Από τη μετάδοση της κρίσης ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ένα νέο αφήγημα έκανε συγχρόνως τη δυναμική εμφάνισή του στις στήλες των μεγάλων ενημερωτικών ομίλων, στον δημόσιο λόγο και στην ατζέντα των διάφορων πολιτικών αναλυτών. Η ρητορική περί λαϊκισμού ήταν η κυρίαρχη επιλογή της άρχουσας τάξης για να αντιμετωπίσει την άνοδο των ριζοσπαστικών κινημάτων στον κόσμο αλλά και στη χώρα μας. Το παρόν άρθρο όμως, εντασσόμενο στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου του 2ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έρχεται να αποτυπώσει μια πολεμική απέναντι σε αυτό το αφήγημα, αλλά μάλλον στο ανεστραμμένο είδωλό του.
Αρχικά, είναι περιττή η αναφορά στη μεθόδευση της σημερινής ηγεσίας της Ν.Δ. να χρεώσει στον ΣΥΡΙΖΑ μία έτσι κι αλλιώς φιλελεύθερη πρακτική, αυτή της πολιτικής ανυπακοής. Ιδιώνυμο του λαϊκισμού και της κρίσης θεσμών που παρουσιάστηκαν στη μνημονιακή περίοδο η πολιτική ανυπακοή, κατά τους πολιτικούς εκπροσώπους της καθεστηκυίας τάξης, δεν βρίσκει τις ρίζες της στην πρακτική των παραδοσιακών αριστερών / κομμουνιστικών κομμάτων, αλλά στην κλασική φιλελεύθερη θεώρηση. Άλλωστε, η πολιτική ανυπακοή, με τη μορφή της προστασίας της ατομικής αυτονομίας, αποτελεί και συνταγματική υποχρέωση (αρ. 99), ενώ αναρωτιέται κανείς πώς ονομάζεται τελικά η προτροπή της Ν.Δ. στους ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών να μη νομιμοποιήσουν τον διαγωνισμό για τις συχνότητες…
Ωστόσο, ο πραγματικός κίνδυνος για τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν είναι η υιοθέτηση του ρόλου που του πιστώνουν οι πολιτικοί αντίπαλοί του, αλλά η διολίσθηση στο άλλο άκρο. Ο πολιτικός πραγματισμός αποτέλεσε το φιλολογικό «αντίδοτο» των εξουσιών στις διάφορες εκφράσεις «λαϊκισμού» των ριζοσπαστικών δυνάμεων. Ενδεδυμένος το φιλολογικό αυτό πέπλο ο κυνισμός δεσπόζει ως η επικρατούσα γλώσσα στον δημόσιο διάλογο. Κατά τον Κώστα Δουζίνα ο κυνισμός μορφοποιείται στο εξής σχήμα: «Ξέρω πως αυτό που λέω/κάνω είναι λάθος/ψευδές/άδικο αλλά μπορώ να βρω τα ηθικά επιχειρήματα να το υποστηρίξω».(1) Έτσι, κατά τα προηγούμενα πέντε χρόνια η ελληνική κοινωνία κλήθηκε να υποστεί άδικα μέτρα εξαιτίας της υποτιθέμενης διαβίωσής της πάνω από τις ικανότητές της, με την υπόσχεση της κάθαρσης μέσω της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Όμως τι σχέση έχει το σχήμα αυτό με τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση της Αριστεράς; Εν μέρει εξαιτίας της βαρύτατης ήττας του τρίτου Μνημονίου το καλοκαίρι του 2015, με τους περιορισμούς που αυτό συνεπάγεται στα πεδία άσκησης πολιτικής, και εν μέρει ενός πολιτικού αναχωρητισμού φαίνεται πως η κυβέρνηση υποχρεώνεται σε μια συνεχή ολίσθηση σε έναν ιδιότυπο κυνισμό. Το σχήμα που περιγράφει ο Κώστας Δουζίνας μετατρέπεται πλέον σε μια συνεχή παραδοχή ενός συσχετισμού που θεωρούμε δεδομένο κι απαράλλαχτο και άρα στην ανημπόρια μας να τον υπερβούμε ή να τον δοκιμάσουμε.
«Τι νομίζετε, μπορούμε να πάμε τον κατώτατο μισθό στα 751 ή τα 1.000 ευρώ αλλά δεν το κάνουμε;». Περίπου αυτή ήταν η ιδέα ενός άρθρου που γράφτηκε σε φιλοκυβερνητική ιστοσελίδα τη μέρα που μετωπικά σχήματα στα οποία συμμετέχει και η Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ διαδήλωναν υπέρ της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων και της αύξησης του κατώτατου μισθού στη ΔΕΘ. Ο κυνισμός έγκειται στο γεγονός πως, παρά την παραδοχή πως η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να διαπραγματευτεί με αποτελεσματικότητα την επαναφορά του κατώτατου μισθού σε επίπεδα αξιοπρέπειας, κύκλοι της (συνηθίσαμε κι εμείς αυτή την ορολογία και πρακτική), αφαιρούν από το κόμμα τη δυνατότητα να διεκδικήσει ζωτικό χώρο για να υλοποιήσει τμήματα της συλλογικά συνομολογημένης στρατηγικής μας, κυβέρνησης και κόμματος.
Η ενσωμάτωση του real politik εις βάρος της απόλυτης και επείγουσας ανάγκης για αναβάθμιση του ρόλου του κόμματος είναι ακριβώς η αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που πρέπει να οδηγηθεί το συνέδριό μας. Οι περιορισμοί που διέπουν την κυβέρνηση δεν πρέπει να δεσμεύσουν τη στρατηγική του κόμματος. Είναι καιρός να πάρουμε σοβαρά υπ’ όψη πως πολλά από όσα επιδιώκουμε δεν θα προκύψουν ούτε από τη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, ούτε από τις αναγκαίες θεσμικές τομές. Και καλό θα ήταν τη συνειδητοποίηση αυτής της παραδοχής να τη σηματοδοτήσει και μια ραγδαία μεταφορά πόρων, προσπαθειών και στελεχών από την κυβέρνηση στο κόμμα μας.
(1) Κώστας Δουζίνας, Αντίσταση και Φιλοσοφία στην Κρίση, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2011
Ο Νώντας Φλώρος είναι μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