Η Γʹ αντιπρόεδρος της Βουλής, Αναστασία Χριστοδουλοπούλου, επισημαίνει τις δυσκολίες που προκύπτουν από την παρουσία στη Βουλή ενός κόμματος του οποίου η ηγεσία κατηγορείται σύσσωμη για «διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης».
• Τρία χρόνια έχουν περάσει από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και η Χρυσή Αυγή παραμένει στη Βουλή ως ένα κόμμα όπως τα άλλα, την ίδια στιγμή που η ηγεσία και δεκάδες στελέχη της δικάζονται με βαριές κατηγορίες ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης. Πώς αντιμετωπίζει το ζήτημα η Βουλή, ως κεντρικός θεσμός του δημοκρατικού πολιτεύματος;
Είναι αλήθεια ότι δεν έχουμε κάνει όσα θα έπρεπε να είχαμε κάνει στον τομέα αυτό. Το μόνο μας δικαιολογητικό είναι ότι η υπόθεση αυτή είναι πραγματικά πρωτοφανής. Δεν υπάρχει πουθενά αλλού στην Ευρώπη ένα πολιτικό κόμμα το οποίο να κατηγορείται ότι αποτελεί μανδύα μιας εγκληματικής οργάνωσης. Θα πρόσθετα όμως ότι σε κάποιους τομείς έχουμε κάνει ορισμένα βήματα. Οι αιτήσεις άρσης ασυλίας εις βάρος διευθυντικών στελεχών της οργάνωσης που φτάνουν στη Βουλή προωθούνται άμεσα στην ολομέλεια και κατά κανόνα γίνονται δεκτές από όλους όσοι μετέχουν στις σχετικές ψηφοφορίες. Θυμίζω ότι το ανάλογο αίτημα των δύο εφετών ανακριτριών βάλτωνε επί μήνες το 2014 και απαιτήθηκε η έγγραφη διαμαρτυρία τους, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία έκδοσης βουλεύματος.
• Ωστόσο τώρα πια, με δεδομένη την καθυστέρηση έναρξης της δίκης και την αργόσυρτη διεξαγωγή της, η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται στη Βουλή ως ένα «κανονικό» κόμμα, κάτι που συνομολογείται και από άλλες πλευρές. Πρόκειται για στρουθοκαμηλισμό του πολιτικού συστήματος;
Δυστυχώς θα έπρεπε αυτή η δίκη να έχει ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και να έχει ήδη τελειώσει. Και όσο καθυστερεί, τόσο ενθαρρύνονται οι κατηγορούμενοι να μιλούν για «τελειωμένη» υπόθεση, για «σκευωρία» και να προσποιούνται ότι δεν τους αφορά. Βέβαια μέσα στη Βουλή είναι η ίδια η Χρυσή Αυγή που μας θυμίζει κάθε λίγο και λιγάκι τον πραγματικό της χαρακτήρα, με τα επεισόδια, τις ύβρεις και τις απειλές. Αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι με τον τρόπο που οι πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου αντιμετωπίζουν το ζήτημα. Δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα μιας προσβλητικής κανονικότητας. Κατά το διάστημα που ήμουν στο υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, επέλεξα να μην απαντώ στις ερωτήσεις τους, γιατί θεώρησα ότι ειδικά σ’ αυτό το ζήτημα δεν υπάρχει περιθώριο συζήτησης με τους εκφραστές της πιο ακραίας ρατσιστικής και μισαλλόδοξης πολιτικής. Μια παρόμοια στάση είχε κρατήσει και στην κυβέρνηση Σαμαρά ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας. Αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε στο απλό αυτό ζήτημα μια ενιαία στάση των δημοκρατικών πολιτικών κομμάτων.
