μετά τις εκλογές του 2015 έτεινε να ξεχάσει ο κόσμος – τα τεράστια ποσοστά ψηφοφόρων της ΧΑ στα σώματα ασφαλείας. Και αναρωτιόμουν μήπως το επεισόδιο με τον Ζακ Κωστόπουλο ήταν αφορμή για δημοκρατική κάθαρση στην αστυνομία. Τρεις μέρες μετά το άρθρο μου, με «στοχοποίησε» ακροδεξιός ιστότοπος, χαρακτηρίζοντάς με «μαρξιστή ινστρούχτορα των πανεπιστημίων» και «σταλινικό» που θέλει τα «γκουλάγκ». Και πριν λίγο καιρό, όπως γνωρίζουμε, το δικαστήριο αθώωσε τους αστυνομικούς που συμμετείχαν στον ξυλοδαρμό.
Το βιβλίο “Νεοφιλελευθερισμός και νεοτερική εξουσία: Καπιταλισμός, βιοπολιτική, ακροδεξιά” επιχειρεί να παρέμβει στη σχετική συζήτηση που γίνεται στην αριστερά. Πείτε μας δύο λόγια γι αυτό.
Τα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου: Νεοφιλελευθερισμός και νεοτερική εξουσία: Καπιταλισμός, βιοπολιτική, ακροδεξιά ασχολούνται με την ανάλυση του ναζισμού και του εθνικισμού. Ο πρώτος είναι η πιο ακραία μορφή φασισμού, ενώ τον δεύτερο τον αντιμετωπίζω ως μια εννοιολογική μήτρα πολλών ιδεολογικών φαινομένων της νεοτερικότητας, μεταξύ των οποίων και ο φασισμός. Η προσέγγισή μου είναι εμπνευσμένη από τον Μισέλ Φουκώ, και ανιχνεύει τόσο τον ναζισμό όσο και τον εθνικισμό επί τη βάσει τεσσάρων θεμελιωδών μορφών της νεοτερικής εξουσίας, οι οποίες, ανάλογα με την περίπτωση, προσλαμβάνουν διαφορετικά χαρακτηριστικά: ρατσισμός, κρατισμός, βιοεξουσία, ομαλοποίηση.
Στα κεφάλαια που ασχολούνται με τον νεοφιλελευθερισμό, υπάρχει μια έμμεση αναφορά στον φασισμό και στην ακροδεξιά, που έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνομαι τη σχέση του καπιταλισμού με τη δημοκρατία. Όπως λέω χαρακτηριστικά: «Ο νεοφιλελευθερισμός είναι […] ο καπιταλισμός όπως τον γέννησε η μάνα του. Γυμνός, χωρίς τα φτιασίδια που του παρείχαν ιδεολογίες όπως ο πολιτικός φιλελευθερισμός ή ο δημοκρατικός πατριωτισμός ανάλογα με τις συγκυρίες.» Υπ’ αυτή την έννοια, ως η πιο γνήσια εκδοχή του καπιταλισμού, ως η ιδεολογία εκείνη που βρίσκεται στο εσωτερικό του καπιταλιστικού συστήματος και που αποτελεί την ίδια τη λογική της λειτουργίας του, ο νεοφιλελευθερισμός αποκαλύπτει τη βαθύτατα αρνητική σχέση του καπιταλισμού με τη δημοκρατία. Χωρίς βέβαια να ταυτίζουμε τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό με τον φασισμό, ο πρώτος χρησιμοποιεί τον δεύτερο πολλαχώς. Η προπαγανδιστική θεωρία των δύο άκρων, που είναι δημιούργημα των πρώτων θεωρητικών του νεοφιλελευθερισμού, εξομοιώνει τη μαρξιστική αριστερά με τον φασισμό. Αποκρύπτοντας κιόλας ότι για τον καπιταλισμό ο φασισμός είναι ασύγκριτα πιο ακίνδυνος ως τρόπος εκδήλωσης της δυσαρέσκειας του κόσμου. Όταν μάλιστα μπορεί να τον ελέγξει, όπως στην περίπτωση του καθεστώτος Πινοσέτ, ο φασισμός είναι το έσχατο όπλο απέναντι σε αυτό που ο καπιταλισμός φοβάται πιο πολύ – όπως ευθέως παραδέχεται και ο Χάγιεκ: την απεριόριστη δημοκρατία.