• Είδαμε πριν από λίγες μέρες την ΕΡΤ να μεταδίδει ολόκληρη τη ναζιστική φιέστα από τις Θερμοπύλες και οι αρμόδιοι να δικαιολογούνται λέγοντας ότι αυτό απαιτεί ο νόμος και το ΕΣΡ. Τελικά ο «νόμος» μάς υποχρεώνει να παραδίδουμε τη Δημόσια Τηλεόραση βορά στην προπαγάνδα των χιτλερικών;
Εδώ θα μου επιτρέψετε να έχω μια διαφορετική πολιτική, αλλά και νομική άποψη. Δεν είναι δυνατόν η Δημόσια Τηλεόραση να γίνεται πομπός ναζιστικής προπαγάνδας κάτω από οποιαδήποτε δικαιολογία. Εξάλλου υπάρχει μια σχετική απόφαση της Βουλής, η οποία διασταλτικά καλύπτει και αυτή την περίπτωση. Ως γνωστόν, μετά την άσκηση των πρώτων διώξεων εναντίον της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, η Βουλή ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία νόμο, με τον οποίο αναστέλλεται η κρατική χρηματοδότηση σε όποιο κόμμα βρίσκεται υπό παρόμοια δικαστική διερεύνηση (ν. 4203/2013). Θεωρήθηκε ευλόγως ότι δεν είναι δυνατόν να δίνει η πολιτεία χρήματα σε κάποιον, ο οποίος έχει εις βάρος του μια τέτοια κατηγορία. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται ότι «όταν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι, υπό τον μανδύα ή υπό την κάλυψη ενός πολιτικού κόμματος, τελούνται από ηγετικά στελέχη αυτού, σοβαρές εγκληματικές δραστηριότητες οι οποίες στρέφονται άμεσα κατά της ίδιας της χώρας ή πλήττουν βάναυσα τη δημόσια τάξη αυτής, ανακύπτει ανάγκη αποτροπής του ενδεχομένου άμεσης ή έμμεσης κατάχρησης της κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης για τη στήριξη των ως άνω εγκληματικών δραστηριοτήτων». Κατά μείζονα λόγο, επομένως, δεν μπορεί η Δημόσια Τηλεόραση να παραβιάζει αυτό τον ψηφισμένο νόμο και να «χρηματοδοτεί» έμμεσα την προβολή αυτού τού υπό δικαστική διερεύνηση κόμματος.
• Υποστηρίζεται από ορισμένες πλευρές ότι από τη στιγμή που το ελληνικό Σύνταγμα δεν προβλέπει απαγόρευση κομμάτων, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει διαφορετική μεταχείριση στη Χρυσή Αυγή.
Μπορεί να μην προβλέπει απαγόρευση κομμάτων το Σύνταγμα, αλλά στο άρθρο 29 παρ. 1, ορίζεται ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων «οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Δεν είναι συνεπώς ανοχύρωτη η συνταγματική μας τάξη. Εξάλλου το επιβεβαίωσε η ολομέλεια του ΣτΕ, η οποία τον Φεβρουάριο του 2015 απέρριψε την προσφυγή της Χρυσής Αυγής για την αναστολή της χρηματοδότησης και έκρινε ότι αυτό το μέτρο είναι επιβεβλημένο και καθόλου δεν παραβιάζει τις επιταγές του Συντάγματος ή την ελευθερία της πολιτικής δράσης. Αλλο ελευθερία πολιτικής δράσης και άλλο έμμεση κρατική ενίσχυση έκνομων δραστηριοτήτων.
• Μετά την εξέταση των συγκεκριμένων εγκληματικών ενεργειών, το δικαστήριο θα εξετάσει την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης. Πώς αντιμετωπίζει το προεδρείο της Βουλής τη διαχείριση αυτής ειδικά της περιόδου, όταν δηλαδή μια ολόκληρη κοινοβουλευτική ομάδα θα θεωρείται ύποπτη για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης;
Δεν έχουμε αντιμετωπίσει ως προεδρείο το ζήτημα. Εξάλλου το θέμα δεν είναι διαδικαστικό. Είναι άμεσα πολιτικό και αφορά την ολομέλεια. Η παρουσία ενός ναζιστικού κόμματος στη Βουλή αποτελεί πρόκληση για τη δημοκρατία. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε μια ενδεχόμενη καταδίκη με αυτή τη βαριά κατηγορία, ανθρώπων που έχουν δείξει ότι περιφρονούν τη Βουλή και βέβαια τη δημοκρατία. Σ’ αυτό το θέμα θα κριθούμε όλοι μας. Και γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, απέναντι σε κάθε πρόκληση.
Τη συνέντευξη πήρε ο Δημήτρης Ψαρράς
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών